Ήταν γύρω στο 2005 όταν με μία παρέα στο Γαλάτσι, σε ένα σπίτι, κάποιος από την παρέα πρότεινε να δούμε μία βιντεοταινία (είχαμε ακόμη βίντεο εκείνη την εποχή) το Τσίου… Ο τίτλος μας έκανε όλους να χαμογελάσουμε και η προβολή ξεκίνησε…

Περάσαμε υπέροχα εκείνο το βράδυ βλέποντας σε κάποια σημεία ένα κομμάτι του εαυτού μας, άλλωστε και ο ίδιος ο Τσίου το λέει: «Δεν είμαι ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου, σαν και εσένα είμαι και εγώ».

Τότε ήμασταν νέοι και ενθουσιαστήκαμε με τον Τσίου του Μάκη Παπαδημητράτου, πλέον έχει μία νοσταλγική απόχρωση, αλλά ακόμη γελάμε με τις ίδιες ατάκες και όλη αυτή την ειρωνεία (παρεξήγηση) πάνω στην οποία βασίζεται όλο το στόρι.

Την ίδια στιγμή οι χαρακτήρες εκείνη τη μακρινή εποχή του 2005, χρονιά που κυκλοφόρησε η ταινία, εποχή των παχιών αγελάδων, όπως τη λέμε όσοι τη ζήσαμε, τα πρόσωπα αυτά ήταν γνώριμα -εκτός από τα βαριά ναρκωτικά που κυκλοφορούν περιμετρικά των ηρώων- οι ανθρωπότυποι ήταν mainstream.

Τα αγόρια που προσπαθούσαν να κερδίσουν ένα κορίτσι, ναι φλερτάραμε με όλους τους τρόπους -κάπως αδίστακτα κάποιες στιγμές- κορίτσια που ήθελαν το «κοκό» τους (όπως αυτό μπορεί να μεταφραστεί), έρωτες πλατωνικοί, άνθρωποι του υπόκοσμου, μορφές που δημιουργούσαν ένα μύθο γύρω τους, ταξίδια τα καλοκαίρια στη Μύκονο και την Πάρο, κλάμπινγκ ατελείωτο, σπίτια με μεγάλες παρέες λιώμα από διάφορα…

Σαν ένα ολοήμερο πάρτι που μας ενδιέφερε η καλοπέραση με όποιον τρόπο θεωρούσε κάποιος ότι καλοπερνούσε, αποδοχή από τους γύρω, αυτό που σήμερα κάποιοι ονομάζουν συμπεριληπτικότητα, και φυσικά έρωτες, ψεύτικοι, αληθινοί ή απλώς κολλήματα, γενικότερα συναισθήματα διαφόρων ειδών.

Εκεί τότε αναγνωρίζαμε τον εαυτό μας, μιας και όλοι οι νέοι εκείνης της εποχής παρότι αποκτούσαμε εμπειρίες ακόμη και παράδοξες, είχαμε όνειρα.

Και εδώ έρχεται η νοσταλγία όταν ξαναβλέπουμε το Τσίου, ίσως από ψυχαναγκασμό αν βρισκόμαστε τον 15αύγουστο στην Αθήνα -είναι μία παρέα όπως και να το κάνεις, δεν νιώθεις μόνος- αλλά και αν ανοίξεις το Ertflix και το βρεις μπροστά σου, ναι θα το δεις…

«Δεκαπενταύγουστο στην Αθήνα μένουν μόνο οι μπατήρηδες και όσοι δεν έχουν κόσμο για να πάνε έξω. Εκείνος ο Δεκαπενταύγουστος ήταν πολύ δύσκολος. Φράγκα δεν υπήρχανε, δηλαδή ίσα-ίσα το πιώμα… Εκείνη τη μέρα θυμάμαι, όλος ο κόσμος που είχε μείνει στην Αθήνα ήταν πολύ τρελαμένος…».

Σκέφτεσαι αντικρίζοντας όλη αυτή την παιδική αφέλεια -και δεν αναφέρομαι στα ναρκωτικά, αλλά στους χαρακτήρες και όσα βιώνουν μέσα τους και στο περιβάλλον τους- τα πάρτι που αποτελούσαν γεγονός, τους έρωτες που αποτελούσαν το κέντρο της ύπαρξής μας στη νεότητά μας και ξαφνικά προσγειώνεσαι στο σήμερα που δεν έχει ίχνος αυτής της ανεμελιάς, ακόμη και στις νεότερες γενιές και αναρωτιέσαι «πού πήγαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Εμείς; Οι παρέες μας;».

