Ταινίες που γίνονται από την A24 και έχουν στη σκηνοθεσία τον Άλεξ Γκάρλαντ θα έχουν πάντα θέση στις προτιμήσεις μου και η ταινία Civil War που κυκλοφόρησε σήμερα στις αίθουσες θα έχει όχι μόνο στη θεωρία, σαν λευκή επιταγή, αλλά θα έχει και γιατί επιβεβαίωσε τις υψηλές προσδοκίες.
Είναι εύκολο για μένα να βρω πολλά σημεία σύνδεσης με την ταινία, ακριβώς επειδή είμαι δημοσιογράφος και βλέπουμε την διαδρομή 4 φωτορεπόρτερ προς την Ουάσινγκτον, για να πάνε στον Λευκό Οίκο και να συναντήσουν τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, σε μια εποχή όπου οι Αμερικάνοι σφάζονται μεταξύ τους, έχουν καταλύσει όλες οι κοινωνίες, οι άνθρωποι έχουν χωριστεί και συναντάς πιο εύκολα πτώματα στον δρόμο παρά αυτοκίνητα που να κινούνται.
Αλλά δε χρειάζεται να είσαι φωτορεπόρτερ ή ρεπόρτερ για να αντιληφθείς τα ηθικά ζητήματα που θέτει ο Εμφύλιος Πόλεμος.
Κατ’ αρχάς, να πω σε αυτό το σημείο πως θεωρώ την έννοια Εμφύλιος Πόλεμος ένα ανθρώπινο κατασκεύασμα που φτιάχτηκε για να διαχωρίζει και κατάφερε να καταστήσει στην πρόσληψη του νου ως κάτι μεγαλύτερο, πιο σημαντικό έναν Εμφύλιο από έναν πόλεμο μεταξύ δύο κρατών. Λες και έχει καμία διαφορά να στρέφεις όπλο κατά του Αμερικάνου αν είσαι Αμερικάνος και το να στρέφεις το όπλο κατά του Μεξικανού.
Κι αυτή η παράλογη διάκριση, αυτός ο διαχωρισμός που επιτείνει τις αποστάσεις των ανθρώπων, ακόμα και στον πόλεμο δηλαδή θέλουμε να είμαστε πιο σημαντικοί αππό τους άλλους, περνάει μέσα από την αφήγηση του Γκάρλαντ και την ερμηνεία των ηθοποιών.
First things first, όμως.
Τι πραγματεύεται η ταινία
Οι ΗΠΑ έχουν επιστρέψει σε εποχές 19ου αιώνα, στον Πόλεμο των Ρόδων, απλά αυτή τη φορά δεν έχουν χωριστεί σε Νότιους και Βόρειους. Αυτή τη φορά είναι η κυβέρνηση απέναντι στις αποσχιστικές Δυτικές Δυνάμεις που επελαύνουν με στόχο να ρίξουν τον Πρόεδρο. Όχι απλώς να τον ρίξουν από την θέση, αλλά να του ρίξουν και να τον σκοτώσουν.
Για περίπου 14 μήνες μαίνεται αυτή η κατάσταση, η κατάλυση του κοινωνικού ιστού, και οι μόνοι που μπορούν να νιώθουν ασφαλείς είναι…οι δημοσιογράφοι-φωτογράφοι. Ο λόγος προφανής.
Κάθε ένας που συμμετέχει στο γράψιμο μιας νέας σελίδας στην Ιστορία, θέλει να έχει και κάποιον να καταγράψει τα ανδραγαθήματά του για να τα αφηγηθεί στους ανθρώπους στην επόμενη μέρα. Οπότε, την ώρα που άλλοι τρώνε σφαίρες και πεθαίνουν, οι δημοσιογράφοι είναι σαν τους θεούς που κοιτάζουν από ψηλά την αιματοχυσία.
Μόνο που δεν την κοιτάζουν από ψηλά, αλλά από τα δύο μέτρα. Και δεν έχουν δικαίωμα να παρέμβουν αν θέλουν να ζήσουν. Αν είσαι φωτογράφος ή δημοσιογράφος, έχεις πάσο για να ζήσεις. Αν όμως παραβείς αυτή τη συνθήκη και προσπαθήσεις να σώσεις κάποιον, τότε…πέθανες.
