Σικάγο, δεκαετία ’70 και ’80. Η παράξενα γοητευτική φιγούρα της Lee Godie αλωνίζει στην λεωφόρο Μίσιγκαν, φορώντας γούνινο παλτό και κουβαλώντας βαριές τσάντες-φορτωμένες με τις πρώτες ύλες της τέχνης της: καμβάδες, πινέλα, μολύβια, χαρτιά και άφθονη μαγεία. Ήταν φορές που σιγοτραγουδούσε μια παλιά μελωδία από τον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο και λέγεται πως η φωνή της ήταν στ’ αλήθεια ωραία: «Oh, Frenchy, Frenchy! »

Κι άλλες που κερνούσε τους περαστικούς μπισκότα oreo με τυρί κρέμα, αντί για γλυκιά βανίλια! Και δεν το προσέφερε ξεροσφύρι το μπισκοτάκι, μα το συνόδευε με στιγμαίο ice tea, φτιαγμένο από…νερό συντριβανιού.

Η Lee Godie, φιγούρα της πόλης εκκεντρική, άκρως αρτιστίκ και ιδιαίτερη. Την αποκαλούσαν «η κυρία με τις τσάντες» (φορτωμένη, γαρ, με τα σύνεργά της και με χίλια δύο άλλα αξεσουάρ, μικροαντικείμενα και φαγητά), ενώ η ίδια ήταν, ουσιαστικά, άστεγη.

Για σχεδόν 25 χρόνια, η Godie ζούσε κυρίως σε εξωτερικούς χώρους και κοιμόταν σε παγκάκια πάρκων, ακόμη και όταν η θερμοκρασία έπεφτε κάτω από το μηδέν. Φύλασσε τα υπάρχοντά της σε ντουλάπια που ενοικίαζε στην πόλη. Το στούντιο της βρισκόταν παντού και πουθενά- σε ένα δρομάκι, μια γέφυρα, πάνω από έναν πάγκο φαγητού, έξω από ένα κατάστημα…

Ήταν εξόχως παραγωγική, δημιουργώντας πίνακες ζωγραφικής, σχέδια και ακουαρέλες με καμβάδες της από παλιά παντζούρια και χαρτόνι, μέχρι μαξιλαροθήκες και χαρτί. Στη δεκαετία του 1970, τράβηξε εκατοντάδες φωτογραφίες μέσα σε θαλάμους στον τερματικό σταθμό λεωφορείων Greyhound και στο σιδηροδρομικό σταθμό. Σε αυτά τα ασπρόμαυρα πορτρέτα-τα οποία συχνά «πείραζε» με μπογιά ή στυλό-απεικόνιζε τις πολλές πλευρές της ίδιας της της προσωπικότητας: μια κοκέτα, μια σικ Αμερικανίδα, μια πλούσια κυρία που ξοδεύει ένα σωρό μετρητά και πάνω απ’ όλα μια ασυμβίβαστη καλλιτέχνης.

Ουσιαστικά, η Lee Godie δεν είναι άλλο από μια γοητευτική ψηφίδα του αμερικανικού legacy που δεν είναι, σε όλες τις περιπτώσεις, όσο πλαστικοποιημένο και προκάτ το αντιλαμβανόμαστε.

 

Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.

 

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Gallery 16 (@gallery16)

Ένα κορίτσι ονειρεύεται κι ύστερα χάνεται

Η Jamot Emily Godie γεννήθηκε στο Σικάγο την 1η Σεπτεμβρίου 1908 και ήταν ένα από τα 11 παιδιά που μεγάλωσαν σε μια οικογένεια χριστιανών επιστημόνων στη βορειοδυτική πλευρά της πόλης. Το σπίτι ήταν μικρό και οι αδερφές κοιμόντουσαν όλες μαζί στη σοφίτα.

Κάποτε, η Godie ονειρευόταν να γίνει τραγουδίστρια σε νυχτερινά κέντρα, αλλά εργαζόταν ως τηλεφωνήτρια. Κι άλλα ονειρευόταν και διάφορα έκανε…Εν προκειμένω, τα όρια μεταξύ πραγματικότητας, φαντασίας και μυθοπλασίας είναι σχετικά θαμπά. Έτσι δεν συμβαίνει με όλους τους θρύλους;

Το 1933, πάντως, παντρεύτηκε τον Τζορτζ Χάθαγουεϊ, εργαζόμενο σε ατμόπλοιο με τον οποίο απέκτησε τρία παιδιά. Ο ένας γιος πέθανε από πνευμονία σε ηλικία 18 μηνών και η  κόρη πέθανε από διφθερίτιδα σε ηλικία 7 ετών. Η τύχη του άλλου αγοριού δεν μας είναι γνωστή.

Η Godie παντρεύτηκε ξανά το 1948 και μετακόμισε στην Τακόμα της Ουάσινγκτον, με την εντύπωση ότι ο νέος της σύζυγος, Austin Benson, θα υποστήριζε το όνειρό της για μια καριέρα στο τραγούδι. Αντίθετα, βρέθηκε κλεισμένη σε ένα σπίτι, νοικοκυρά και…πάλι έγκυος! Τράπηκε σε φυγή αφού γέννησε, εγκαταλείποντας οριστικά την οικογένειά της.

