Σε όλους εμάς που ζούμε στην από δω μεριά του Ατλαντικού, δη στην Ελλάδα, δηλαδή ακόμα πιο μακριά από το Χόλιγουντ και την αμερικάνικη βιομηχανία, το American Fiction μας προκάλεσε έκπληξη με τις υποψηφιότητες του στα Όσκαρ. Όχι γιατί δεν το αξίζει ως ταινία, αλλά γιατί, αν δεν έχει δώσει κάποιος το παρών σε διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ, αυτή η ταινία θα του ήταν γνωστή μόνο εξ ακοής. Είναι από τις κλασικές ταινίες που κυκλοφορούν στην Ελλάδα πάντα μερικούς μήνες μετά τις ΗΠΑ και συνήθως αφού έχουν ανακοινωθεί οι υποψηφιότητες.
Το American Fiction είναι μια ιστορία εξίσου σουρεαλιστική με το Poor Things, απλά πιο κοντά στην πραγματικότητα, στο τώρα, σε κάτι που συμβαίνει όντως στην Αμερική, στον τομέα της λογοτεχνίας. Ένας μαύρος που γράφει ένα βιβλίο ή ένα σενάριο και θέλει να αφηγηθεί μια ιστορία, δεν επιτρέπεται να αφηγηθεί μια «λευκή» ιστορία, δεν επιτρέπεται να γράφει με καλό λόγο, δεν του επιτρέπεται να καταθέτει την υψηλή του παιδεία. Πρέπει να μιλάει για γκέτο, για όπλα, να εκφράζεται με την παραποίηση της γραμματικής και του συντακτικού που έχουν οι μαύροι και να λέει «you was».
Τι θα δεις στο American Fiction
Έτσι, ο Θελόνιους «Μονκ» Έλισον, ένας ακαδημαϊκός που είναι μέλος και σε μια λογοτεχνική επιτροπή που αποφασίζει για βιβλία που πρέπει να βραβευτούν ή να εκδοθούν, έρχεται αντιμέτωπος με έναν αντιρατσισμό: επειδή είναι μαύρος, δεν μπορεί να γράφει ως προνομιούχος, πρέπει να γράφει ως θύμα, ως υποταγμένος κοινωνικά.
Ο Έλισον βλέπει το βιβλίο του να μη γίνεται ελκυστικό σε εκδοτικούς οίκους και ο ατζέντης του του μεταφέρει το feedback για το ότι πρέπει να γίνει πιο απλός στον λόγο και στις ιστορίες του, εννοώντας, σαφώς, ότι δεν είναι αρκετά…μαύρο. Μάλιστα, σε ένα σεμινάριο όπου μιλάει για το βιβλίο του, δεν πατάει ψυχή. Αντίθετα, σε μια εκδήλωση για ένα βιβλίο με τίτλο We’s Lives in Da Ghetto, της Σιντάρα Γκόλντεν, γίνεται το αδιαχώρητο.
Αφού επιστρέφει για λίγο στο σπίτι της μητέρας του που πάσχει από Αλτσχάιμερ, ευρισκόμενη ακόμα σε αρχικό στάδιο, και μιλάει με την αδερφή του, ο Μονκ θα αναγκαστεί να υποκύψει στην καταπίεση. Ο θάνατος της αδερφής του και οι οικονομικές απαιτήσεις της φροντίδας της μαμάς του, σε συνδυασμό με το ότι το τρίτο παιδί, ο μικρός αδερφός, έχει αποφασίσει να ενδώσει στην τριφυλλότητα της γκέι ζωής και να κάνει σεξ με νεαρούς άντρες, τον οδηγούν στο να γράψει ένα βιβλίο γεμάτο με τα στερεότυπα που αναμένουν από αυτόν.