Μια από τις καλύτερες φωτορεπόρτερ των ΗΠΑ, η Λι Σμιθ, έχει βρεθεί σε πολλές εμπόλεμες ζώνες. Έχει δει άνθρωπο να λούζεται με πετρέλαιο και να του πετάνει σπίρτο και να καίγεται και το μόνο που μπορεί να κάνει, είναι να τον φωτογραφίσει. Να τον δει να πεθαίνει χωρίς να έχει δικαίωμα να προσπαθήσει να τον σώσει, αν θέλει να ζήσει. Μπορεί μόνο να συντηρήσει την ανάμνηση της ζωής του νεκρού.
Μαζί με τον Τζόελ, έναν δημοσιογράφο, θα ξεκινήσουν ένα οδικό ταξίδι 1.500 χιλιομέτρων περίπου, προς τον Λευκό Οίκο, με στόχο να πάρουν την πρώτη συνέντευξη του Προέδρου των ΗΠΑ σε αυτό το διάστημα του Εμφυλίου. Μαζί τους σε αυτό το ταξίδι θα βρεθεί και ο βετεράνος Σάμι, αλλά και η πιτσιρίκα Τζέσι, που είναι νέα στο φωτορεπορτάζ. Μάλιστα, η Λι σώζει από μια έκρηξη την Τζέσι και έτσι γνωρίζονται.
Στη διαδρομή τους θα βρεθούν πολλές φορές μπροστά στον κίνδυνο, σε σφαίρες, σε όπλα, θα σταματήσουν για να φωτογραφίσουν οδομαχίες, θα καταδείξουν με κάθε τρόπο πως από ένα σημείο και μετά γίνεται ασθένεια, νιώθεις τον πυρετό του πολέμου. Ενώ έχουν έναν ξεκάθαρο στόχο, να προλάβουν τον Πρόεδρο πριν τον σκοτώσουν οι αντιστασιακές δυνάμεις, σταματούν 2-3 φορές για να φωτογραφίσουν ανταλλαγή πυρομαχικών ανάμεσα σε στρατιώτες και αντιστασιακούς.
Κι όταν φτάνουν στον προορισμό τους, θα έρθουν αντιμέτωποι με την αλλοίωση της ανθρώπινης φύσης. Ή μήπως με την επαναφορά μιας παλαιότερης.
Ένας Εμφύλιος Πόλεμος μέσα στην ανθρώπινη φύση
Αυτό που κάνει αυτή η ταινία στο μυαλό, οι σκέψεις που παράγει, τα νοήματα που δίνει, είναι τρομερό. Αναρωτιέσαι: ο άνθρωπος έχει την ειρήνη στο αίμα του, έχει την κατανόηση, έχει την αλληλεγγύη και τη βοήθεια ή μήπως καταπιέζουμε τον πρωτογονισμό μας και η βιαιότητα είναι το επικρατέστερο σημείο, ώστε όταν μας δίνεται η δικαιολογία της «άμυνας» και της «επιβίωσης» την βγάζουμε σε απεχθέστερο βαθμό;
Η Ιστορία, αλλά και το παρόν μας, αυτό μας δείχνουν. Όσα συμβαίνουν στη Γάζα ή στην Ουκρανία ή κάπου αλλού στον κόσμο, αυτό δείχνουν.
Μετά, έρχεται το πιο προσωπικό. Τι θα κάναμε αν στεκόμασταν μπροστά σε έναν άνθρωπο που κείτεται στο έδαφος και από πάνω του τον σημαδεύουν 3 πολυβόλα; Όποιος κι αν είναι αυτός. Οι πρωταγωνιστές είναι δημοσιογράφοι και φωτορεπόρτερ, κάποιες φορές μοιάζουν να μπορούν να διατάξουν, να σταματήσουν. Όμως δεν το κάνουν, δεν παρεμβαίνουν στην ωμή βία.
