Έχει τραγουδήσει Πουτσίνι, Βέρντι, Μότσαρτ, αλλά και «τα Σχοινιά σου» του Παντελή Παντελίδη. Έχει ορθάνοιχτο το σπίτι και την καρδιά της στους ανθρώπους, αλλά χρειάζεται οπωσδήποτε μερικές ώρες απόλυτης μοναξιάς και ησυχίας. Τα μάτια της αλλάζουν διαθέσεις και μπορεί να κλαίνε αβίαστα κατά την διάρκεια μια απάντησής της. Τα πόδια της, ξυπόλητα, σαν παιδιού, ακουμπούν το ξύλινο πάτωμα, η Ελλάδα την συγκλονίζει με τον τρόπο που συμβαίνει με τους ξενιτεμένους ανθρώπους. Ο λόγος για τη Σόνια Θεοδωρίδου.
Η ίδια, μια καταξιωμένη σοπράνο, έχει τα τρόπαια, τις πληγές της, τις επιτυχίες, τα ζόρια της έκθετα στο φως, με μια αλήθεια που αφοπλίζει, γιατί είναι δυσεύρετη εκεί έξω. Μακριά από σοβαροφάνεια και ακκισμούς, η Σόνια Θεοδωρίδου προσφέρει καφέ και κουλουράκια, κερνά την αυθεντικά μεσογειακή (που θα πει καυτή, παλλόμενη) καρδιά της και απαντά στα πάντα, λίγο πριν ανέβει στην σκηνή του Θεάτρου Βράχων για την πολυαναμενόμενη παράστασή της με τραγούδια «Από την Μεσόγειο ως τα πέρατα του κόσμου».
– Πώς ζει μια τραγουδίστρια της όπερας μια μέρα της μες στον χρόνο;
Μάλλον καμία σχέση με αυτό που νομίζει ο κόσμος. Έξι η ώρα χτυπά το ρολόι. Για μένα, έξι με οκτώ, είναι οι ιερές ώρες της ζωής μου, κατά τις οποίες κάνω γιόγκα και διαλογισμό, ώρες αφοσίωσης και γαλήνης. Οκτώ με δέκα μελετώ-επίσης ιερή ώρα. Μετά τις δέκα, ξεκινά μια τρέλα που σταματά το βράδυ: τηλέφωνα, ραντεβού, πρόβες. Εάν δεν τηρηθεί αυτό το πρωινό πρόγραμμα, αισθάνομαι κάπως άσχημα, σα να πρόδωσα ένα κομμάτι του εαυτού μου. Φυσικά, όλο αυτό που περιέγραψα ισχύει για τα τελευταία χρόνια, κατά τα οποία το παιδί μου έχει μεγαλώσει. Για μένα, σε γενικές γραμμές, μια μέρα χωρίς διάβασμα, γιόγκα, προετοιμασία φαγητού (χωρίς ζώα και επεξεργασμένα) και μουσική είναι μια χαμένη μέρα.
– Και μια νύχτα της; Μια νύχτα σας;
Όταν είμαι ελεύθερη, θεωρώ υπέροχο πράγμα τον ύπνο. Όμως, οι νύχτες είναι γλυκό πράγμα, δεν ένιωσα πολλές φορές μοναξιά στη ζωή μου. Αν υπάρχει κάτι στην τηλεόραση (όχι την ελληνική, συνήθως) που θέλω να το δω, το κάνω και το απολαμβάνω σαν μικρό παιδί, με συνθήκες σχεδόν σινεμά: ησυχίας και μαγείας!
– Τι αγαπάτε πολύ σε αυτόν τον κόσμο;
Κάποτε-και ακόμα, δηλαδή- τα έδινα όλα για τα ταξίδια. Θέλω να παίρνω τον Υπερσιβηρικό, να κάνω τον δρόμο του Μεταξιού ή, ακόμα, τον δρόμο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, με αυτοκίνητο. Την Δύση την έχω εξερευνήσει, έχω ζήσει σε πόλεις εκεί, έχω εργαστεί. Με την Ανατολή δεν είναι το ίδιο. Εκτός από ταξίδια, φτιάχνω κολιέ, ασχολούμαι με την βοτανολογία (την οποία σπούδασα κατά την διάρκεια του covid), φτιάχνω οργανικά λάδια για το πρόσωπο, αγαπώ τις ξένες γλώσσες. Και είμαι κι ερωτευμένη.
