Μας αρέσει εμάς στα ψηφιακά μίντια να κάνουμε πομπώδεις δηλώσεις στους τίτλους. Πρωτίστως για τα νούμερα, εν δευτέροις γιατί είμαστε αθεράπευτοι σαλτσάδες, παραμυθάδες, αφηγητές. Κάποιες φορές θα υπάρχει ένα ψήγμα αλήθειας, άλλες θα είναι ένα πείραμα κοροϊδίας του κοινού. Για αυτή την ταινία που θα μιλήσουμε, είμαστε στην πρώτη κατηγορία. Σίγουρα ο τίτλος μας έχει σάλτσα, διότι πρέπει να βγάλουμε το ψωμάκι μας για να το βουτήξουμε σε αυτή τη σάλτσα, αλλά υπάρχει ένα επίπεδο αλήθειας.
Το Arcadia ή Αρκάντια είναι μια ταινία που εμφανίστηκε στο περσινό φεστιβάλ του Βερολίνου, έκανε μια διαδρομή σε διάφορα φεστιβάλ της Ευρώπης, βραβεύτηκε σε κάποια, ιδίως η σκηνοθεσία του Γιώργου Ζώη και πλέον, μέσω της Tanweer, διατίθεται στην κρίση του κοινού, καθώς κυκλοφορεί στις αίθουσες.
Από την ημέρα που την είδα, στην avant premiere στη Στέγη την περασμένη Τετάρτη, προσπαθώ να καταλήξω μέσα μου αν η λέξη «ταινία» είναι αυτή που αρμόζει και δεν έχω πάρει κάποια απάντηση από το μέσα μου. Όχι ότι χρειάζεται να παίρνουμε σε όλα απαντήσεις, κάποιες αναζητήσεις είναι για να μην έχουν ποτέ τέλος και να κινούν τη ζωή μας. Και το Αρκάντια αποτελεί ένα πολύ καλό καύσιμο για να διατηρήσω αέναη μια αναζήτηση, από την άποψη της θεματολογίας και του deliverance από τον σκηνοθέτη, τους ηθοποιούς και κάθε μέρος της παραγωγής που αφήνει ένα κομμάτι στην τελική εικόνα, στην αφήγηση.
Κι είναι, νομίζω, αυτή η ρέουσα κατάσταση στην οποία βρίσκεται η ταινία που αποτελεί το «μειονέκτημά» της σε επίπεδο εισιτηρίων, εισπράξεων. Από την άποψη της ποιότητας και των κινηματογραφικών χαρακτηριστικών, είναι υψηλότατου επιπέδου, πιο πάνω από το Υπάρχω. Όμως, δεν έχει το θέμα της την ίδια δυναμική. Κάπως αυτές οι διαφορετικές υπεροχές θα ήταν ωραίο να συντείνουν σε μια εισπρακτική ανταπόκριση.
Είναι όμως μια πολύ δύσκολη ψυχικά ταινία το Αρκάντια. Καταπιάνεται με το μετά του θανάτου και την διαχείριση της απώλειας από αυτούς που μένουν πίσω και το μυαλό τους, η μνήμη τους, βασανίζει τις ψυχές των νεκρών που διαρηρούνται σε μια μεταιχμιακή φυλακή. Δε μπορούν να αφήσουν πλήρως τα εγκόσμια, μα ούτε και να συμμετέχουν πλήρως σε αυτά. Είναι σαν αυτούς που κάθονται στην όχθη του ποταμού, βρέχουν τα πόδια τους και μετά παρατηρούν το ρεύμα να κινεί τα ψάρια προς μια κατεύθυνση.
Η πλοκή της ταινίας
Στην ταινία βλέπουμε τον Γιάννη και την Κατερίνα, καθώς κατευθύνονται προς ένα αστυνομικό τμήμα για την αναγνώριση ενός πτώματος. Κάτι όμως δεν κολλάει καθόλου στη συμπεριφορά τους. Για ένα μεγάλο κομμάτι της ταινίας, πιστεύω ότι έχει πεθάνει η κόρη τους σε ένα ατύχημα κι ότι υπάρχει ένα μυστήριο γύρω από τον θάνατό της που θα ξετυλιχθεί. Όταν όμως εμφανίζεται από το πουθενά ένας νεαρός στο σπίτι που αποφασίζουν να μείνουν για ένα βράδυ, διότι ήταν το σπίτι που έμεινε τελευταία φορά η νεκρή, ανατρέπεται το προβλέψιμο.
Η Κατερίνα δεν είναι ζωντανή. Είναι νεκρή. Αυτή έχει πεθάνει. Κι ο Γιάννης έχει πάει να αναγνωρίσει το σώμα της και να μείνει στο σπίτι όπου έμεινε πριν πεθάνει, μαζί με έναν άντρα. Και γιατί την βλέπουμε; Θα τον βοηθήσει να βρει το πώς πέθανε και θα οδηγηθούμε, ίσως, σε έναν δολοφόνο; Όχι, ούτε αυτό. Δεν είναι η ταινία ένα whodunnit ή ένα εν γένει αστυνομικό έργο.
