Αυτό εδώ το κείμενο, δεν είναι μια κριτική για την ταινία Ο Μονομάχος 2, είναι μια αίσθηση, μια οπτική και τίποτα περισσότερο, πολλώ δε, δεν είναι επ’ ουδενί ένα κείμενο της «να πας ή να μην πας να το δεις;» λογικής. Η επιλογή για το τι ταινία θα δει ο καθένας μας, θα έπρεπε να είναι δική μας επιλογή. Δε μου αρέσει και δε μου άρεσε και ποτέ η λέξη «κριτική», όταν μιλάμε για τέχνη. Και δεν τη μπορώ γιατί είναι μια ευκολία, εγώ από την ευκολία της θέσης μου να κρίνω την προσπάθεια ενός άλλου με τρόπο καταδικαστικό ή αποθεωτικό.

Σε αρκετές περιπτώσεις στο παρελθόν έχω κι εγώ ξεφύγει με την προσέγγισή μου σε κείμενα για ταινίες ή σειρές και ήταν λάθος. Κατανοώ πως θέλουμε όλοι να ελαχιστοποιήσουμε το ρίσκο, να μην σπαταλήσουμε χρόνο και χρήμα σε κάτι που δε θα μας αρέσει, αλλά η ζωή είναι ακριβώς αυτό, μια περιπέτεια, μια αποστολή, μια αναζήτηση που οδηγεί από απογοητεύσεις σε γοητεύσεις.

Και Ο Μονομάχος 2 είναι ακριβώς αυτό. Μια ταινία σαν τη ζωή που σε πηγαίνει από τον ενθουσιασμό στην ξενέρα και τούμπαλιν.

Ο Μονομάχος ΙΙ: Είναι ένα ιστορικό έπος, με 2 πολύ δυνατές ερμηνείες, αλλά με εμφανή ελαττώματα

Πριν μπω στην ουσία του κειμένου, να τονίσω πως δεν με πολυαπασχολούν αυτά τα ζητήματα ιστορικής ακρίβειας από τον Ρίντλεϊ Σκοτ. Δεν περιμένουμε από το σινεμά να μας μάθει ιστορία. Όχι πάντοτε. Κάποιες φορές, ναι. Από την άλλη βέβαια, σε μια αφήγηση βασισμένη σε μια παρελθοντική πραγματικότητα, δε θες και εξτρεμισμούς, δέχεσαι τις καλλιτεχνικές παρεμβάσεις, μέχρι ενός σημείου όμως, ώστε να μην χαλάσει η «αλήθεια».

Ο Μονομάχος είναι ένα franchise που έκανε τέτοια επιτυχία πριν 24 χρόνια, όχι μόνο λόγω των ερμηνειών, αλλά και γιατί ο σύγχρονος άνθρωπος πάντα θα ψάχνει τη δική του μεγάλη περιπέτεια, πάντα θα θέλει να κατακτήσει και στο μυαλό του, εκείνη η εποχή, είναι μια εποχή «αγνή» γιατί όλα κρίνονταν από την ανδρεία, από το θάρρος της ψυχής όπως αποτυπωνόταν στο σπαθί. Και, βαθιά μέσα μας, υπάρχουν όλα τα πρωτόγονα στοιχεία.

Ο άνθρωπος είναι ένα ον που έχει στη βιολογία του κάποια χαρακτηριστικά από την πρώτη στιγμή εμφάνισης, αλλά ενσωματώνει και κοινωνικά στοιχεία στην πορεία των αιώνων, τα οποία γίνονται κι αυτά βιολογία. Κι ο ένδοξος θάνατος στη μάχη, είναι ένα τέτοιο.

