Περιεχόμενα
Εν έτει 2021 η μουσική σκηνή έχει χαρακτηριστεί από πολλούς ως η πιο ρηχή όλων των εποχών, με το trap να χαράζει τον δρόμο προς τον «ξεπεσμό» της, όπως υποστηρίζουν. Πολλοί είναι αυτοί που αναρωτιούνται από που ξεφύτρωσε η trap και αν ανήκει όντως στην rap, όπως υποστηρίζουν οι καλλιτέχνες της -που αποκαλούνται rappers και όχι trappers-.
Στην πραγματικότητα η trap δεν ξεφύτρωσε έτσι απλά, αλλά είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας, η οποία την γέννησε. Και αυτό γιατί είναι ένα από τα παιδιά της hip hop και rap μουσικής. Ναι αλλά θα μπορούσε ποτέ ένας από τους παλιούς, όπως ο Tupac ή ο Biggie να γινόταν trapper; Είναι κάτι που δεν χρήζει απάντηση, αλλά δεν είναι ένα απίθανο σενάριο, αν σκεφτεί κανείς ότι πλέον η βιομηχανία της μουσικής επενδύει στην trap. Με την εξέλιξη της τεχνολογίας και της μουσικής, πολλοί είναι εκείνοι που αλλάζουν χαρακτήρα, ώστε να ανταποκρίνονται στην ζήτηση της εποχής.
Ας μην κατηγορούμε μόνο την trap, όμως, ότι διαφθείρει τους νέους, ενώ το μόνο που ακούγεται στα τραγούδια της είναι το flex για χρήματα, αμάξια, μαζί με ένα slut shaming. Και στην rap υπήρχαν τραγούδια που μιλούσαν για όπλα, ναρκωτικά και κόντρες μεταξύ των καλλιτεχνών, που οδήγησαν αν μη τι άλλο στον θάνατο.
Από την άλλη στην παλιά rap υπήρξαν τραγούδια – ύμνοι για τις γυναίκες, στίχοι που αντικατοπτρίζουν τη μάχη της περιθωριοποιημένης κοινότητας των μαύρων στην Αμερική και ιστορίες βγαλμένες από τη ζωή, κάτι που δεν έχουμε δει μέχρι στιγμής στην trap. Και στην Ελλάδα, μετά από την εμφάνιση της underground rap μουσικής, έχουμε πολλά παραδείγματα. Η σύγκριση, λοιπόν, είναι άνιση. Μιλάμε για ένα τελείως διαφορετικό είδος που συμβαδίζει με την νέα εποχή.
Πώς ξεκίνησε η rap
Κάποτε η rap ήταν ο τρόπος έκφρασης της μειονότητας των μαύρων στις ΗΠΑ, που μαχόταν για τα δικαιώματά τους και την ανεξαρτησία τους στις αρχές του 1970. Έδινε έμφαση στους στίχους, στους οποίους ήταν έντονο το πολιτικό – κοινωνικό στοιχείο, γεγονός που προκαλούσε αντιδράσεις μετά την ραγδαία δημοφιλία που γνώρισε.
Έφερε επιρροές από τη σόουλ, τη τζαζ,τη Ριθμ εντ μπλουζ και από άλλα μουσικά ρεύματα, για αυτό και δεν μιλάμε για μια ρηχή ερμηνεία. Μάλιστα, λέγεται ότι προέρχεται από την Δυτική Αφρική. Ο Kurtis Blow ήταν ο πρώτος ράπερ που υπέγραψε στην Mercury Records το 1979.
Οι Fatback Band και οι Sugar Hill Gang κυκλοφόρησαν mainstream δίσκους, φτάνοντας στο Billboard Top 40 την επόμενη χρονιά. Αυτοί οι δίσκοι βασίζονταν κυρίως στο MC επειδή οι πιο διάσημοι DJ της εποχής δεν ενδιαφέρονταν για την ηχογράφηση της μουσικής τους, προτιμώντας να αποκτήσουν φήμη μέσω των πάρτι τους.
Στη δεκαετία του 1980, ο DJ Grand Wizard Theodore επινόησε κατά λάθος την πράξη το «σκρατσάρισμα», ωθώντας όχι μόνο τη rap σε ένα νέο επίπεδο αλλά και τη φυσική πράξη του DJing. Το 1982, οι MCs Melle Mel και Ed “Duke Bootee” Fletcher κάνουν ντεμπούτο σε ένα τραγούδι.
Αν και κυκλοφόρησε από τους Grandmaster Flash and Furious Five, ήταν πραγματικά μόνο ένα έργο πάθους μεταξύ των δύο καλλιτεχνών σε μια προσπάθεια να αλλάξει το λυρικό περιεχόμενο και η ιεραρχία του hip-hop για πάντα. Αυτό το τραγούδι θα σηματοδοτούσε την αρχή του τέλους των DJs που κυβερνούσαν το hip-hop και θα έφερνε την επόμενη εποχή της πιο κοινωνικά συνειδητοποιημένης ραπ. Το τραγούδι ονομάστηκε «The Message».
