Μία από τις comfort σειρές που παρακολουθώ, η πιο αγαπημένη μου απ’ όλες για την ακρίβεια, είναι το Big Bang Theory. Με ηρεμεί ψυχικά να βλέπω ανθρώπους παθιασμένους με το φανταστικό, να το μοιράζονται αυτό και να μπορούν να βρίσκουν χρόνο για να περνάνε μαζί. Φυσικά αυτή είναι μια αλλοιωμένη πραγματικότητα, στην κανονική ζωή δε συμβαίνει ποτέ κάτι τέτοιο.
Σε κάποια από τα επεισόδια της σειράς, βλέπουμε την αγωνία που έχουν οι 4 πρωταγωνιστές, ο Σέλντον, ο Λέοναρντ, ο Χάουαρντ και ο Ραζ, όταν είναι να κυκλοφορήσει μια ταινία ή τα εισιτήρια της comic con στο Σαν Ντιέγκο. Από τα πιο χαρακτηριστικά επεισόδια είναι η αδημονία τους για την κυκλοφορία του Star Wars: The Force Awakens στην 9η σεζόν, όπου τελικά ο Σέλντον δεν καταφέρνει να πάει γιατί έχει γενέθλια η Έιμι.
Αυτή η αδημονία αποτυπώνει μια ολόκληρη κουλτούρα που έχουν στην Αμερική, ειδικά στην Καλιφόρνια, όπου το μέγεθος του πλήθους που πορώνεται, που κανονίζει τη ζωή του με βάση τα Comic Con και τέτοια blockbusters, είναι μεγάλο και σου μεταδίδουν αυτόν τον ενθουσιασμό.
Στην Ελλάδα υπάρχει, αναλογικά, τέτοιο κοινό, δεν κάνει βέβαια τόσο θόρυβο και δεν είναι τόσο ορατό όσο στην Αμερική, όλοι μας έχουμε υπάρξει βασικά Σέλντον κτλ. για κάποια ταινία στο παρελθόν, ειδικά για Star Wars και Avengers, έχω υπάρξει κι εγώ, αλλά είναι ένα συναίσθημα που έχω καιρό να το ζήσω.
Τώρα, ενδεχομένως να κάνω μια προβολή μιας δικής μου σκέψης σε άλλους ανθρώπους, αλλά πάντα με το να μοιράζεσαι μαθαίνεις αν νιώθεις ορθά ή έχεις παρεξηγήσει/παρανοήσει, το μοιράζομαι με την προοπτική να υπάρξει κι ένα feedback.
Με εξαίρεση το Dune 2, όπου όμως το συναίσθημα δεν ήταν στο πριν, αλλά στο μετά, και ίσως την Barbie, όπου και πάλι ήταν η ίδια η ταινία που καθόρισε το συναίσθημα, δεν θυμάμαι να έχει υπάρξει τα τελευταία 4-5 χρόνια ταινία που να έχει προκαλέσει αυτό που ζουν στο Big Bang Theory.
Να συνεννοηθεί δηλαδή μια παρέα ατόμων, να μπουν να κλείσουν γρήγορα εισιτήρια και να πάνε με μεγάλες προσδοκίες να δουν μια ταινία για την οποία έχουν μπει σε διαδικασία να διαβάσουν κάθε λεπτομέρεια πριν.
Το Avengers: Endgame θεωρώ πως ήταν το φινάλε μιας ολόκληρης εποχής. Είχε μόλις τελειώσει η τριλογία του Έιμπραμς για το Star Wars που επίσης είχε προκαλέσει το ίδιο hype, και το Endgame ερχόταν να ολοκληρώσει τον πιο μυθικό, τον πιο επικό κύκλο ενός κινηματογραφικού σύμπαντος. Θυμάμαι και στο Infinity War και στο Endgame, να συζητάμε 2-3 βδομάδες πριν με φίλους για να κλείσουμε εισιτήρια, να διαφωνούμε για το ποια ώρα είναι καλύτερη, να μην προλαβαίνουμε την πρεμιέρα, να ξενερώνουμε, να πηγαίνουμε 2 μέρες μετά και σε αυτό το διάστημα να έχουμε κλείσει τα social media για να μη φάμε κανένα σπόιλερ.
