Από όταν ήμουν μικρός, είχα μάθει ότι η «μονάδα μέτρησης» ήταν το Μπεν Χουρ. Όχι μόνο για μια ταινία, αλλά για οτιδήποτε θύμιζε «υπερπαραγωγή» ή κράταγε πάρα πολύ ώρα. Αργούσε η καλή σου να ετοιμαστεί; Αργούσε το φαγητό να γίνει; Ήταν πολύ φορτωμένο το πρόγραμμα; Κράταγε ατέλειωτες ώρες ένα event ή μια εκδήλωση; «Πω πωωω, Μπεν Χουρ έγινε». Πολύ απλά διότι η συγκεκριμένη ταινία, για την εποχή της, θεωρήθηκε υπερβολικά μεγάλη και «αντι-εμπορική». Ο λόγος;
Όταν μια ταινία διαρκούσε δυόμιση ή τρεις ώρες, σήμαινε ότι οι κινηματογραφικές αίθουσες προλάβαιναν να την προβάλουν λιγότερες φορές μέσα στη μέρα. Άρα, λιγότερος κόσμος και λιγότερα εισιτήρια.
«H ταινία “πεθαίνει” στα διαλείμματα»
Υπάρχουν πλέον και άλλα «θεματάκια» με μια ταινία που διαρκεί «μια αιωνιότητα και μια μέρα». Προβλήματα πρακτικά: ο κόσμος πεινάει ή διψάει ή θέλει να πάει στην τουαλέτα και στα multiplex δεν υπάρχει διάλειμμα για να πάει κάποιος για ανεφοδιασμό. Κι αν τα multiplex κάποτε είχαν απλά ένα μερίδιο από την πίτα, πλέον κυριαρχούν στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Πριν από αρκετά χρόνια, όταν είχαν ανοίξει τα Village στη Φραγκοκλησιάς (και ήταν ακόμα τα μοναδικά στην Ελλάδα), είχα κάνει συνέντευξη στον Αυστραλό CEO της εταιρείας και – μεταξύ άλλων – τον είχα ρωτήσει γιατί οι κινηματογράφοι τους, είχαν επιλέξει να μην κάνουν διάλειμμα κατά την προβολή των ταινιών. Η απάντησή του, είχε να κάνει με την Τέχνη, με την εμπειρία που βιώνει ένας θεατής όταν βλέπει μια ταινία, με την κινηματογραφική μαγεία, που καλό είναι να μην διακόπτεται και να μην διαταράσσεται από ένα διάλειμμα, που μπορεί να σε βγάλει από το κλίμα. Αυτή, πιστεύω, είναι η μια όψη του νομίσματος.
Η άλλη, είναι περισσότερο πρακτική: όπως είναι φτιαγμένα τα multiplex, δεν υπάρχει πρόβλεψη για χώρους τόσο μεγάλους και τόσο οργανωμένους, που να μπορούν να φιλοξενήσουν τον κόσμο από μια και δυο ή και παραπάνω αίθουσες, που θα θέλουν ταυτόχρονα να φάνε, να πιούν, να πάνε τουαλέτα ή να καπνίσουν. Και σκεφτείτε ότι υπάρχουν multiplex με 10, 15 ή και παραπάνω αίθουσες, που όταν υπάρχουν καλές ταινίες, είναι σχεδόν όλες γεμάτες.
Αυτό είναι το ένα κομμάτι, αυτό των κινηματογράφων. Αλλά για να φτάσουν τα σινεμά να παίζουν μεγάλης διάρκειας ταινίες, σημαίνει ότι κάποιοι τις ετοιμάζουν. Ναι κύριε Σκορσέζε, σε σένα αναφέρομαι, αλλά όχι μόνο σε σένα. Και στον κύριο Κάμερον με το «Άβαταρ» και σε όλους αυτούς που δεν μπορούν να περιορίσουν «την καλλιτεχνική τους έκφραση», δεν μπορούν να «καταπιεστούν» ή είναι τσακωμένοι με τον άνθρωπο που αναλαμβάνει το τελικό μοντάζ και δεν μπορούν να καταλήξουν στο τι πρέπει να κόψουν, άρα το βάζουν όλο.
