Τις τελευταίες μέρες βλέπω πολύ συχνά stories με τραγούδια της. Ο νέος της δίσκος κυκλοφόρησε και κατάφερε με την μία να γίνει αγαπημένος. Είχε βοηθήσει σε αυτό και το παρελθόν της, αφού στις αρχές του 2024 έγινε viral η εκτέλεσή της για το τραγούδι «Λουλούδι του Δρόμου» από τον Γιώργο Ρους και σάρωνε στο Spotify. Στα 20 της χρόνια, η Μαρίνα Σπανού εκφράζει μια γενιά, ίσως όσο κανένας άλλος καλλιτέχνης της νέας εποχής. Αυτή και η Νίνα Μαζάνη είναι οι δύο αναδυόμενες Αφροδίτες της ελληνικής μουσικής.
Η Μαρίνα Σπανού είχε κλέψει την καρδιά όσων την είχαν ακούσει να παίζει κιθάρα στην Αρεοπαγίτου και μετά όταν βγήκε ο πρώτος της δίσκος, με τίτλο Κι Αν Ποτέ Μαραθεί, όπου τραγουδούσε για τις γειτονιές της Αθήνας. Ένα μπαρ στο Παγκράτι, μια πορτογαλική ταινία με μπύρα στο Σινέ Παρί στην Πλάκα, ένα δυάρι στην Κυψέλη με όλα τα μακάρι, μια ρετρό νύχτα στο τελευταίο βαγόνι στην Ομόνοια, ένα πρωί Σαββάτου σε έναν φούρνο στο Κουκάκι.
Μετά, ήρθε ο δεύτερος δίσκος, τα 25 Τετραγωνικά, ένας τίτλος που αποδίδει με μια ελεγεία το πόσο στοιβάζουμε οι 35 και κάτω τα όνειρα μας σε μικρά σπίτια, όχι γιατί δεν μπορούμε μόνο να πληρώσουμε τα μεγάλα, αλλά γιατί τα μεγάλα δε μας χωράνε. Γιατί νιώθουμε οι τοίχοι στα 25 τετραγωνικά να μας αγκαλιάζουν όταν δε νιώθουμε καλά. Και είναι περισσότερες οι φορές που δε νιώθουμε καλά πια, παρά αυτές που αντέχουμε τον εαυτό μας.
Ο τρίτος της δίσκος ήταν η συνέχεια αυτού του ταξιδιού της που στα μάτια μου την κάνει ένα υβρίδιο Adele και Billie Eilish της Ελλάδας.
Ένας δίσκος για ένα ταξίδι χωρίς προορισμό και μια μοναχική διάβαση
Μια Κασέτα για τον Δρόμο. Έτσι λέγεται ο δίσκος και από το πρώτο τραγούδι του, το Παγωτό Φυστίκι, κάνει σαφές πως η Μαρίνα Σπανού είναι μια αφηγήτρια. Αφηγείται την διαδρομή ενός έρωτα που δεν ξέρεις αν τον έζησες, αν θα τον ζήσεις ποτέ. Θες όμως να τον ζήσεις για να αγαπήσεις το τέλος του ακούγοντας Μαρίνα Σπανού.
Να συζητάς μαζί του για το τρίτο σας ραντεβού, να πάτε ένα ταξίδι στο Παρίσι και να μένετε σε ένα σπίτι 25 τετραγωνικά, τα καλοκαίρια να ψάχνεστε για Ικαρία και Τήνο, να κάνετε ταξίδια χωρίς προορισμό και να αφήνετε ο ένας τον άλλον με ένα «Σ’αγαπώ, να προσέχεις, φιλιά», πιστεύοντας πως ίσως τα ξαναπείτε. Αλλά δεν θα τα ξαναπείτε. Γιατί δεν υπάρχει πια κάτι ανάμεσα σας που να σας τραβάει. Υπάρχει μια απόσταση που σας απομακρύνει.
Η ίδια η Μαρίνα Σπανού λέει πως ο κόσμος την εκλαμβάνει ως αισιόδοξη καλλιτέχνιδα και αυτό την παραξενεύει διότι θεωρεί εαυτόν απαισιόδοξη. Δεν ξέρω τι ακούνε οι υπόλοιποι, αλλά τα τραγούδια της αποδίδουν ακριβώς αυτό που είναι, μια λογοτεχνική πεσιμίστρια, μια καλλιτέχνιδα που ανοίγει ένα ντουλάπι και πετάει μέσα τα τραγούδια της και το κλείνει απότομα για να μην τα δουν άλλοι στο σχολείο. Κάποιος όμως πάει και βάζει μέσα έναν μηχανισμό εκτόξευσης κι όταν πάει να ανοίξει το ντουλάπι να ξαναβρεί αυτά που κλείδωσε εκεί, ο μηχανισμός εκτόξευσης της πετάει στα μούτρα ένα μπαλόνι με νερό.
Αυτή είναι η ζωή, αυτός είναι ο έρωτας, αυτή είναι η συνάντηση δύο ανθρώπων όπως την περιγράφει η Μαρίνα Σπανού. Ο 3ος δίσκος της σου αφοπλίζει την ικανότητα να μιλάς. Νιώθεις σαν τους ανθρώπους που δεν μπορούν να μιλήσουν. Παλεύεις να βγάλεις λέξεις, δε μπορείς. Πιστεύεις ότι έτσι μόνο θα γαληνέψεις από την αναστάτωση που σου προκαλεί. Τελικά, μαθαίνεις πως αυτός ο δίσκος είναι για να τον ακούς και να κοιτάς μια θέα, να είσαι σε ένα πλοίο και πίσω να απλώνεται η άσπρη γραμμή, ο αφρός που βγάζει η μηχανή.
Η Μαρίνα Σπανού έχει καταφέρει στα 20 της να κάνει εμένα στα 33 μου να θέλω να ξεκινήσω μια σχέση για να την τελειώσω και να ζω τον θάνατο ενός έρωτα, το τέλος ενός ταξιδιού. Αυτό είναι καλλιτεχνικά η Μαρίνα Σπανού. Εκείνο το συναίσθημα που σε πιάνει όταν μπαίνεις στο πλοίο, το αεροπλάνο για να αρχίσεις ένα ταξίδι που σχεδίαζες καιρό. Αλλά πια δεν θες να αρχίσει γιατί ένιωθες καλύτερα όταν το περίμενες.