Ένα βαρετό βράδυ, που δεν ήξερα πώς να πνίξω την πλήξη μου, έπεσα στο Ertflix πάνω σε αυτή την ταινία και ξαφνικά το βράδυ μου απέκτησε ενδιαφέρον.
Ξέρεις πού βρίσκεται το τρίγωνο της θλίψης; Στο σημείο ανάμεσα στα φρύδια όπου συναντιούνται με το επάνω μέρος της μύτης μας, εκεί που όταν νιώθουμε σφιγμένοι ή στενοχωρημένοι σχηματίζονται δύο βαθιές χαρακιές ή καμία φορά και πιο αχνές που μαρτυρούν τα εσώτερα συναισθήματά μας.
Αυτό δεν το νιώθουν -έστω όχι συνειδητά- οι πρωταγωνιστές της ταινίας «Το Τρίγωνο της Θλίψης» που προβάλλεται στο Ertflix, καθώς ζουν μία ζωή πάνω από το μέσο όρο σε ακριβά ξενοδοχεία, σε γιοτ και σε επιδείξεις μόδας όπου το φαίνεσθαι υπερτερεί του είστε και οι άνθρωποι με κάποιο τρόπο παραμορφώνονται σε άψυχα αντικείμενα χωρίς ουσιαστικό νόημα και σκοπό.
Η εποχή της εικόνας και της κενότητας αποτυπώνεται από το φακό του Ruben Östlund σε μία ταινία που το 2023 ήταν υποψήφια για Όσκαρ, αλλά είχε την ατυχία να πέσει πάνω σε ένα φανταστικό -για τους κριτές των Όσκαρ Everything everywhere all at once (για μένα υπήρξε πολύ βαρετή ταινία δεν την είδα ποτέ μέχρι το τέλος, τεσπά γούστα είναι αυτά).
Πάμε τώρα στο Τρίγωνο της Θλίψης που με κάποιο τρόπο είναι μία σπονδυλωτή ταινία, με θεατρικούς όρους: πράξη πρώτη, πράξη δεύτερη, πράξη τρίτη.
Σε όλο το έργο γίνεται στο παρασκήνιο μία αναφορά στα επτά θανάσιμα αμαρτήματα: οκνηρία, αλαζονεία, λαιμαργία, λαγνεία, απληστία, οργή, ζηλοφθονία που περιφέρονται ως αίσθηση και ως μοίρα των ηρώων.
Πρόκειται για μία ελαφριά σάτιρα που στιγμές στιγμές δεν ξέρεις αν πρέπει να γελάσεις με την ηλιθιότητα ή να κλάψεις για την κατάντια. Οι συμβολισμοί είναι ισχυροί, η πλοκή έχει ενδιαφέρον, οι χαρακτήρες ωστόσο ελαφρώς κενοί και φλατ, πιστεύω όμως ότι επίτηδες κινούνται σε αυτά τα επίπεδα για να τονίσουν την κενότητα που βιώνουν, όπου μόνο το χρήμα αφορά και τίποτα άλλο ουσιαστικότερο.
Με επίκεντρο χαλαρά εγωκεντρικά σούπερ μόντελ Καρλ (Χάρις Ντίκενσον) και Γιάγια (Σάρλμπι Ντιν), ο Östlund ξεναγεί τον θεατή σε μία κρουαζιέρα με ένα υπερπολυτελές γιοτ που όλα όμως δεν λειτουργούν σωστά: από τον καπετάνιο που μπεκροπίνει στην καμπίνα του μέχρι το πλήρωμα που ζει σε μία άλλη διάσταση μεταμορφωμένο κυριολεκτικά σε ρες και τους επιβάτες που επίσης ζουν σε ένα εφιαλτικό όνειρο.
Το παιχνίδι της εξουσίας και της υποταγής είναι σταθερό σε όλες τις σχέσεις, από τους στερεοτυπικούς ρόλους της γυναίκας και του άνδρα σε μία σχέση, τις σχέσεις με κοινωνικό στάτους μεταξύ των επιβατών, την σχέση εξουσία των επιβατών απέναντι στο πλήρωμα.
Οι πρώτες σκηνές ελαφρώς πλατειάζουν αλλά τις βλέπεις ευχάριστα και μετά έρχεται η κρουαζιέρα. Εδώ δύο σκηνές κλέβουν την παράσταση, με πρωταγωνιστή τον μπεκρή καπετάνιο και οι δύο. Η μία η έντονη ναυτία που νιώθουν όλοι οι επιβάτες που μετά ένα γεύμα με περίεργα φαγητά καταλήγει σε μία απίστευτη κρίση ξεράσματος, όλοι ξερνούν παντού (θα έλεγα ότι αυτή η σκηνή είναι μνεία στο αλήστου μνήμης Μεγάλο Φαγοπότι του Μάρκο Φερέρι, με διαφορετικούς άξονες βέβαια).