– Αισθάνομαι ότι ακόμα και όταν είστε χωρισμένη ή σε διάσταση από κάποιον, πάλι ερωτευμένη είστε.
Είναι μια διαρκής, όμορφη κατάσταση, αλλά όταν λαμβάνει σάρκα και οστά, όταν ένας άνθρωπος γίνεται ο έρωτάς σου τα πράγματα είναι ακόμα καλύτερα. Αυτή την περίοδο είμαι με έναν άνθρωπο. Παντρευόμαστε σε μερικούς μήνες…
– Όταν ένας καλλιτέχνης είναι ερωτευμένος, αυτό είναι μια ευνοϊκή συνθήκη, θα λέγατε, για την τέχνη του, για την δουλειά του;
Ένας καλλιτέχνης με την τέχνη του έχει μια πολύ παράξενη σχέση. Άλλωστε, υπάρχουν στην καλλιτεχνική έκφραση στοιχεία που ανασύρονται από άγνωστους, μέσα τόπους, δεν χρειάζεσαι δηλαδή κατ’ ανάγκην πραγματικά ερεθίσματα. Όταν τυχαίνει να μισώ ή να σκοτώνω κάποιον στην σκηνή, το βρίσκω από κάπου μέσα μου, αν και δεν το γνωρίζω ως Σόνια. Είναι ο πόνος που σε καθοδηγεί τις περισσότερες φορές, είναι η αντίστιξη της δυστυχίας με την ευτυχία. Στην περίπτωσή μου, με επηρεάζει σημαντικά, λοιπόν, όχι ποιος είναι πλάι μου, αλλά πώς είμαι μέσα μου.
– Δεν θυσιάσατε ποτέ τίποτα για κάποιον, δηλαδή; Όχι απαραιτήτως έρωτα…
Τολμώ να πω όχι. Στην ροή του ποταμού που εδώ και χρόνια ρέω, αν βρεθεί ένα ξύλο που κόβει τον δρόμο, πρέπει-με τον έναν ή τον άλλο τρόπο-να παραμερίσει για να συνεχίσω. Και ναι, έχω ζήσει συγκλονιστικούς έρωτας, έχω πέσει πατώματα, αλλά δεν έχω αφεθεί σε καμία συμφορά να μου πάρει την πραγματική μέσα χαρά, την ενέργεια για έκφραση, για δημιουργία, για ουσία. Οι δρόμοι, πάντα, έχουν και επόμενες στροφές και για να τις βρούμε, πρέπει να βρισκόμαστε όρθιοι, στα πόδια μας.
– Ποιο είναι το πιο σημαντικό πράγμα για εσάς σε αυτήν την ζωή;
Το παιδί μου, ως ύπαρξη, να είναι καλά. Και η μουσική. Και πάνω από την μουσική, πάνω απ’ όλα, είναι μια ιδέα, μια φιλοσοφία: ό, τι κάνουμε, να έχει ένα καλό αποτύπωμα για τον άνθρωπο. Να μην αφήνουμε σκουπίδια.
-Έχετε εξομολογημένη την ανάγκη σας για προσφορά και αλληλεγγύη.
Βέβαια. Δεν διστάζω να μιλώ γι’ αυτήν την τάση της ψυχής μου-πάντα, όταν ερωτώμαι, φυσικά. Οι πράξεις πρέπει να υπερτερούν σε σχέση με τα λόγια. Δίνω. Δίνω, γιατί έχω πάρει τα πάντα. Άρα πρέπει να δώσω. Και θέλω να δώσω! Ξεκίνησα από την Βέροια πάμφτωχη. Όταν έφυγα για Κολωνία, δεν είχα ούτε παλτό να φορέσω. Αλλά δεν με καθόρισε μόνο η φτώχεια. Σημασία για εμένα έπαιξαν και σημαντικοί, υπέροχοι άνθρωποι που ήρθαν, σταλμένοι λες, την κατάλληλη στιγμή, εκεί που νόμιζα πως δεν υπάρχει τίποτα και κανείς. Με καθοδήγησαν, άνοιξαν δρόμους, βοήθησαν, με πλημμύρισαν ευγνωμοσύνη. Έχω την ανάγκη να το επιστρέψω όλο αυτό. Να μαγειρέψω, ας πούμε, για μερικούς ανθρώπους μες στην εβδομάδα και να πάω το φαγητό η ίδια. Να κάνω αυτήν την διαδρομή.
