Το χαρακτήρισαν ως ένα από τα πιο εμβληματικά άλμπουμ της τζαζ μουσικής όλων των εποχών. Για τον δημιουργό του, τον Τζον Κολτρέιν, έγραψαν ότι το «A Love Supreme» αποτελεί το αριστούργημά του. Αυτοί οι έπαινοι αποτελούν από μόνοι τους κορυφές. Μόνο που ο Κολτρέιν έδωσε από την αρχή, από την στιγμή της έμπνευσης μέχρι τη στιγμή της ηχογράφησης, μια άλλη διάσταση, μεταφυσική: Ήταν η δική του συνομιλία με το θείο.
Ο Κολτρέιν δεν έκρυψε ότι η συγκεκριμένη μουσική και ειδικά το «A Love Supreme» ήταν ο επαναπροσδιορισμός του στον κόσμο. Έναν κόσμο, από τον οποίο ο ίδιος είχε αποφασίσει να αποσυνδεθεί, πέφτοντας με τα μούτρα στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά. Οι ουσίες και το ποτό του στοίχισαν πολλά χρόνια τοπ καριέρας, τον έκαναν παρία ακόμα και σ’ αυτό τον ανεκτικό κόσμο της τζαζ, όπου η ελευθερία και ο αυτοσχεδιασμός βρίσκονται σε πρώτο πλάνο. Με τα σχεδόν 33 λεπτά του άλμπουμ ένιωσε ότι άφησε το αποτύπωμά του στον κόσμο της μουσικής, με τον τρόπο που ο ίδιος ήθελε.
Την εποχή που ηχογράφησε το «A Love Supreme», στο τέλος του 1964, ο Κολτρέιν ήταν ο ηγέτης μιας τετραμελούς μπάντας. Μαζί του ο πιανίστας Μακόι Τάινερ, ο μπασίστας Τζίμι Γκάρισον και ο ντράμερ Έλβιν Τζόουνς. Έμπειροι μουσικοί όλοι τους και δεμένοι μεταξύ τους, με δεκάδες ώρες κοινής παρουσίας στη σκηνή, κι όμως η ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που κυριάρχησε την ώρα της ηχογράφησης του άλμπουμ έχει μείνει ακόμα και τώρα στη μνήμη τους.
«Θυμάμαι ότι χαμήλωσαν τα φώτα του στούντιο», αποκαλύπτει ο Μακόι Τάινερ, ο πιανίστας της συντροφιάς που ηχογράφησε το «A Love Supreme». «Φαντάζομαι ότι προσπαθούσαν να δημιουργήσουν ατμόσφαιρα που μοιάζει με κλαμπ, για να είμαστε πιο χαλαροί. Δεν ξέρω αν το είχε ζητήσει ο Τζον ή ήταν πρωτοβουλία κάποιου άλλου».
«A Love Supreme»: Φυσική προέκταση της χημείας
Ο Τάινερ αποκαλεί το άλμπουμ «κορύφωση και φυσική προέκτασης της χημείας» της τζαζ μπάντας. «Είχαμε φτάσει πια σ’ ένα επίπεδο που η μουσική έβγαινε από μόνη της. Ο Tζον είχε έναν θαυμάσιο τρόπο να είναι ευέλικτος με τη μουσική. Το ακολουθήσαμε. Μας έδινε την ελευθερία να το κάνουμε. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι ανταλλάξαμε ελάχιστες λέξεις κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης. Δεν είναι πολύ συνηθισμένο αυτό. Πολλές φορές έμοιαζε η σκέψη μας να συντονίζεται χωρίς να μιλάμε. Απλώς αλλάζαμε βλέμματα».
Το παράξενο είναι ότι, σε αντίθεση με άλλες τζαζ μελωδίες που το μοτίβο επαναλαμβάνεται, ο Κολτρέιν έπαιξε κατά τη διάρκεια του άλμπουμ το βασικό μελωδικό θέμα του «Α Love Supreme» και από τους 12 πιθανούς τόνους που υπάρχουν! Για να γίνει η μετάβαση από τον ένα τόνο στον άλλο χρειάζεται, αν μη τι άλλο, μια προειδοποίηση. Εκεί έγινε αυτόματα. Λες και ο ένας βρισκόταν στη σκέψη του άλλου και γνώριζε από πριν πότε θα αλλάξει ο τόνος, ώστε να προσαρμοστούν οι συγχορδίες και να παίζουν όλοι το ίδιο.
Το άλμπουμ «A Love Supreme» χωρίζεται σε τέσσερα μέρη: Acknowledgement (Ευχαριστίες), Resolution (Ανάλυση), Pursuance (Εκτέλεση), and Psalm (Ψαλμός).
Το καθένα απ’ αυτά έχει ένα συγκεκριμένο μοτίβο. Τα μόνα λόγια που ακούγονται στο άλμπουμ είναι στο τέλος του πρώτου μέρους, όταν ο Κολτρέιν και οι άλλοι μουσικοί επαναλαμβάνουν ρυθμικά, μηχανικά θα’ λεγε κανείς, τον τίτλο «A Love Supreme».
Ο Κολτρέιν γεννήθηκε το 1926 στη μικρή πόλη Χάμλετ της Βόρειας Καρολίνας και από βρέφος, σχεδόν, έδειξε ιδιαίτερη αδυναμία στα πνευστά όργανα. Στις πρώτες τάξεις του σχολείου ζήτησε και μπήκε στην τοπική πάντα, όπου εκπαιδεύτηκε κυρίως στο κλαρινέτο και στο κόρνο, αλλά η μεγάλη του αγάπη ήταν το σαξόφωνο. Κατάφερε να αποκτήσει ένα, όμως, μόλις στα 17 του χρόνια.