Ο Μονομάχος προσέφερε τότε ακριβώς αυτό. Και σήμερα, που έχουμε δει πόσο μεγάλο trend είναι στο TikTok το My Roman Empire, το sequel καλείται πρωτίστως να καλύψει αυτό το πρωτόγονο ένστικτο. Ως προς αυτό, Ο Μονομάχος πετυχαίνει. Ο Ρίντλεϊ Σκοτ είναι μανούλα στο μεγαλοπρεπές, στο θορυβώδες, στο επικό. Το έκανε μια χαρά και στον Ναπολέοντα. Αλλού είναι που πάσχει και τα χαλάει εδώ και μια 10ετία και ξενερώνει τον θεατή. Τουλάχιστον, έτσι λειτουργεί με μένα.

Ο Μονομάχος ΙΙ: Είναι ένα ιστορικό έπος, με 2 πολύ δυνατές ερμηνείες, αλλά με εμφανή ελαττώματα

Ο Μονομάχος ενισχύει την δίψα του αρχέγονου εαυτού μας για αυτοκρατορίες, για επέλαση, για μάχη που θα αναδείξει την πεποίθησή μας πως είμαστε μαχητές, ικανοί στρατιώτες, πως γεννηθήκαμε για να ζήσουμε σπουδαίες αναμετρήσεις. Κι αυτό, σήμερα, δεν αφορά μόνο τους άντρες, αφορά και τις γυναίκες. Διόλου τυχαίο, άλλωστε, πως υπάρχει μια γυναίκα που ξεχωρίζει στην ταινία, η Αριστίμη, σύζυγος του Λεύκιου/Άννωνος, που είναι καταπληκτική στο τόξο και ικανή στη μάχη.

Πάμε, λοιπόν, στα της ταινίας.

Τι πραγματεύεται Ο Μονομάχος 2

Ο Μονομάχος 2 είναι sequel διότι ο κεντρικός ήρωας, ο Άννων (έτσι τον μαθαίνουμε στην αρχή), είναι στην πραγματικότητα ο Λεύκιος Βήρος Αυρήλιος (Πολ Μεσκάλ), γιος του Μάξιμου, του Μονομάχου της πρώτης ταινίας, καρπός του έρωτα του με τη Λουκίλλα.

Ο Λεύκιος έφυγε κρυφά μικρός, όταν πέθανε ο Μάξιμος, διότι η Σύγκλητος της Ρώμης τον έψαχνε για να τον σκοτώσει και να μη διαδεχθεί τον παππού του ως νόμιμος διάδοχος. Κατέληξε στην Αφρική, όπου τον περισυνέλεξαν και τον εκπαίδευσαν για να γίνει ένας σπουδαίος πολεμιστής, ηγέτης στη μάχη, όχι στα λόγια.

Στην πόλη του είναι που επιτίθεται ο ρωμαϊκός στρατός με επικεφαλής τον Ακάκιο (Πέδρο Πασκάλ), ο οποίος δίνει εντολή να σκοτώσουν την Αριστίμη και στο τέλος παίρνει αιχμάλωτο τον Άννωνα και αρκετούς ακόμα δυνατούς άνδρες. Τους μεταφέρουν στη Ρώμη και ο Άννων/Λεύκιος καταλήγει αιχμάλωτος του Μακρίνου (Ντένζελ Γουάσινγκτον), ο οποίος διαβλέπει σε αυτόν έναν ικανό πολεμιστή με τον οποίο θα μπορέσει να επιτύχει τον απώτερο στόχο του: να γίνει αυτοκράτορας της Ρώμης.

Ο Μονομάχος ΙΙ: Είναι ένα ιστορικό έπος, με 2 πολύ δυνατές ερμηνείες, αλλά με εμφανή ελαττώματα

Ο Μακρίνος, πρώην σκλάβος κι αυτός, έχει φτάσει στο σημείο να είναι έμπιστος των δύο αυτοκρατόρων, του Γκέτα (Τζόζεφ Κουίν) και του Καρακάλα και έχει το σχέδιο, που περιλαμβάνει τον Λεύκιο, να γίνει ακόμα πιο έμπιστος και να βγάλει εκτός κάδρου τον Ακάκιο και τη Λουκίλλα.