«Κόψε κάτι, μάστορα»
Και εκτός από τις ταινίες που βγαίνουν «μπαμπάτσικες», στις δυο και στις δυόμιση και στις τρεις ώρες, υπάρχουν και αυτές που αρχικά βγαίνουν με την «κανονική τους διάρκεια» και μερικούς μήνες μετά ή έναν χρόνο μετά, σου βγάζουν το «Director’s cut» ή το «Dedux» ή κάτι ανάλογο, με σκηνές ολόκληρες που κόπηκαν στο μοντάζ και βγαίνει ένα πράγμα τρεις και τέσσερις ώρες. Το «Justice League» για παράδειγμα, με Σούπερμαν, Μπάτμαν, Άκουαμαν και τ’ άλλα παιδιά, όταν το πήρε στα χεράκια του ο Σνάιντερ, έμοιαζε χρονικά με δυο ταινίες στη συσκευασία της μιας. Πολύ καλύτερη από την αρχική μεν, πολύ μεγάλη δε.
«Μα τι γκρινιάζεις ρε μάστορα; Το εισιτήριο που πληρώνεις πιάνει τόπο και έχεις την ευκαιρία να περάσεις καλά για περισσότερη ώρα». Μα τα καλά αρώματα δεν μπαίνουν απαραίτητα σε μεγάλα μπουκάλια και δεν είναι δεδομένο ότι αν μια ταινία διαρκεί τρία τέρμινα, θα είναι ανάλογη και η ποιότητά της και η απόλαυση.
Μπορεί να «κρεμάσει» μια ταινία που διαρκεί τόσο πολύ, να πλατειάσει, να γίνει φλύαρη, να «χαθείς» στη διαδρομή, να ξεχάσεις πράγματα που συνέβησαν πριν μια ή δυο ώρες. Μπορεί να νυστάξεις ή να σε πιάσει κατούρημα και όλο αυτό να σου δημιουργήσει εκνευρισμό. Να σε κόψει λόρδα ή να σε πιάσει δίψα.
Και στην τελική, κορόιδα ήταν στη Μάρβελ, που έβγαλαν το τελευταίο «Avengers» σε δυο δόσεις ή το τελευταίο «Fast & Furious» το έχουν σπάσει σε «άτοκες δόσεις»; Και – προσοχή – μιλάμε για ταινίες με ανελέητη δράση που μπορούν πιο εύκολα να σε «κρατήσουν» στην τσίτα.
Καταλαβαίνω ότι ο κάθε Σκορσέζε ή ο κάθε Κάμερον ή οποιοσδήποτε άλλος σπουδαίος μάστορας του κινηματογράφου, έχουν πολλά να πουν. Ο Σκορσέζε δε, λόγω ηλικίας, μπορεί να νιώθει πως κάθε ταινία που κάνει μπορεί να είναι η τελευταία του και να θέλει να προλάβει να τα πει και να δείξει όλα.
Το κατανοώ και το σέβομαι, τον λατρεύω και λαχταράω να δω κάθε ταινία που βγάζει. Ήταν όμως άλλη φάση ο «Ιρλανδός», ταινία που βγήκε κατά βάση για να παίξει στο Netflix και άλλο πράγμα μια ταινία φτιαγμένη για το σινεμά, όπως το πολυαναμενόμενο «Killers of the Flower Moon» με Ντε Νίρο και Ντι Κάπριο, με διάρκεια τρεις ώρες και 26 λεπτά… Δηλαδή τι πρέπει να κάνουμε; Να πάμε με τάπερ, παγουρίνο και «πάπια» στο σινεμά, ώστε να είμαστε έτοιμοι για όλα;