Σε λιγότερο από ένα μήνα θα κυκλοφορήσει στις κινηματογραφικές αίθουσες η πολυαναμενόμενη και πολυσυζητημένη ταινία House of Gucci, που πραγματεύεται την αληθινή ιστορία της δολοφονίας του Maurizio Gucci, επιχειρηματία και εγγονού του ιδρυτή του ομώνυμου ιταλικού οίκου από την πρώην σύζυγό του, Patrizia Reggiani. Από τις 24 Νοεμβρίου, η ταινία του Ridley Scott θα μας περιμένει για προβολή στο σινεμά, ωστόσο μέχρι τότε ένα δεύτερο trailer κυκλοφόρησε.

https://www.intronews.gr/7527-2-ana-de-armas-no-time-to-die-diko-tis-franchise

Τιτλοφορείται ως The Gucci family had it all. She wanted more και επικεντρώνεται περισσότερο στη Patrizia Reggiani, την οποία υποδύεται η Lady Gaga. Σε αυτό το trailer παρακολουθούμε στιγμιότυπα από τη γνωριμία της με την διάσημη οικογένεια, σε διακοπές στην ιταλική Ριβιέρα, τον γάμο της με τον Maurizio, τα ταξίδια τους και την υπερπολυτελέστατη ζωή της. Όλα αυτά, μέχρι να έρθει ο χωρισμός και η δολοφονία από επαγγελματία δολοφόνο.

Σημειώνεται πως για πάνω από μία δεκαετία, ο Ridley Scott προσπαθούσε να βγάλει το House of Gucci, σε σενάριο της Andrea Berloff. Στο Hollywood υπήρχαν μάλιστα έντονες φήμες που ήθελαν την Angelina Jolie και τον Leonardo diCaprio να πρωταγωνιστούν. Το 2012 έγινε λόγος πως θα αναλάμβανε η κόρη του, Jordan Scott, με πρωταγωνιστρία την Penelope Cruz. Η ταινία επέστρεψε ξανά το 2016 στο προσκήνιο, που έπεσε στο τραπέζι το όνομα της Margot Robbie.

Η πραγματική ιστορία της Patrizia Reggiani

Patrizia και Maurizio παντρεύονται το 1973, σε ηλικία 24 ετών και οι δύο, και μαζί αποκτούν δύο παιδιά, την Allegra και την Alessandra. Κατά τη διάρκεια του κοινού τους βίου, η Patrizia Reggiani είναι γνωστή σοσιαλίστρια και αγαπά τα ήπια πράγματα στη ζωή, ενώ ο Maurizio Gucci από την άλλη φημίζεται για τις απερίσκεπτες δαπάνες του, που τον οδηγούν τελικά στην πώληση μετοχών (το 1993) της εταιρείας μόδας στην Investcorp, μια εμπορική τράπεζα με έδρα το Μπραχρέιν. Το τέλος της σχέσης τους έρχεται το 1985, όταν εκείνος φεύγει σε επαγγελματικό ταξίδι και δεν επιστρέφει ποτέ. Στην πραγματικότητα, εγκαταλείπει την Reggiani για μια νεότερη γυναίκα. Εκείνος υποβάλλει αίτηση διαζυγίου και ξεκινά μια έντονη διαμάχη μεταξύ τους που τελειώνει το 1991.

Λίγα χρόνια μετά, το 1995, ο 46χρονος κληρονόμος πυροβολείται έξω από το γραφείο του στο Μιλάνο. Αργότερα αποκαλύπτεται ότι η πρώην γυναίκα του κρύβεται πίσω από τη δολοφονία του και το 1997 συλλαμβάνεται. Γίνεται η «Μαύρη Χήρα» για τον ιταλικό Τύπο και η δίκη το αγαπημένο θέαμα για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, με συγκλονιστικές ανατροπές να βρίσκουν το φως της δημοσιότητας, όπως το ποσό 365.000 δολαρίων που δαπάνησε για να οργανώσει τη δολοφονία. Καταδικάζεται σε 29 χρόνια φυλάκιση και απελευθερώνεται το 2014.

Από το 2017, η Patrizia είναι ελεύθερη πολίτης. Το 2014 και για τρία χρόνια στο πλαίσιο του προγράμματος εργασίας των φυλακών δούλευε στο Μιλάνο ως σύμβουλος στην Bozart, έναν μεγάλο οίκο κοσμημάτων. Εκεί την συναντά ένα κανάλι της Ιταλίας και η γυναίκα που υποστήριζε πως είναι αθώα για τη δολοφονία του άντρα της, λέει, 20 χρόνια μετά, ότι προσέλαβε κάποιον άλλον να τον σκοτώσει. Θα το έκανε εκείνη αλλά όπως είπε «η όραση μου δεν είναι τόσο καλή, δεν ήθελα να αστοχήσω»

Η δουλειά της στον οίκο Bozart προχώρησε μετά την απόρριψη της κοινωνικής εργασίας που της είχε προτείνει το 2011 ο δικηγόρος της προκειμένου να εκμεταλλευθεί το πρόγραμμα των φυλακών. «Δεν έχω δουλέψει ποτέ στη ζωή μου και δεν σκοπεύω να ξεκινήσω τώρα», του είπε.

Την ημέρα της αποφυλάκισης, η Patrizia πηγαίνει για ψώνια στη Via Monte Napoleone, τον πιο ακριβό δρόμο του Μιλάνου με πελώρια γυαλιά ηλίου και έναν παπαγάλο στον ώμο. Οι παπαράτσι δεν πίστευαν στα μάτια τους. Η Lady Gucci είχε επιστρέψει…

Στο μεταξύ, οι άνθρωποι από την οικογένεια Gucci δεν ανυπομονούν καθόλου για την τανία. Η Patrizia Gucci, ξαδέρφη του Maurizio, είχε δηλώσει πως «είμαστε πραγματικά απογοητευμένοι. Μιλάω εκ μέρους της οικογένειας. Κλέβουν την ταυτότητα μιας οικογένειας για να βγάλουν κέρδος, για να αυξήσουν το εισόδημα του συστήματος του Hollywood… Η οικογένειά μας έχει ταυτότητα, ιδιωτικότητα. Μπορούμε να μιλήσουμε για τα πάντα. Αλλά υπάρχει ένα όριο».