Έτσι, ο Λεύκιος γίνεται ο Μονομάχος και φτάνει στην μεγάλη εκδήλωση στο Κολοσσαίο, όπου για 3 ημέρες γίνονται μάχες στην αρένα και αυτός οδηγεί τους υπόλοιπους μονομάχους στην επιβίωση. Στην πορεία, έρχεται μετά από 20 χρόνια σε επαφή με τη μητέρα του, την απαρνείται, τελικά, πολύ γρήγορα, φτάνει να θυμηθεί πόσο την αγαπάει και για τη δική της χάρη θα διεκδικήσει αυτό που ονειρευόταν ο παππούς του, μια Ρώμη δικαιοσύνης και ισότητας.

Αυτό είναι κι ένα από τα στοιχεία που θεωρώ ελαττώματα της ταινίας.

Τι μου άρεσε και τι δε μου άρεσε στην ταινία

Θα ξεκινήσω όμως πρώτα από τα θετικά. Ο Μονομάχος αρχίσει με μια πληθωρική σκηνή μάχης ανάμεσα σε Ρωμαίους και Αφρικανούς, κάτι που εμένα πάντα μου σηκώνει την τρίχα, σκηνές δηλαδή που έχουν φωνές, ουρλιαχτά, παλμό, στρατούς, που βλέπεις χιλιάδες ανθρώπους να πολεμούν. Κάποιες στιγμές σε αυτή τη σκηνή δεν ήταν βέβαια ιδανικά δουλεμένες, κυρίως από τον Πέδρο Πασκάλ, που φάνηκε ότι έχει χάσει την ευλυγισία του σε σχέση με αυτό που μας είχε δείξει στο Game of Thrones. Αλλά είναι μια φαντασμαγορία του σινεμά αυτή η σκηνή. Μια από τις σκηνές που τις βλέπεις και λες ότι τίποτα δε μπορεί να την υποκαταστήσει.

Μετά, κινούμαστε σε αρκετά ήρεμα νερά, είναι ατομικές οι μάχες που δίνει ο Μονομάχος Λεύκιος, αλλά έχουμε κι ένα ρεσιτάλ ερμηνείας από τον Ντένζελ Γουάσινγκτον. Όχι ότι δεν το περιμένεις, αλλά είναι ο κορυφαίος του καστ, έχει και τον ρόλο που προσφέρει το περισσότερο υλικό, διότι είναι ο ραδιούργος, ο σκακιστής, ο διορατικός, ο δεινός ρήτορας που παίζει με το μυαλό σου. Ως Μακρίνος, ο Γουάσινγκτον είναι αυτός που θέτει τον τόνο της ταινίας.

Μετά από αυτόν είναι ο Μονομάχος Πολ Μεσκάλ που αφήνεται στην σωματικότητα που απαιτεί ο ρόλος, αλλά και στην ένταση που θέλει η φωνή. Είναι ακριβώς αυτό που πρέπει, χωρίς περιττές εκφράσεις και κορώνες.

Μονομάχος

Οι υπόλοιποι ηθοποιοί, στα δικά μου μάτια, δεν καταφέρνουν σε καμιά στιγμή να προκαλέσουν κάτι κοντινό με αυτό που κάνει ο Ντένζελ ή ο Μεσκάλ. Ούτε ο Πασκάλ, ούτε η Κόνι Νίλσεν, ούτε ο Τζόζεφ Κουίν που τον βλέπω πια παντού, φαίνεται να ανταποκρίνονται και να προσφέρουν κάτι στην αφήγηση. Στον δε Πασκάλ, μου «χτύπησε» που τον άκουγα με άπταιστη αμερικάνικη προφορά και δεν τον άφησαν να μιλήσει με τη λατινική προφορά του, από τη στιγμή που είμαστε στη Ρώμη. Θα βοηθούσε αρκετά στην αίσθηση.

