Υπάρχουν ταινίες που τις βλέπεις γιατί θες να δεις πώς αρχίζουν και πώς καταλήγουν, γιατί θες να σου πουν μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Υπάρχουν και οι ταινίες που τίποτα απ΄αυτά δε σε νοιάζει, που δεν σε παρακινεί κανένας ρασιοναλισμός. Το The French Dispatch είναι αυτό ακριβώς. Δεν υπόσχεται τίποτα που να αφορά κάποια πλοκή. Υπόσχεται όμως πως ο θεατής θα νιώσει γεμάτος. Τι θα είναι αυτό που θα τον γεμίζει, επαφίεται στις βαθύτερες ανάγκες του.
Το The French Dispatch είναι μια από τις δύο ταινίες που περίμενε το σινεφίλ κοινό από πέρσι. Το Dune είναι η έτερη. Και τα δύο είχαν δημιουργήσει προσδοκίες υψηλές, προσδοκίες που άλλες ταινίες θα τις βύθιζαν. Το Dune παρόλο που τα άκουσε τα σκληρά και επικριτικά σχόλια, γι΄αυτό που ήθελε να κάνει, να στρώσει το έδαφος για το δεύτερο μέρος, δεν βυθίστηκε. Τουλάχιστον σε επίπεδο οπτικών εφέ και όλων των τεχνικών χαρακτηριστικών, αλλά και την αποτύπωση των κόσμων με μια κοντινή στο όραμα του δημιουργού προσέγγιση.
Το French Dispatch του Γουές Άντερσον ενδεχομένως να ακούσει ακόμα πιο επικριτικά σχόλια από ανθρώπους που δεν έχουν ιδέα από το modus operandi του σκηνοθέτη, ο οποίος έχει τα δικά του μοτίβα, που τα έχει δείξει και στο παρελθόν, ιδίως στο Grand Budapest Hotel, και τα έβαλε όλα στη νέα ταινία. Και ακόμα περισσότερα.
Αυτό που έχει δημιουργήσει ο Άντερσον είναι μια κινηματογραφική γκαλερί που κάθε λήψη στέλνει ένα μήνυμα. Όχι σώνει και ντε κάτι το βαθυστόχαστο, αλλά ακόμα και τα επιφανειακά αποτελούν σημαντικό τμήμα της ταινίας.
Στο The French Dispatch το υποσυνείδητο δέχεται ένα dropbox εικόνων
Η ιστορία μας μεταφέρει στο Ανουί στη Γαλλία, στα γραφεία της εφημερίδας «The French Dispatch of Liberty, Kansas Evening Sun». Εκδότης και υπεύθυνος ύλης της εφημερίδας που αριθμεί 500.000 συνδρομητές, είναι ο Άρθουρ Χοουιτζέρ (Μπιλ Μάρεϊ). Στο τελευταίο τεύχος της εφημερίδας, λίγο πριν το θάνατο του, θα βρίσκονται 4 άρθρα από τους τεσσέρις αρθρογράφους: Χέρμπσεντ Σαρζεράκ, Τζ. Κ. Μπέρενσεν, Λουσίντα Κρέμεντζ και Ρόουμπακ Ράιτ.
Η ταινία χωρίζεται σε πέντε κεφάλαια. Η αρχή και το τέλος είναι το ένα εξ αυτών, τα 4 άρθρα είναι τα υπόλοιπα. Βλέπουμε την διαδικασία συγγραφής των άρθρων σε κινούμενη εικόνα, με τους συντάκτες των κειμένων να αφηγούνται και να εμφανίζονται στις ιστορίες τους.
Ο Σαρζεράκ περιπλανιέται στο Ανουί, στις γειτονιές που δημιουργούνται οι συνθέσεις ηλικιών και χαρακτήρων, η Μπέρενσεν αφηγείται σε ένα κοινό την υπόθεση του ψυχοπαθή ζωγράφου Μόζες Ροζενθάλερ, η Λουσίντα Κρέμεντζ την αντίσταση των φοιτητών με μια παρτίδα σκάκι και ο Ρόουμπακ Ράιτ την απαγωγή του γιου του αρχηγού της αστυνομίας, με στόχο να δείξει την ικανότητα του να θυμάται επί λέξει κάθε του κείμενο.
Κάθε κεφάλαιο είναι ιλιγγιώδες, περνάνε πολλές λήψεις σε κάθε λεπτό, πολλά πρόσωπα, πολλές εκφράσεις και στάσεις σώματος. Με εξαίρεση ένα τμήμα στην αφήγηση της Μπέρενσεν, στα άλλα 3 κεφάλαια των συντακτών, οι ταχύτητες είναι αγωνιστικού της Formula, με τον Γουές Άντερσον να “μπουκώνει” την κινηματογράφιση, αλλά καθώς αλλοιώνει τον φωτισμό και παίζει με ξεφτισμένες εκδοχές των χρωμάτων, δεν του επιτρέπει να γίνει κουραστικό.
Το The French Dispatch βγάζει από τη φαρέτρα του κάθε κινηματογραφικό εφόδιο και φτάνει να μοιάζει με ταινία 3 ωρών, παρά με ταινία 107′ λεπτών, όσο διαρκεί δηλαδή.
Χαρακτηρίζεται από το φθεγματικό χιούμορ αναπαράστασης του Γουές Άντερσον, εκεί όπου κάθε στοιχείο μόνο του δεν είναι αστείο, αλλά το στήσιμο των χαρακτήρων και η σοβαρότητα μέσα από την οποία λένε τα λόγια τους και ο συνδυασμός της παράδοσης τους στον θεατή, κάνουν το The French Dispatch μια κινηματογραφική γκραβούρα, ένα κωμικό σχέδιο, μια παράσταση παλιάτσου σε ένα υποθετικό παλάτι.
Δεν είναι απλός ο τρόπος του Άντερσον να οικοδομήσει το χιούμορ της κάθε ταινίας του. Και γι΄αυτό απευθύνεται ξανά και ξανά στους ηθοποιούς που εμπιστεύεται. Κάτι που είναι προς τέρψιν των θεατών που στο The French Dispatch έχουν την ευλογία να παρακολουθούν μαζί τους: Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, Τίλντα Σουίντον, Μπιλ Μάρεϊ, Όουεν Γουίλσον, Τζέφρι Ράιτ, Τιμοτέ Σαλαμέ, Ελίζαμπεθ Μος, Λέα Σεϊντού, Μπενίσιο ντελ Τόρο, Άντριεν Μπρόντι, Έντουαρντ Νόρτον, Γουίλεμ Νταφόε, Σίρσα Ρόναν, Χένρι Γουίνκλερ, Κρίστοφερ Βάλτζ, Λιβ Σράιμπερ και Λόις Σμιθ.
Αναμφίβολα, όταν βλέπει κάποιος μια σκηνή όπως αυτή της κεντρικής φωτογραφίας, με 20 άτομα να στέκονται μπροστά σε μια κάμερα, δημιουργείται μια αίσθηση πίεσης, καθώς το μάτι προσπαθεί να απορροφήσει κάθε πίξελ. Γι΄αυτό και δεν είναι εύκολη η θέαση του French Dispatch που συνδυάζει και σκηνές animation μαζί με το live action.
* Το The French Dispatch κυκλοφορεί την Πέμπτη στις αίθουσες από τη Feelgood Entertainment.