Οι «βρώμικοι» πλούσιοι καλεσμένοι γίνονται κυριολεκτικά βρώμικοι κυλιόμενοι και πλατσουρίζοντας μέσα στον χρυσό εμετό τους…
Η δεύτερη το φραστικό πινγκ πονγκ εν μέσω απίστευτης μέθης και με ακροατές όλο το ανθρώπινο δυναμικό του γιοτ, ανάμεσα στο «κομμουνιστή» καπετάνιο (τον οποίο υποδύεται ο Γούντι Χάρελσον) και τον καπιταλιστή Ρώσο επιβάτη του πλοίου (Ζλάτκο Μπούριτς).
Οι δυο τους έχουν μία στιχομυθία με πολιτικό χαρακτήρα χρησιμοποιώντας στερεοτυπικές φράσεις του καπιταλισμού και του κομουνιστικού συστήματος. Εδώ χτίζεται ο πολιτικός χαρακτήρας της ταινίας, γιατί ναι είναι πολιτική ταινία και εκφράζει πολιτική θέση.
Θα σταθώ λίγο στον Χάρελσον που είναι ένας ηθοποιός ο οποίος πάντα ερμηνεύει challenging μορφές και εδώ δίνει την καλύτερη ερμηνεία της ταινίας.

Κάθε ίχνος δυναμικού που χτίστηκε κατά τη διάρκεια της πρώτης μιάμισης ώρας της ταινίας κλάπηκε μαζί με το γιοτ στην τελευταία πράξη. Τα μοντέλα βρίσκονται εγκλωβισμένα σε ένα νησί που μοιάζει με έρημο, αφού οι περισσότεροι από τους καλεσμένους και το πλήρωμα σκοτώνονται από πειρατές που καταλαμβάνουν το γιοτ.
Αυτοί οι επιζώντες καθοδηγούνται από την Αμπιγκέιλ (Dolly De Leon), μια καμαριέρα του σκάφους, η οποία είναι η μόνη κάτοχος οποιωνδήποτε δεξιοτήτων επιβίωσης από τους υπόλοιπους καλεσμένους στο νησί.
Και αφού αυτή κρατάει το κλειδί της επιβίωσης, παίρνει και την εξουσία. Προσλαμβάνει τον Καρλ ως ένα είδος σεξουαλικού συμπαίκτη με αντάλλαγμα μπρεζέλ, κάτι που είχε προοπτική ενδιαφέροντος, αλλά παραμένει, όπως και οι περισσότερες άλλες πτυχές της τρίτης πράξης, ελαφρώς άστοχο.
Ο χαρακτήρας του Ντε Λεόν είναι μια βιαστική προσθήκη της τελευταίας στιγμής για να ανεβάσει την πιθανή «αστεία» αξία της ταινίας.
Η γελοία ιδέα της τρίτης πράξης να επικεντρώνεται γύρω από έναν χαρακτήρα που εισάγεται στα δύο τρίτα της ταινίας γίνεται ακόμα πιο παράλογη από το τέλος της ταινίας, το οποίο αποδεικνύει με το παραπάνω ότι μερικές φορές ένα διφορούμενο τέλος δεν είναι έντεχνο, αλλά απλώς βαρέθηκε κάποιος να το δουλέψει περισσότερο.
Συνολικά, η ταινία διαθέτει κάποιες καλές μεταφορές και σχόλια, παρά τους αδύναμους χαρακτήρες και η σκέψη που υπήρχε, μπερδεύτηκε από την ακατανόητη ανάγκη του Östlund να συμπεριλάβει μια κριτική για κάθε κοινωνικό ζήτημα, αντί να διαλέξει ένα και να μείνει σε αυτό.
Η όμορφη κινηματογράφηση, τα κάδρα που παίζουν υπέροχα εικαστικά, τα χρώματα και οι φωτισμοί, η γκαρνταρόμπα και το διασκεδαστικό ευρωπαϊκό soundtrack σαφώς λειτουργούν υπέρ της ταινίας. Είναι σίγουρα μια διασκεδαστική ταινία και θα μείνει στο Ertflix έως τις 10 Μαρτίου…