Ήδη εργαζόταν ως επαγγελματίας μουσικός όταν κλήθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η κλάση του, πάντως, κλήθηκε αργά, οπότε δεν συμμετείχε. Τοποθετήθηκε στη βάση του Περλ Χάρμπορ στη Χαβάη, όπου γρήγορα αναγνωρίστηκε το μουσικό του ταλέντο παρά τις ρατσιστικές διαθέσεις, που ακόμα υπήρχαν στο ναυτικό. Εμφανιζόταν κάθε βράδυ με τη μπάντα της ναυτικής βάσης, αλλά τον παρουσίαζαν ως «καλεσμένο» και όχι ως πλήρες μέλος της μπάντας, τα υπόλοιπα μέλη της οποίας ήταν λευκοί.
Κατά τις δικές του αποκαλύψεις, ο εθισμός στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά ξεκίνησε το 1948, όταν πια είχε απολυθεί από το στρατό και συνέχισε τις μουσικές του αναζητήσεις. Το ταλέντο του στο σαξόφωνο τον έφερε κοντά σε όλους τους θρύλους της εποχής: Ντίζι Γκιλέσπι, Ερλ Μπόστιτς, Τζόνι Χοτζ, Έντι Βένσον και κυρίως τον Μάιλς Ντέιβις, τον πιο διάσημο τρομπετίστα της τζαζ στην εποχή του, αλλά και τον Τελόνιους Μονκ.
Η συνεργασία του με τον Μάιλς Ντέιβις ήταν και η πιο σταθερή απ’ αυτές που έκανε. Εμφανίστηκαν μαζί σχεδόν για τρία χρόνια. Αυτή η αναβάθμιση του άνοιξε την πόρτα για νέες συνεργασίες και δουλειές. Ο Ντέιβις, όμως, τον είχε προειδοποιήσει ότι απαιτούσε πλήρη επαγγελματισμό, αφού οι δουλειές του περιελάμβαναν εμφανίσεις σε μεγάλους χώρους και ακριβά συμβόλαια. Ο Κολτρέιν συμφωνούσε όταν ήταν νηφάλιος, αλλά τις περισσότερες φορές δημιουργούσε προβλήματα, είτε με την αργοπορία του, είτε με τη συμπεριφορά του.
Το 1958 ο Ντέιβις το αποφάσισε: Ανακοίνωσε στον Κολτρέιν ότι δεν τον χρειάζεται άλλο. Η συνεργασία διακόπηκε βίαια, αλλά στην ουσία άνοιξε τον δρόμο στον Κολτρέιν να βγει από τον βολικό ρόλο του εκτελεστή και να ψάξει τον εαυτό του στο χώρο της σύνθεσης.
Από το 1955 είχε παντρευτεί την Νάιμα, η οποία είχε ασπαστεί το ισλάμ. Αυτή η σχέση επηρέασε πολύ τον τρόπο που έβλεπε τα πράγματα. Η Νάιμα προσπάθησε να τον απομακρύνει από τους εθισμούς του, πριν τον εγκαταλείψει το 1963. Κράτησαν καλή σχέση ως το τέλος της ζωής του, κι αυτό διότι μετά το 1957, όπως ο ίδιος ο Κολτρέιν αναφέρει, βίωσε μια «πνευματική αφύπνιση». Σταδιακά ξέφυγε από τους εθισμούς και άρχισε να διαβάζει μανιωδώς τη Βίβλο, κάτι που δεν έκανε ούτε όταν ήταν παιδί και παρακολουθούσε τις λειτουργίες της Αφρικανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η έμπνευση του «A Love Supreme»
Αυτή η αφύπνιση τον έφερε να συνθέσει το «A Love Supreme». Ένα άλμπουμ που ηχογραφήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 1964 στο Νιου Τζέρσεϊ και κυκλοφόρησε τον επόμενο μήνα. Η Αφρικανική Ορθόδοξη Εκκλησία συμπεριέλαβε αμέσως το άλμπουμ στους επίσημους ύμνους της και τον ανακήρυξε άγιο το 1982, 15 χρόνια μετά το θάνατό του.
Ο Κολτρέιν, πάντως, πειραματίστηκε και μ’ άλλα πράγματα, όπως αποδεικνύεται στις μελλοντικές δουλειές του. Τα επόμενα έργα του είχαν τίτλους που αφορούσαν και τον Κρίσνα, αλλά και άλλες ινδουιστικές θεότητες, καθώς και θεότητες από την αφρικανική ιστορία. Το 1965, ούτε χρόνος δεν είχε περάσει από το «A Love Supreme», ηχογράφησε άλμπουμ με τίτλο «Ομ», την ιερή συλλαβή του ινδουισμού, στο οποίο ακούγεται ο ίδιος να διαβάζει στίχους από ιερά ινδουιστικά κείμενα.
Οι εθισμοί, πάντως, κλόνισαν την υγεία του πολύ νωρίς. Από το 1957 κιόλας είχε διαγνωστεί με χρόνια ηπατίτιδα και κίρρωση, ασθένειες που σχετίζονται με την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ. Η τελική διάγνωση ήταν καρκίνος στο συκώτι. Άφησε τα εγκόσμια στις 17 Ιουλίου 1967. Ο θάνατός του σόκαρε την μουσική κοινότητα, επειδή δεν είχε ενημερώσει κανέναν για την κακή κατάστασή του και πέθανε μόλις λίγες ημέρες μετά την εισαγωγή του στο νοσοκομείο Χάτινγκτον του Λονγκ Άιλαντ.
Το «A Love Supreme» δικαίως θεωρείται το αριστούργημά του.
* Φωτογραφίες: Getty Images