Τα ίχνη της εξαφανίστηκαν για λίγο καιρό μετά. Η Κάπρα Φλέμινγκ, η οποία κυκλοφόρησε πέρυσι μια ταινία ντοκιμαντέρ με τίτλο “Lee Godie: Chicago’s French Impressionist”, είπε σε μια συνέντευξη ότι δεν μπορούσε να βρει κανένα δίσκο της καλλιτέχνιδας μεταξύ 1952 και 1968. Τότε η Godie διένυε την δεκαετία των 60 της χρόνων και κουβαλούσε στην πλάτη της μια ζωή μάλλον ζόρικη, περιπετειώδη και έντονη.

Η εκκεντρική καλλιτέχνιδα εμφανίστηκε ξαφνικά στο βήματα του μεγαλειώδους Ινστιτούτου Τέχνης του Σικάγο, δηλώνοντας ότι ήταν Γαλλίδα ιμπρεσιονίστρια και μάλιστα «πολύ καλύτερη από τον Σεζάν»!

Σε ένα στόρυ που γράφτηκε για εκείνη στο The Chicago Reader το 1982, ο Alex Wald, ένας συλλέκτης τέχνης και ερευνητής, θυμήθηκε τα λόγια του συγγραφέα Michael Bonesteel σχετικά με την πρώτη φορά που είδε την Godie: «Είχε ζωγραφισμένες μεγάλες πορτοκαλί μπάλες σε κάθε μάγουλο, ζωγραφισμένη σκιά ματιών και φρύδια ζωγραφισμένα πάνω από τα πραγματικά της».

 

Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.

 

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη John Jerit (@3dfolk)

 

Ζωγραφίζει την ομορφιά και την πουλά όπου της αρέσει

Δεν είναι σαφές πότε η Godie άρχισε να ζωγραφίζει ή τι την ενέπνευσε στο να αρχίσει να  πουλά την τέχνη της. Της άρεσε να ισχυρίζεται ότι ένα κόκκινο πουλί της είχε πει να πιάσει το πινέλο! Το πελατολόγιό της ήταν αρχικά φοιτητές από την κοντινή Σχολή του Ινστιτούτου Τέχνης του Σικάγο, οι οποίοι αγόραζαν τα έργα της σε τιμές ευκαιρίας από 5 έως 20 δολάρια το κομμάτι. Περιστασιακά, συμπεριλάμβανε φτηνές καρφίτσες ή φρέσκα γαρίφαλα ως μπόνους κάθε αγοράς. Ακόμα και ο τρόπος που εμπορευόταν την τέχνη της ήταν εντελώς εκκεντρικός, πρωτότυπος και φυσικά καλλιτεχνικός.

«Ζούσε σε έναν κόσμο φαντασίας», δηλώνει η Marianne Burt, μια από τις φοιτήτριες πελάτισσές της. «Στο μυαλό της ήταν μια παγκοσμίου φήμης καλλιτέχνης. Και όλα μες στο κεφάλι της αφορούσαν τη Γαλλία». Η Godie, πράγματι, πρόφερε το όνομά της με γαλλική προφορά.

Με την πρώτη ματιά, το έργο της Γκόντι μπορεί να φαίνεται παιδαριώδες και οι φιγούρες της  να διακρίνονται από καρτουνίστικο ύφος που αγγίζει τα όρια του γκροτέσκου. Ήταν όμως κυρίως πορτραιτίστρια με αρκετά καλή ικανότητα στην απεικόνιση διαθέσεων όπως επιφυλακτικότητα ή άγχος, όπως αποδεικνύεται από τα σφιγμένα δόντια που σχεδίασε στο έργο της «Tidle». Οι εικόνες της έχουν μια εσκεμμένα υπερβολική εκφραστικότητα, όπως στο “Sweet Sixteen” (1973-74) ή στο χωρίς ημερομηνία “Smiling Girl”. Τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες της έχουν κόκκινα χείλη, ανοιχτά μάτια που είναι φαίνονται μονίμως έκθαμβα και μαλλιά που μπορεί να είναι αφύσικα ξανθά ή πορτοκαλί.

 

Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.

 

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη FolesDog (@folesdog)


«Η ασυνήθιστη φύση των ανθρώπων της είναι συναρπαστική, μερικές φορές ανησυχητική, ακόμη και τρομακτική, αλλά τόσο αυθεντική όσο η ίδια η καλλιτέχνης», έγραψε η Bonesteel σε έναν κατάλογο έκθεσης το 1993. «Κατά τη διάρκεια της δημιουργίας της δουλειάς της, αποτυπώνει τη συναισθηματική της κατάσταση πάνω της».

Υπήρχαν επαναλαμβανόμενες φιγούρες, συμπεριλαμβανομένης μιας γυναίκας στο αριστερό προφίλ που δείχνει τα δόντια της, το επονομαζόμενο κορίτσι Gibson εμπνευσμένο από την εξιδανικευμένη γυναικεία ομορφιά του Charles Dana Gibson στην αρχή του αιώνα.