Η ροή των σκηνών είναι καλή, αλλά ο Μονομάχος, θαρρώ, έχει εμφανείς ελλείψεις σε επίπεδο σεναριακό, δηλαδή μέσα σε 2.5 ώρες δεν έχω πολλά να θυμάμαι διαλογικά, κάνει κι αυτή την ατσούμπαλη μετάβαση από το «έχει πεθάνει ο γιος που έδιωξες» στο «δε θέλω να σε χάσω» που λέει ο Λεύκιος στη Λουκίλλα, τη μάνα του, και αναρωτιέσαι πώς έγινε αυτό τόσο γρήγορα χωρίς να έχει υπάρξει κάποια σκηνή συγχώρεσης.

Εκεί που χαλάει εντελώς το κλίμα ο Μονομάχος, είναι στη σκηνή στο Κολοσσαίο με τη ναυμαχία και τους καρχαρίες. Οκ, οι Ρωμαίοι γοητεύονταν από τα άγρια ζώα, από το εξωτερικό, και έφερναν λιοντάρια, τίγρεις, ρινόκερους, ελέφαντες στη Ρώμη, αλλά καρχαρίες δεν είχαν φέρει ποτέ. Δε θα μπορούσαν, διότι δεν υπήρχαν τότε ενυδρεία. Κι αν υπήρχαν, οι καρχαρίες θα πέθαιναν σε μερικές μέρες. Εδώ σήμερα δεν θα δεις εύκολα καρχαρία σε ενυδρείο, διότι είναι αδύνατον να τον συγκρατήσεις, πολύ περισσότερο τότε.

Είναι μια σκηνή που δεν εξυπηρετεί και κάτι το να έχει καρχαρίες. Έχει φροντίσει με όλη την υπόλοιπη ταινία να αποτυπώσει την βαναυσότητα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, δεν χρειάζονταν οι καρχαρίες. Και χωρίς αυτούς, η σκηνή θα έβγαζε το ίδιο νόημα.

Ο Μονομάχος ΙΙ, είναι τελικά μια ταινία που, σε σχέση με αυτό που ήλπιζαν αρκετοί, δεν ανταποκρίνεται. Φταίνε βέβαια οι ίδιοι, διότι ο Ρίντλεϊ Σκοτ έχει κάνει ξεκάθαρο με κάθε τρόπο εδώ και δέκα χρόνια πως θα κάνει πάντα το πιο άκυρο για να ικανοποιήσει προσωπικές του ανάγκες και ποσώς νοιάζεται για τον θεατή.

Απορώ, βέβαια, που ο Ντένζελ Γουάσινγκτον ακολούθησε όλο αυτό το όραμα και το υπηρέτησε τόσο άψογα, αλλά να που συνέβη κι αυτό.

Ο Μονομάχος έχει ένα μεγάλο κομμάτι του epicness, όχι όμως τέτοιο που να καθιστά την ταινία, έστω στο μισό, σπουδαία όσο η πρώτη. Ανοίγει και κλείνει εντυπωσιακά, κάποιοι σκοτωμοί αντιπάλων του Λεύκιου είναι πολύ εύκολοι, όπως και αυτό που γίνεται με τον Μακρίνο, αλλά ποτέ δεν θα θεωρήσω σπατάλη το να δω μια τέτοια ταινία.

Οπότε, αν με ρωτάτε, ο Μονομάχος 2 είναι μια από τις πιο must see ταινίες μέχρι το τέλος του 2024, το τι έχω γράψει παραπάνω, είναι μια απόλυτα προσωπική αίσθηση/προβολή, ίσως να ξενέρωσα υπερβολικά από τη σκηνή με τους καρχαρίες, γι’ αυτό και αναμένω να μας στείλετε εδώ στο Intro σχόλια και απόψεις αφού δείτε την ταινία.

Για να απαντήσω στο ερώτημα του Μάξιμου από την πρώτη ταινία (Are you not entertained?), ναι, i am entertained, απλά με μερικές επισημάνσεις.

* Ο Μονομάχος 2 κυκλοφορεί στις αίθουσες από τις 14/11 σε διανομή της Feelgood Entertainment