Μαζί με την Κατερίνα, εμφανίζονται κι άλλες ανθρώπινες φιγούρες που συμπεριφέρονται περίεργα. Κι ένα σκυλί μαζί τους που είναι μόνιμα στο πλάι του αστυνομικού που ερευνά την υπόθεση, αλλά ο αστυνομικός τα βράδια το ψάχνει με μια σφυρίχτρα.
Κάπου στον Μαραθώνα, εκεί όπου βρίσκεται το ταβερνομπάρ Αρκάντια, είναι η ζώνη ένωσης του ζώντος κόσμου με τον κόσμο των μεταθανάτιων. Απλώς οι ζώντες δεν το γνωρίζουν. Τα βράδια, οι εγκλωβισμένες στο εδώ ψυχές, συγκεντρώνονται εκεί και επιδίδονται σε σεξουαλικές πράξεις. Ιδανικά σεξ. Ο λόγος;
Μετά τον θάνατο, η ψυχή δεν έχει τη μνήμη της, θυμάται αοριστίες. Οτιδήποτε θυμάται, είναι συνδεδεμένο με τη μνήμη του ζώντος πάνω στον οποίο έχει αγκιστρωθεί, του ζώντος που την κρατά εγκλωβισμένη. Γι’ αυτό και δε μπορεί να θυμηθεί πώς πέθανε. Στο Αρκάντια υπάρχουν ψυχές που βρίσκονται για δεκαετίες εγκλωβισμένες και περιμένουν να πεθάνει ο άνθρωπος που τους θυμάται, για να πάνε στην αιωνιότητα. Υποχρεωμένες να βλέπουν τα σκατά αυτού του κόσμου και να ορίζονται από τα όσα θυμάται και γνωρίζει ο ζωντανός.
Η Κατερίνα συναντά την ψυχή του εραστή της καθώς η γυναίκα του και ο Γιάννης συναντιούνται, μα κανείς δεν ξέρει πώς πέθαναν. Πρέπει να κάνουν μεταθανάτιο σεξ για να το θυμηθούν.
Κάτι πέρα από τον απλό και κατανοητό ορισμό «ταινία»
Το Αρκάντια είναι μια εσωτερική αναζήτηση των δημιουργών, μια αναμέτρηση με φιλοσοφικά και υπαρξιακά ζητήματα, που πρέπει ο παραλήπτης να έχει δοκιμαστεί στο να θέτει ερωτήματα στον εαυτό του. Κι αυτό είναι επώδυνη διαδικασία, σα να κοιτάς τον θάνατο κατάματα. Μόλις κάνεις την ερώτηση, η ψυχή τριγυρίζει.
Είναι ένα περπάτημα σε αέρινο σκοτάδι αυτή η ταινία. Δίνει μια πολύ ιδιαίτερη ερμηνεία για το τι συμβαίνει αφού πεθάνουμε. Αν τη δει κάποιος που έχασε πρόσφατα κάποιο σημαντικό άτομο, ίσως παρηγορηθεί γιατί θα νιώσει πως ο νεκρός του θέλει να πάει ήρεμος στο επέκεινα, να μην ανησυχεί για το πόσο βασανίζει η σκέψη του τον ζωντανό.
Και μου αρέσει το πώς αυτή τη στιγμή, όσα γράφω, δεν τα σκέφτηκα, δεν τα πλάναρα. Βγαίνουν μόνα τους καθώς επαναφέρω την ταινία στο κεφάλι μου και την ξαναπαίζω μετά από μερικές ημέρες. Είναι ένα πείραμα και για μένα σε σχέση με τα κείμενα που γράφω για ταινίες την αμέσως επόμενη μέρα ή 2-3 μέρες μετά. Έχουν περάσει 8 μέρες και η ταινία Αρκάντια έχει πάρει αυτόν τον σχηματισμό μέσα μου.
Το Αρκάντια μπορεί να μη δει ούτε τα μισά εισιτήρια του Υπάρχω, αλλά είναι, ίσως, η πιο ενδιαφέρουσα ελληνική ταινία που θα δεις το 2025. Με στοιχεία που θυμίζουν αρκετά τα πρώτα χρόνια του Λάνθιμου, αλλά βλέπεις και την προσωπικότητα του σκηνοθέτη σε αυτή.
Τόσες λέξεις μετά, κι έχω αμελήσει το καστ. Αγγελική Παπούλια και Βαγγέλης Μουρίκης στους δύο κεντρικούς ρόλους, γίνονται φωτογράφοι της κάθε σκηνής, του οραματισμού, της αναζήτησης. Και γύρω τους οι υπόλοιποι ηθοποιοί, ιδίως ο αστυνομικός και 2 πρόσωπα από τους νεκρούς, υψώνουν το νόημα της ταινίας ψηλότερα.
Κι έχει το Αρκάντια μια σκηνή με ένα απόκοσμο τραγούδι που σε διαπερνά, σου προκαλεί ρίγος, νιώθεις σα να βλέπεις τον Αχέροντα και τις ψυχές που βουτάνε. Αλλά και τις ψυχές που βγαίνουν στην επιφάνεια γιατί κάτι τις κρατάει εδώ, κάποια ανολοκλήρωτη υπόθεση.
Δώσε μια ευκαιρία στην ταινία με πλήρη ψυχή, απελευθερωμένος/η από αγκυλώσεις και θα καταλάβεις γιατί έβαλα όλη αυτή τη σάλτσα!