Σε μια σκηνή, τρεις βενζινάδες έχουν κρεμάσει δυο τύπους και τα αίματά τους τρέχουν. Τους έχουν μέρες χωρίς φαγητό και νερό και τους βλέπουν να σαπίζουν και να πεθαίνουν ενώ ακόμα ζουν. Κι ο ένας ρωτάει τη νεαρή φωτορεπόρτερ τι να κάνει: να τους σκοτώσει για να τελειώσει το μαρτύριό τους ή να συνεχίζει να τους κοιτάζει; Πώς να πάρεις εσύ τέτοια απόφαση;
Πέρα από τα ζητήματα ηθικής, υπάρχει και μια πλοκή, μια αφήγηση, μια σκηνοθεσία. Στην ταινία μου αρέσει αυτή η μετάβαση από το ευχάριστο στο σοκαριστικό ή και η μετατροπή του σοκαριστικού σε μια περιπέτεια, σε μια αδρεναλίνη που την γουστάρουν.
Βλέπουμε σε μια σκηνή να ακολουθεί ένα αμάξι σε έναν επαρχιακό δρόμο το αμάξι της τετράδας, αποδεικνύεται πως είναι γνωστοί τους φωτορεπόρτερ που τους ακολουθούσαν, για μερικά λεπτά το ρίχνουν στην πλάκα και ξεφεύγουν από την σκέψη της αιματοχυσίας, ο ένας πηδάει από το ένα αμάξι στο άλλο εν κινήσει, το ίδιο κάνει και η νεαρή φωτορεπόρτερ. Λίγα λεπτά μετά, δύο είναι νεκροί και ο βετεράνος σώζει τελευταία στιγμή την πρωταγωνιστική τριάδα. Όχι όμως και τον εαυτό του.
Και μετά από αυτή τη σκηνή…χάος! Για περίπου 30-35 λεπτά, η ένταση στην ταινία είναι στο τέρμα, η αίθουσα σείεται από τους πυροβολισμούς, τα τανκς, την βοή του πολέμου κι εσύ ως θεατής κρατιέσαι από την καρέκλα σου και προσπαθείς να ισορροπήσεις τον ρυθμό της καρδιάς σου, αλλά οι χτύποι σου έχουν αυξηθεί.
Βιώνεις αυτή την εσωτερική σύγκρουση ανάμεσα στην αγωνία για το παρόν, για αυτό που διαδραματίζεται στην σκηνή, και στην αναρώτηση του πώς έφτασαν τα πράγματα σε αυτό το σημείο και του πώς το να είσαι φωτορεπόρτερ είναι το διαβατήριο ζωής σε έναν πόλεμο.
Σκεφτείτε, η ταινία δεν εξηγεί ποτέ τα κίνητρα για αυτόν τον Εμφύλιο Πόλεμο, αλλά καταφέρνει να σε κάνει να μην ασχοληθείς καν με αυτό, να μην πεις «οκ, γιατί έγινε αυτό όμως;». Η οπτική μέσα από την οποία αφηγείται, αφήνει στην άκρη αυτή την απορία.
Το μόνο που κάπως δε μου άρεσε στην ταινία, είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζεται ο θάνατος της Λι. Σαν να μην ήταν πρωταγωνίστρια της ιστορίας, σαν να μην ήταν το αντικείμενο θαυμασμού για την Τζέσι. Κι ενώ η Τζέσι είναι η αιτία που έφαγε τις σφαίρες, ο Τζόελ τη σηκώνει και πάνε στην αίθουσα του Προέδρου, σαν να μην υπήρξε ποτέ η Τζέσι.
Κατανοώ όλη την λογική πίσω από αυτό, ότι στην πραγματικότητα όντως, μετά από τόση συνήθεια στην απώλεια, απλά κοιτάς τον νεκρό και προχωράς, αλλά θα ήθελα λίγο παραπάνω συναίσθημα για την Λι, οι επιλογές της οποίας διαμορφώνουν και όλη την πορεία στην ταινία.
Είναι όμως κάτι προσωπικό σαν απαιτούμενο, καθαρά υποκειμενική προτίμηση. Η ταινία Εμφύλιος Πόλεμος είναι τελικά πολλά περισσότερα από αυτό που λέει ο τίτλος και είναι πολύ ευχάριστο ότι ανταποκρίθηκε σε αυτό που φαινόταν να είναι, χωρίς να είναι αυτό που φαινόταν. Οξύμωρη φράση, αλλά αν δείτε την ταινία, θα καταλάβετε τι εννοώ.
* Η ταινία Εμφύλιος Πόλεμος κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Tanweer Greece