– Κανένας άνθρωπος που σκέφτεται όπως εσείς δεν έζησε μια εύκολη, αναίμακτη ζωή. Έχετε πονέσει;
Πολύ. Δεν έχω δυστυχήσει, όμως. Αλλά έχω πονέσει: από θανάτους, από προδοσίες, ψέματα. Α, το ψέμα, πιο πολύ από όλα με πονάει. Το ψέμα μικραίνει τον άνθρωπο, εκείνον τον άνθρωπο που είχες για μεγάλο, τον συρρικνώνει, τον ρίχνει στα μάτια σου. Λίγα δευτερόλεπτα αρκούν για να πέσει κάποιος στα μάτια σου.
– Και η συγχώρεση;
Την πιστεύω πολύ, όλους που με έβλαψαν μέσα μου τους έχω συγχωρέσει. Αλλά, δεν ξεχνώ. Ποτέ. Κι αυτή η μνήμη του κακού, λειτουργεί συχνά ως προστασία, θρέφει το ένστικτο.
– Ο κόσμος μπορεί να λέει διάφορα για την Θεοδωρίδου, πως έχει εκτεθεί, δεν είναι όπως οι άλλες σοπράνο, έχει τραγουδήσει με Ρουβά, έχει πάει στο Στην Υγειά μας…Σας αφορά μια τυχόν αυστηρή κριτική;
Οι περισσότεροι ομότεχνοί μου είναι το θέμα, όχι ο κόσμος. Γιατί εκείνοι είναι που, συνήθως, με απορρίπτουν και απαξιούν. Ο κόσμος που ακούει χαίρεται και εκστασιάζεται. Η καρδιά μου εκεί ανήκει. Και είμαι, νομίζω, ελεύθερη να τραγουδήσω τραγούδια της καρδιάς μου και της πατρίδας μου. Δεν έχω στεγανά, δεν ανήκω πουθενά. Εγώ είμαι τραγουδίστρια.Έχω υπηρετήσει, βέβαια, τον πολύ ιδιαίτερο κόσμο της όπερας, αλλά πάντα-μα πάντα- έλεγα κομμάτια από όλα τα φάσματα.
Δεν έχω καμία αγωνία να το παίξω ντίβα με τον τρόπο που τον εννοούν οι πολλοί. Ντίβα σημαίνει ν’ απλώνεις το χεράκι σου και να βοηθάς. Ως προς την κριτική, παλιότερα, στην κακή κριτική πληγωνόμουν, έλεγα πως αυτά που διάβαζα ή άκουγα, ας πούμε, δεν είναι αλήθεια. Κι ήθελα να αποδείξω, κακώς, πως δεν είμαι ελέφαντας. Άργησα πάρα πολύ να καταλάβω ότι η κριτική είναι, εν μέρει κατευθυνόμενη. Έχουν υπάρξει κριτικοί που δεν ήταν απλώς φίλοι εχθρών μου, ήταν σχεδόν ομοαίματοι. «Έχει ξεπέσει», είχα διαβάσει κάποτε σε μεγάλη εφημερίδα, «η Θεοδωρίδου…»
– Θυμάστε πώς αισθανθήκατε στο ντεμπούτο σας στην όπερα; Τι σας κατέκλυσε, τότε, αλήθεια;
Ιφιγένεια εν Ταύροις, του Γκλουκ. Αυτό ήταν το έργο. Και το παίξαμε σε μια μικρή πόλη της Γερμανίας. Δεν είχα ιδέα τι επίδραση θα είχε επάνω μου όλο αυτό το πράγμα. Θυμάμαι και θα θυμάμαι για πάντα το άνοιγμα της σκηνής, εμένα με την πλάτη γυρισμένη και την αίσθηση μιας ζεστασιάς να με λούζει από πίσω. Ήμουν 26 χρονών και είπα στον εαυτό μου «είμαι σπίτι μου». Μετά, έρχεται το τέλος και το χειροκρότημα. Το πρώτο μεγάλο χειροκρότημα, σαν ξέπλυμα κάτω από έναν μεγάλο καταρράκτη. Ένιωθα ολόκληρη να φέρω την Ελλάδα. Δεν εξέλαβα το χειροκρότημα πως ήταν για μένα, αλλά για την Ιφιγένεια, για την πατρίδα μου.