Έτσι, γράφει το βιβλίο My Pafology, δηλαδή ανορθόγραφη παθολογία, και ξετρελαίνει τους εκδοτικούς. Το βιβλίο γίνεται επιτυχία, δέχεται πρόταση και για να γίνει ταινία κι εκεί, μη θέλοντας πια να συνεχίσει, ενώ γράφει και με ψευδώνυμο για να γλυτώσει τη ντροπή, προτείνει στον εκδοτικό να αλλάξουν τίτλο και να το πουν Fuck’d. Και τους ξετρελαίνει ακόμα περισσότερο. Η αποθέωση βρίσκεται παντού για τον Σταγκ Αρ Λι, δηλαδή τον Μονκ. Μέχρι που έρχεται η στιγμή το βιβλίο να βραβευτεί σε απονομή όπου οι ψήφοι έχουν μπει από την επιτροπή της οποίας είναι μέλος.
Κι ο τρόπος που τελειώνει η ταινία, σε αφήνει λιγάκι σοκαρισμένο, γιατί ενώ βλέπεις όλον τον σουρεαλισμό στη βιομηχανία του θεάματος έναντι των μαύρων, συμβαίνει κάτι που ανατρέπει κάπως τα πράγματα.
Το σενάριο είναι όλα τα λεφτά
Το American Fiction είναι μια σατιρική κριτική για την επιβολή της αμερικανικής κοινωνίας και διανόησης στερεοτύπων εκ του αντιθέτου. Όχι δηλαδή με την ρατσιστική υποτίμηση των μαύρων, αλλά με έναν εξαναγκαστικό οίκτο και με μία «ανθρώπινη» απαγόρευση στην κοινωνική ανέλιξη. Αν είσαι μαύρος στην κουλτούρα του πολιτισμού και του θεάματος, πρέπει να έχεις να αφηγηθείς κινδύνους και όχι ανησυχίες που συναντά κανείς στους προνομιούχους λευκούς. Μπορεί να βγάζεις πολλά λεφτά, αλλά θα σε αντιμετωπίζουν ως έναν «εργάτη».
Το American Fiction είναι από τις πιο ακραιφνείς περιπτώσεις ταινιών που το σενάριο τους είναι το άλφα και το ωμέγα. Αν είναι πολύ καλό, τότε θα είναι κι αυτές, ακόμα κι αν οι ερμηνείες δεν είναι θαυμαστές.
Ο Τζέφρι Ράιτ και ο Στέρλινγκ Κ. Μπράουν που διεκδικούν Όσκαρ Ά και Β’ Ανδρικού, δεν έχουν ερμηνείες που θα μπορούσαν να κοντράρουν τους άλλους 4 στην κατηγορία τους. Σε χρονιές με μεγαλύτερο ανταγωνισμό, δε θα ήταν στην πεντάδα. Βασικά, δεν κατανοώ κιόλας πως θεωρήθηκε η ερμηνεία του Ράιτ καλύτερη από του ΝτιΚάπριο. Εδώ ίσως έχουμε αυτό ακριβώς που σατιρίζει το American Fiction.
Όχι ότι ήταν κακοί ή αδιάφοροι, αλλά δεν ήταν αυτό που λέμε υπερβατικοί. Ήταν πολύ καλοί. Βοηθούμενοι σαφώς από το άψογο σενάριο. Ίσως ακουστεί υπερβολή αλλά με τέτοιο σενάριο, εμένα να έβαζαν να παίξω, θα ήμουν υποφερτός υποκριτικά κι ας μην έχω ιδέα. Γι’ αυτό και θα είναι άδικο να μην πάρει σίγουρα το Όσκαρ Πρωτότυπου Σεναρίου, αφού τα υπόλοιπα που διεκδικεί, δύσκολα θα τα κατακτήσει το American Fiction.
Το American Fiction καταφέρνει να είναι feelgood χάρη στην χιουμοριστικά σκωπτική του διάθεση κι ίσως γι’ αυτό οι ερμηνείες να περνάνε λίγο κάτω από το ραντάρ, να μην προκαλούν αυτό το βαθούλωμα που αφήνουν ερμηνείες όπως του Κόλμαν Ντομίνγκο στο Rustin ή του Μέρφι στο Oppenheimer.
Αυτό το feelgood όμως την κάνει διπλά γοητευτική και γι’ αυτό δε γίνεται να μην τη δεις πριν έρθει η απονομή στις 10 Μαρτίου. Επιπλέον, το American Fiction έχει και Έλληνα συμπαραγωγό, τον Νίκο Καραμίγιο.
Τo American Fiction είναι διαθέσιμο στο Amazon Prime.