Ο Τομ Κρουζ ήταν ο μόνος που μας έκανε πραγματικά να το νιώσουμε, έστω και για λίγο
Δε νομίζω πως έχει υπάρξει από τότε, στην Ελλάδα ως επί το πλείστον, ταινία που να έχει προκαλέσει κάτι τέτοιο. Το Avatar 2 σίγουρα δεν το πέτυχε, το Dune 2 σε μικρό βαθμό, η Barbie επίσης. Ακόμα και το Spider-Man: No Way Home, ο λόγος που το προκάλεσε αυτό, ήταν γιατί είχε γίνει ήδη γνωστό πως θα υπάρξει ένωση των τριών Spider-Man. Θα έπρεπε να είχε γίνει κάτι αντίστοιχο στις ταινίες της Marvel που κυκλοφόρησαν μετά το Endgame, στη λογική πως υπήρχε ενδιαφέρον να δούμε οι εναπομείναντες Avengers πώς διαχειρίστηκαν τον θάνατο του Iron-Man, της Black Widow, το τέλος του Captain America, τη μετάβαση σε μια νέα εποχή εν πάση περιπτώσει. Δεν έγινε κάτι τέτοιο.
Νιώθω πως το Endgame άδειασε ό,τι είχε γεμίσει μέσα μας από την δεκαετία που προηγήθηκε και σε συνδυασμό με την τεράστια άνθιση του streaming περιεχομένου, οι άνθρωποι δεν έχουν πια τον ενθουσιασμό του να πάνε σε μια αίθουσα και να ενωθούν με άλλους ανθρώπους. Ξέρουν πως ό,τι δεν το προλάβουν εκεί, θα το δουν κάπου, σε κάποια πλατφόρμα. Δεν υπάρχει αυτή η μεταδοτικότητα του ενθουσιασμού.
Ναι, θα ενθουσιαστώ για μια ταινία, αλλά πια δεν θα μπορώ στη διαδικασία να το μοιραστώ όσο πριν. Θα περιμένω απλά μόνος να την δω. Δεν ξέρω κι αν υπάρχει πια τόσο τεράστια ανάγκη στον κόσμο, όσο έχω εγώ, να πηγαίνει σινεμά. Μέχρι το 2018, το να πάμε σινεμά ήταν σαν ζήτημα επιβίωσης. Αν δεν το βλέπαμε εκεί, μετά μόνη επιλογή τα dvd. Εκεί είναι που άλλαξαν όλα. Ή που τελείωσαν όλα.
Γι’ αυτό και μπορώ να καταλάβω τώρα ακόμα καλύτερα το τι είναι αυτό που δίνει στους σινεφίλ ο Τομ Κρουζ, ειδικά με το Top Gun: Maverick. Ήταν μια σπάνια περίπτωση όπου μια ταινία μπορέσαμε να την αναμένουμε, να την αδημονούμε. Το ίδιο ήλπιζα να γίνει με το Indiana Jones 5 ή με το Mission Impossible 7.
Κάτι τέτοιο έγινε στο εξωτερικό με το Barbenheimer, αλλά ήταν ακριβώς γι’ αυτό, για τη σύγκρουση δύο μεγάλων παραγωγών στο ίδιο διάστημα κυκλοφορίας στις αίθουσες. Κι εκεί, το πράγμα γιγαντώθηκε μετά την πρεμιέρα, όπου ο ενθουσιασμός του κοινού σε άλλες χώρες, έφτασε σε εμάς που είδαμε το Oppenheimer κοντά έναν μήνα αργότερα.
Δεν ξέρω αν έχω μπει σε διαδικασία να νοσταλγώ υπερβολικά ένα παρελθόν για δικούς μου προσωπικούς λόγους και γι’ αυτό δεν βλέπω καθαρά το τώρα ή αν είναι βάσιμα όσα έχω γράψει. Τα πάντα μπορούν να ισχύουν.
Ας πούμε, οι επαναληπτικές προβολές στις αίθουσες της τριλογίας του Lord of the Rings και του Harry Potter, είναι πολύ πιο κοντά σε αυτό που ένιωσα με το Endgame. Ίσως ίδιο ή και περισσότερο, παρόλο που τις έχω δει αμέτρητες φορές.
Είναι όμως πια έντονη η ανάγκη μου να αναβιώσω εκείνες τις ημέρες που περίμενα με την παρέα μου να δούμε το Endgame.
Είναι πάντως αναμφίλεκτο πως το σινεμά, πως το κοινό που βλέπει ταινίες για την ακρίβεια, είναι αλλαγμένο. Έχει πειραχτεί τόσο πολύ από την υπερέκθεση σε σειρές και την ευκολία να δει μια ταινία στο σπίτι του, που χάνει την κινητήριο δύναμη του σινεμά: τον ενθουσιασμό του να βγεις από το σπίτι για να πας σε μια αίθουσα που έχει κάτι αποκλειστικά, κάτι που δεν έχεις σπίτι σου. Ποιο είναι αυτό; Την καινουργίλα μιας ταινίας!