Μέχρι και το 1984 η «Golen Era» είναι γνωστή ως η εποχή στη Νέα Υόρκη, όπου κάθε νέο single φαινόταν να διαμορφώνει τον ήχο και την κατεύθυνση της ραπ όπως τη γνωρίζουμε. Οι βασικοί rappers είναι οι Eric B. & Rakim, Run-DMC, A Tribe που ονομάζεται Quest και Public Enemy.
Οι παραγωγές Beat ήταν πυκνότερες, το ραπάρισμα γρηγορότερο και η τεχνολογία δειγματοληψίας εκτοξεύτηκε στα ύψη. Αυτό συνέπεσε επίσης με την εποχή που οι στίχοι ήταν μια μορφή διαμαρτυρίας, εστιάζοντας στην κατάσταση της κοινωνικής αδικίας, που πυροδοτήθηκε από τους Melle Mel και Duke Bootee.
Με τη συντριπτική δημοτικότητα της ραπ, ήταν αναπόφευκτο να εξαπλωθεί γεωγραφικά. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 εμφανίστηκαν τα γνωστά ως μερικοί από τους πιο γνωστούς rappers της Δυτικής Ακτής, οι Too Short, N.W.A. και Ice-T. Αυτοί οι ράπερ προέρχονταν από οικονομικά καταπιεσμένες περιοχές στο Λος Άντζελες και το Όκλαντ και οι στίχοι τους ήταν συχνά μια αντανάκλαση των προσωπικών τους εμπειριών.
Τη δεκαετία του 1990 ήρθε και η εποχή που το ραπ διασπάστηκε σε δύο στρατόπεδα, το West και το East Coast. Οι φανς της μουσικής διάλεξαν την πλευρά που τους εξέφραζε περισσότερο. Εκτός από τις στιλιστικές διαφορές, υπήρξαν και προσωπικές διαφορές που προκάλεσαν την εθνική ρήξη, πιο εικονικά μεταξύ του Tupac Shakur και του The Notorious B.I.G., που οδήγησαν στον πρόωρο -και ανεξιχνίαστο- θάνατό τους.
Οι δολοφονίες τους, ωστόσο, οδήγησαν σε χαλάρωση των εντάσεων και άνοιξαν το δρόμο για τους προστατευόμενους και συγχρόνους τους, όπως ο Jay-Z και ο Snoop Dogg, να γίνουν δημοφιλείς και στις δύο ακτές. Βοήθησαν το ραπ να ξεπεράσει την αντιληπτή προέλευσή του σε βίαιες γειτονιές της πόλης κι να εξελιχθεί.
Πώς γεννήθηκε η trap όμως
Φαίνεται αδιανόητο μετά από όλη αυτή την ιστορία να γεννηθεί η trap μουσική από τους πρόποδες της rap. Για να μάθουμε πώς αυτός ο απλός ήχος κυριάρχησε σχεδόν σε κάθε γωνιά της δημοφιλούς μουσικής σήμερα, πρέπει να επιστρέψουμε στο 1980. Ήταν η χρονιά που η Roland Corporation παρουσίασε τη νεότερη αναλογική μηχανή ντραμς: το TR-808. Περιείχε αρχικά αργούς ρυθμούς, σε tempo περίπου 140 ΒPM, προσθέτοντας έντονα το στοιχείο του μπάσου και των drums στην ηλεκτρονική μουσική.
Ο ιδρυτής της εταιρείας Ikutaro Kakehashi έφτιαχνε μηχανές ντραμς από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και εκείνες τις μέρες χρησιμοποιούνταν κυρίως για να συνοδεύουν τους οργανοπαίκτες. Το 808 ήταν κάτι λίγο διαφορετικό. Το χτύπημα του τυμπάνου και ο ήχος “cowbell”ήταν μοναδικά.
Πρώτον, η Afrika Bambaataa και ο παραγωγός Arthur Baker το χρησιμοποίησαν στην επιτυχία του 1982, “Planet Rock”, ένας από τους πιο σημαντικούς δίσκους σε μια τότε αναπτυσσόμενη hip-hop σκηνή. Δεύτερον, η μη δημοτικότητα του μηχανήματος οδήγησε σε πτώση των τιμών, καθιστώντας τα προσβάσιμα σε μια ολόκληρη γενιά που θα χρησιμοποιούσε το 808 για να φτιάξει μερικά από τα πιο σημαντικά hip-hop τραγούδια της δεκαετίας του 1980 και του ’90.
