Όταν πριν από μερικές εβδομάδες είχα μιλήσει με τον Ασάφ Αβιντάν με αφορμή τη συναυλία του στο Θέατρο Λυκαβηττού, είχα καταλάβει καλά πως έχω να κάνω με έναν άνθρωπο που έχει ρίξει μακροβούτια στην ψυχή του, που έχει απίστευτη ενσυναίσθηση και πάντα προσπαθεί να κατανοήσει τον κόσμο γύρω του και να βρει τον εαυτό του σε κάθε ερέθισμα που προσλαμβάνει. Είναι όμως πολύ διαφορετικό να έχεις μια ψηφιακή και απρόσωπη επικοινωνία με κάποιον σε σχέση με το να τον βλέπεις πάνω στη σκηνή, να επικοινωνεί με τον τρόπο που ξέρει πολύ καλά και έχει επιλέξει να κάνει.

Δεν είχε τύχει να τον δω στο παρελθόν live τον Ασάφ Αβιντάν στις δύο φορές που είχε έρθει στην Ελλάδα. Είχα ακούσει 4-5 τραγούδια του και έκανα απλώς το κλασικό να περάσω δύο χέρια τη δισκογραφία του πριν πάω το βράδυ της Παρασκευής στον Λυκαβηττό, στη συναυλία του.

Η αρχική μας επικοινωνία, είχε φτιάξει μια προδιάθεση μέσα μου να τον απολαύσω χωρίς να με αποσπάσει τίποτα και να προσπαθήσω να χρησιμοποιήσω το κινητό μου όσο λιγότερο γίνεται. 2-3 βίντεο να βγάλω για να έχω να θυμάμαι και πάπαλα. Και το πέτυχα. Όχι γιατί είχα αυτοσυγκράτηση, αλλά γιατί ο ίδιος με έκανε να μη θέλω.

Τόσο με τα τραγούδια του όσο και με τη συνολική εμπειρία, την ερμηνεία του, το σκηνικό, την εναλλαγή στα μοτίβα του φωτός, με το χιούμορ του, τη διάδραση με κάποιες ενοχλητικές κυρίες που ούρλιαζαν διαρκώς διάφορα προς εκείνον και δε μας επέτρεπαν να τον απολαύσουμε, θεωρώντας τη συναυλία τσιφλίκι τους, με κάποια ψυχικά του ανοίγματα μεταξύ τραγουδιών, ο Ασάφ Αβιντάν έκανε κάθε έναν από τους περίπου 1.500 ανθρώπους (κάπου τόσους τους έβγαλα, ίσως να υπολογίζω λάθος, δεν έχει σημασία) που βρέθηκαν στη συναυλία του.

Μια συναυλία που θα ταξιδέψει στο μέλλον του ανθρώπινου είδους

Το σκηνικό ήταν σαν ένα σαλόνι παλιάς εποχής. Είχε τον καλόγερο, όπου κάποια στιγμή ο Ασάφ κρέμασε το σακάκι του. Είχε ένα πιάνο, είχε κιθάρες, ηλεκτρική και κανονική, είχε μπάσο, είχε φυσαρμόνικα, είχε διάφορα εξαρτήματα ήχου, όπως ένα σχοινί με καμπανάκια ή συσκευή καταγραφής και αναραγωγής του ήχου που έβγαζε εκείνη τη στιγμή. Το τόνισε ο Αβιντάν πως δεν θέλει ούτε playback, ούτε autotune, θέλει όλα να είναι ζωντανα. Είχε ένα τραπεζάκι με ποτά για να σερβίρει τον εαυτό του. Μοιράστηκε κι ένα με μια κοπέλα.

Ήταν μόνος πάνω στη σκηνή κι ένιωθα σα να βλέπω ταινία που έχουν τραβήξει διάφορα πλάνα του σε διαφορετικά σημεία και τα δείχνουν όλα μαζεμένα, για να πιστέψεις πως είναι 4-5 οι Ασάφ Αβιντάν και συνομιλούν μεταξύ τους. Ή σαν να είσαι σε μια συνάντηση στο μυαλό του και να βλέπεις ένα συμβούλιο με διαφορετικούς Ασάφ. Ο λυπημένος, ο διασκεδαστικός, ο αλέγρος, ο διακριτικός, όλα όσα συνθέτουν έναν άνθρωπο, έναν καλλιτέχνη σαν κι αυτόν.

Μόνο αν τον δεις live μπορείς να συνειδητοποιήσεις ότι είναι ένας θησαυρός της παγκόσμιας μουσικής, όχι για αυτό που παράγει τόσο, αλλά κυρίως για την πηγή, την κοιτίδα απ’ όπου προέρχονται όσα παράγει.

Κι όλα αυτά μου φανερώθηκαν χάρη στις διάφορες παραλλαγές φωτός που είχε στα 90 λεπτά που κράτησε η συναυλία. Δημιουργούνταν σχήματα, ακόμα και η αίσθηση του καπνού, όσο ο Αβιντά μας ταξίδευε σε κάποιο σαλούν στην αμερικανική δύση.

Και η κορωνίδα όλων, η φανταστική του φωνή. Αυτή η συναυλία είναι ένα καταπίστευμα για το ανθρώπινο είδος του μέλλοντος, πώς ερωτεύεται, πώς τοποθετεί συναισθήματα σε μελωδίες και στίχους, πώς λέει ιστορίες. Ο Αβιντάν, με αυτή την απίστευτη θεατρικότητα στην κίνηση και στους στίχους του, είναι ένας αφηγητής που μας καθοδηγεί να μην αναζητάμε φταίχτες γύρω μας, αλλά να περιποιηθούμε το μέσα μας απλά με το να το αντικρύσουμε, να περιπλανηθούμε σε αυτό, να το μετρήσουμε, αντί να το αποφεύγουμε.

Μπορεί η συναυλία αυτή να μην είχε τη μεγαλιότητα των Coldplay ή να μην συζητήθηκε όσο η συναυλία των Pulp, αλλά την τοποθετώ στα highlights της φετινής χρονιάς και θα την έχω ως μια πολύ ανεκτίμητη ανάμνηση.