«Πού πήγαν τελικά τα όνειρά μας; Η ανεμελιά μας;»…

Χάθηκαν τελικά όχι στην σκόνη -κάποιοι χάθηκαν και εκεί βέβαια- ή στην οικονομική κρίση, που αφαίρεσε την αθωότητα, την ανεμελιά και τους έρωτες και έναν τρόπο ζωής που περιείχε και τη διασκέδαση -τότε τα μαγαζιά ήταν γεμάτα καθημερινά- και μία θλίψη πλανάται στην πόλη… Μία πόλη που ξαφνικά κοιμήθηκε και οι δρόμοι αδειάζουν από τις δέκα το βράδυ…

Και μιας και μιλάμε για δρόμους… Ο Τσίου μας δείχνει και μία εικόνα της πόλης… Κάποιοι τη λένε μία άσχημη πόλη, όμως αν σκεφτείς τη ζωντάνια που τη χαρακτήριζε εκείνη την εποχή, ήταν όμορφη… Ο Τσίου κινείται στον Άγιο Παντελεήμονα, στην Ομόνοια, στα Πατήσια, στους Αμπελόκηπους, στα Εξάρχεια, στο Κολωνάκι, στα Σεπόλια…

Και φυσικά η Τζένη το κοκάκι (εκπληκτική η Τζένη Θεωνά στο ρόλο) που μιλάει στο τηλέφωνο με Μύκονο και χαϊλίκι (επιτρέπεται η ορολογία της εποχής όταν αναφερόμαστε στον Τσίου) και η αχτύπητη ατάκα της στον Γιάννη: «Κοίτα να βρεις κόκα και αυτοκίνητα έχει όλη η Αθήνα». 

Για την ιστορία να πούμε ότι η ταινία είχε πολύ χαμηλό μπάτζετ, αντιστρόφως ανάλογο της επιτυχίας της, βραβεύτηκε με το βραβείο FIRPESCI για την καλύτερη ελληνική ταινία του Φεστιβάλ και στα Κρατικά βραβεία κέρδισε ακόμα δύο σημαντικές διακρίσεις: το βραβείο καλύτερου σεναρίου και πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη, ενώ πέρυσι έγινε και θεατρικό έργο.

Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους βλέπουμε τους: Αλέξανδρος Παρίσης, Μάκης Παπαδημητράτος, Αναστάσης Κολοβός, Τζένη Θεωνά, Ερρίκος Λίτσης, Καλλιόπη Τζερμάνη, Μάκης Αρβανιτάκης, Γιάννης Μητάς, Νικήτας Παπαδόπουλος, Βασιλική Κυπραίου, Στράτος Σωπύλης, Χρήστος Νταρακτσής, Φωτεινή Καρδάκου, Πέτρος Γιωρκάτζης, Μαξ, Γιώργος Ευθυμίου, Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, Αμυ Πασσά, Δημήτρης Παπαδόπουλος, Φίλιππος Νέζερ, Μίλτος Ντζούνης, Στέλλα Πεφάνη, Ιφιγένεια Τζιμούλη, Ρεγγίνα Μανδηλάρη, Παναγιώτης Παπαδημητράτος, Θοδωρής Σκυφτούλης, Θόδωρος Κανδηλιώτης, Ευριπίδης Δίκαιος, Μελίνα Αρβανιτάκη, Δημήτρης Κοράλης.

Και η υπόθεση…

Αθήνα, Δεκαπενταύγουστος 2005. Μέσα σ’ ένα απόγευμα, γνωρίζουμε μερικούς ανθρώπους που το μόνο τους πρόβλημα είναι η αναζήτηση ουσιών. Παράνομων ουσιών. Λόγω της ημέρας, υπάρχει έλλειψη. Ο Τσίου, πρωταγωνιστής της ιστορίας, είναι ηρωινομανής.

Ψάχνοντας να βρει ηρωίνη, μπλέκει, μέσω της αδελφής του Στέλλας και του μαφιόζου άντρα της, Στέλιου, αρκετούς ανθρώπους. Άλλοι τους κοκαϊνομανείς, όπως ο Νώντας και ο Γιάννης που διεκδικούν την Τζένη, και άλλοι που δεν έχουν σχέση με ουσίες όπως ο Τάκος, ο Νικήτας και ο Μπιλ, και που απλώς δουλεύουν για τον μαφιόζο και πρέπει να βρουν ηρωίνη επειδή έτσι τους διέταξε.

Ο Τάκος πιέζει τον Νώντα να του βρει, κι ο Νώντας βάζει τον Τσίου να βρει, χωρίς να ξέρει ότι ο τελικός αποδέκτης θα είναι ο ίδιος ο Τσίου. Τα πράγματα μπερδεύονται αρκετά, και η περιπλάνηση στο κέντρο της Αθήνας συνεχίζεται για την πολυπόθητη δόση.

Όσο για μένα που τα γράφω όλα αυτά; Είμαι καταδικασμένη κάθε Δεκαπενταύγουστο να βλέπω τον Τσίου, ίσως γιατί νιώθω ότι κάποιος άλλος περνάει εκείνη τη μέρα χειρότερα από μένα σε μία έρημη πόλη…