-Νιώθετε ακόμα έτσι;
Είναι κάπως διαφορετικά. Ας πάρουμε ας πούμε την τελευταία μου παράσταση, στις 29 Μαρτίου, στο Μέγαρο Μουσικής. Έρχομαι και τραγουδώ στην πατρίδα μου, σαν μία που λείπει 40 χρόνια και επιστρέφει με όλο της το φορτίο, πλούτο ή μη, και λέει: «στην αγκαλιά σας γύρισα». Ακόμα κι αν, το ξέρω, όλοι εμείς που έχουμε ζήσει έξω, έχουμε στην καρδιά μας μια Ελλάδα που δεν υπάρχει.
-Κάποια στιγμή, θα σας δούμε και στην Λυρική, εκτός από το Μέγαρο…
Θα γνωρίζετε, βεβαίως, πως το θέμα είναι λήξαν. Τώρα, και να με φώναζαν δεν θα πήγαινα. Δεν έχω τίποτα να προσφέρω σε αυτούς και σε αυτό το περιβάλλον. Δεν χτύπησε, ποτέ, ένα τηλέφωνο πολιτικού στο σπίτι του. Η πολιτική πάντα πατρόναρε και χειριζόταν την τέχνη και τους καλλιτέχνες και πάντα θα το κάνει. Απλώς, δεν πιάνει με όλους και με όλες. Κάποιοι δεν καθόμαστε να μπούμε σε αυτές τις θέσεις. Δεν ανήκουμε πουθενά.
-’Εχετε, δηλαδή, κληθεί να απαντήσετε τι ψηφίζετε; Αν είστε δεξιά, αριστερή; Παίζουν πολύ αυτά και ειδικά στην τέχνη και ειδικότερα στην τέχνη του τραγουδιού, τολμάω να πω.
Έτσι είναι. Και ναι, έχω κληθεί. Αν και από αριστερή οικογένεια, με πατέρα εξόριστο, εγώ είμαι καλλιτέχνης. Και καλλιτέχνης σημαίνει είσαι στο φως. Δεν είμαι χωμένη πουθενά, φορές νιώθω πως είμαι στα αζήτητα γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο.
-Τι θα ακούσουμε απόψε στο Θέατρο Βράχων;
Τραγούδια της ζωής μου, τραγούδια που φέρουν χρώματα και αρώματα που με καθόρισαν, που καθόρισαν βέβαια και γενιές ολόκληρες. Η λατρεμένη Μεσόγειος! Και, φυσικά, σημασία έχει για μένα η συμμετοχή αυτού του ensemble γυναικών που δεν διαβάζουν μουσική, αλλά τραγουδούν φανταστικά. Μην φανταστείτε ότι θα είναι sold out η συναυλία-ίσως κάποια μερίδα κόσμου να νομίζει ότι θα πω άριες, ξέρω κι εγώ; Πάντως, ξέρω πως θα περάσουμε φανταστικά. Εμείς από την σκηνή κι εσείς, οι έστω λίγοι, που θα βρίσκεστε κοντά μας.
-Ποιο είναι το πιο πολύτιμο δώρο που έχετε δεχθεί ποτέ;
Μα τι άλλο, η αγάπη του κόσμου. Και το λέω αλήθεια, χρειάζομαι την αγάπη του κόσμου, την αγάπη γενικώς. Δεν θεωρώ καθόλου δεδομένο ή ασήμαντο να σε σταματά κανείς στον δρόμο και να σου λέει ότι τραγουδάς ωραία, κοιτώντας σε μες στα μάτια. Και δεν μπορώ να μην αναφερθώ στον σύντροφό μου, ότι είμαι δηλαδή με έναν καλό άνθρωπο, που με νοιάζεται. Κι αυτό είναι πολύ σπουδαίο δώρο.
Περισσότερες λεπτομέρειες για την συναυλία εδώ.