Παρόλο που η παγκόσμια δημοτικότητα της trap παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, ένα από τα πρώτα κομμάτια της κυκλοφόρησε το 1992. Το τραγούδι Pocket Full of Stones από τους Underground Kingz (γνωστοί και ως UGK) συμπεριλήφθηκε στο άλμπουμ Too Hard to Swallow και οι στίχοι περιγράφουν το πώς καταφέρνει κανείς από πλανόδιος πωλητής δρόμου να μετατραπεί σε έναν μεγάλο βασιλιά.
Οι κοινότητες μαύρων του Σικάγο γέννησαν το drill, έναν ραπ – trap ήχο που έκτοτε εξαπλώθηκε στο Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη, το Παρίσι, το Άμστερνταμ, τη Λισαβόνα, τη Στοκχόλμη, το Σίδνεϊ, το Δουβλίνο, τη Σεούλ και το Κουμάσι. Αναφέρεται στις επιθέσεις μεταξύ συμμοριών, καθώς το drill ένα δυσοίωνο είδος hip hop, που μιλά για το εμπόριο ναρκωτικών και το έγκλημα στο δρόμο.
Αυτό που διακρίνει το drill από άλλες μορφές είναι η μαχητική του ενέργεια και η ιδιαίτερη ανησυχία του για συγκρούσεις συμμοριών και δολοφονίες. Ενώ το trap, που γεννήθηκε στην Ατλάντα και κυριάρχησε για το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 2000, είναι συχνά ρυθμικά άκαμπτο.
Υπάρχει όμως ένα άτομο που είναι πιο υπεύθυνο για σύνθεση όλων των στοιχείων αυτής που θα μπορούσε να γίνει γνωστή ως trap, και αυτό το άτομο είναι ο Shawty Redd. Ο Shawty Redd ήταν ακόμα έφηβος όταν συναντήθηκε με τον ράπερ Drama για να δημιουργήσει το ντεμπούτο άλμπουμ του, Causin ‘Drama, το οποίο βγήκε στις αρχές του 2000.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, το στυλ άρχισε να γίνεται mainstream και χρειαζόταν ένα όνομα. Οι Τ.Ι. και Toomp το έδωσαν, με το άλμπουμ του Tip το 2003 Trap Muzik. Ο τίτλος δεν είχε καμία σχέση με το μουσικό στυλ – τουλάχιστον στην αρχή. Γύρω στο 2009 περίπου, ο Luger, ένας επίμονος παραγωγός έστειλε ένα σωρό από τους ρυθμούς του στον Waka Flocka Flame.
Ο Flocka λάτρεψε τον ήχο και τρία κομμάτια του Luger κατέληξαν στο mixtape του «Salute Me ή Shoot Me 2», συμπεριλαμβανομένου του “I’m Just Livin Life”. Εκεί έγινε και η πρώτη αλλαγή του ήχου, δημιουργώντας ένα νέο είδος. Στην συνέχεια το «Hard In Da Paint» έγινε επιτυχία το 2010, και όλοι ήθελαν ένα κομμάτι με τον ήχο του Luger.
Τα hit του άρχισαν να εμφανίζονται σε κομμάτια των Rick Ross, Kanye West και Jay Z, Snoop Dogg, Soulja Boy και σχεδόν όλων των άλλων. Την συνέχεια την γνωρίζουμε. Το 2012 το κομμάτι «Harlem Shake» έφερε την trap στο προσκήνιο, με ολοένα και περισσότερους καλλιτέχνες να αγκαλιάζουν το είδος και να βγάζουν remix παλιότερων τραγουδιών τους με τον νέο ήχο.
Ωστόσο, ενώ η σχέση ανάμεσα στην trap, το drill και τη βία παρέμεινε ζήτημα συζήτησης. Το βρετανικό drill εξαπλώθηκε στον Ατλαντικό, μεταξύ των πιο σημαντικών ενός νέου κύματος αμερικανικών καλλιτεχνών ήταν ο Pop Smoke, ένας ράπερ από το Μπρούκλιν που πέτυχε το 2019 μετά από συνεργασία με τον παραγωγό από το Λονδίνο, τον 808Melo.
Και φτάνουμε σήμερα, στο 2021, με την βιομηχανία της μουσικής να είναι πιο γεμάτη από ποτέ από trappers (Rick Ross, 21 Savage, Tyga, Migos, Gucci Mane, Drake κ.α) που έχουν κατακλύσει τα charts.
Όσο και αν μην σε αντιπροσωπεύει αυτό που εκπροσωπούν, δεν μπορούμε να μην παραδεχτούμε ότι έχουν αλλάξει μια για πάντα την ραπ, φέρνοντας ένα νέο κύμα και εκσυγχρονίζοντας την. Το τι θα ακούει ο καθένας είναι προσωπική του επιλογή.