Μερικές από τις γυναικείες φιγούρες της έμοιαζαν με την ηθοποιό Joan Crawford. Άλλα κοινά μοτίβα της ήταν πουλιά, φύλλα, έντομα, συστάδες σταφυλιών και, ακόμα, χέρια που έπαιζαν πιάνο. Η Godie μερικές φορές έγραφε συνθήματα και φράσεις στους καμβάδες της: «Staying Alive» και «Chicago-το κατέχουμε!» είναι μερικά από τα πιο πολυγραμμένα της.

Η Lee Godie οργάνωνε, καμιά φορά, θεματικά πάρτι για να παρουσιάσει νέα δουλειά της Το «κόκκινο πάρτι», για παράδειγμα, πραγματοποιήθηκε γύρω στα ξημερώματα στο Grant Park και παρουσίαζε κόκκινα ορεκτικά και έργα τέχνης με κόκκινες αποχρώσεις.  Δεν ήταν όλοι και όλες ευπρόσδεκτοι και ευπρόσδεκτες, ακόμα κι αν είχαν πρόθεση να αγοράσουν. Η Godie δεν σου πούλαγε, αν δεν σε πήγαινε. Γυναίκες που φορούσαν παντελόνι αντί φορέματος αποκλείονταν εξ αρχής! Καμιά φορά, η καλλιτέχνης μπορούσε να γίνει αρκετά επιθετική.

Ο Frank Zirbel, ταχυδρόμος εκείνη την εποχή, θυμάται ότι η Lee Godie πετούσε κομμάτια πίτσας στους αστυνομικούς. Η Marga Shubart, η οποία ανέπτυξε μια φιλία μαζί της, δηλώνει πως είδε κάποτε την Godie να σπάει την κάμερα ενός τουρίστα μπροστά σε ένα πολυκατάστημα Bonwit Teller. «Ήταν μια μέρα με αέρα», είπε η Σούμπαρτ «και η Godie απλώς του είπε: «Οι φωτογραφίες δεν βγαίνουν τις μέρες που φυσάει πολύ».

 

Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.

 

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Morlen Sinoway (@morlen)

Η Lee Godie είναι ένας εθνικός θησαυρός για τις  ΗΠΑ

Αλλά, η ιδιόρρυθμη εικαστικός είχε και μια πολύ τρυφερή πλευρά. Ήταν γνωστό ότι έδινε τις πιο υπέροχα παράξενες συμβουλές, όπως να λέει στους ανθρώπους να τρώνε τραγανό φυστικοβούτυρο έτσι ώστε να «έχουν τη δροσιστική γεύση του αρώματος φιστικιού ανά πάσα στιγμή», και άλλα συναφή.

Στη δεκαετία του 1980, βελτίωσε την επιχείρησή της, οργανώνοντας και επανεξετάζοντας συνθέσεις που είχε δημιουργήσει, αλλά και πουλώντας τα αντίγραφα. Σύμφωνα με πληροφορίες, κέρδιζε έως και χίλια δολάρια την ημέρα, τα οποία αποθήκευε στα παπούτσια, τα εσώρουχα και τις κρυφές τσέπες του παλτό της. Τις απίστευτα κρύες νύχτες, νοίκιαζε ένα δωμάτιο αξίας δέκα δολαρίων.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, η Godie έγινε φίλη με τον γκαλερίστα του Σικάγο Carl Hammer, ο οποίος της έκανε την πρώτη της ατομική έκθεση, το 1991. (Μια νέα έκθεση, “Sincerely… Lee Godie”, θα είναι ανοιχτή στο κοινό στη γκαλερί του στο Σικάγο έως τις 26 Φεβρουαρίου 2022.)

«Είχε μια ερωτική σχέση με τη δουλειά της», είπε ο Hammer σε μια συνέντευξη. «Ήταν ένας από τους πιο ξεχωριστούς ανθρώπους στη ζωή μου. Η φιλοσοφία της ταίριαζε απολύτως με αυτό που ήθελα να κάνω στη γκαλερί».

Η Lee Godie, στην δύση της ζωής της, μεταφέρθηκε σε ένα γηροκομείο, στο οποίο πέθανε στις 2 Μαρτίου 1994. Ήταν 85 ετών. Σήμερα, σημαντικό κομμάτι του έργου της βρίσκεται στις μόνιμες συλλογές του Αμερικανικού Μουσείου Λαϊκής Τέχνης στη Νέα Υόρκη, του Smithsonian, του Μουσείου Τέχνης της Φιλαδέλφειας και άλλων.

«Πάντα προσπαθώ να απεικονίζω την ομορφιά», είχε γράψει στο ημερολόγιό της, «αλλά μερικοί λένε ότι οι πίνακές μου δεν είναι όμορφοι. Λοιπόν, έχω στο μυαλό μου την ομορφιά, αλλά δεν είναι πάντα εύκολο να ζωγραφίζεις όμορφα».

Κεντρική φωτογραφία: Instagram/karisiljehaugen