Ο «Σπάρτακος», ήταν ένα blockbuster, πριν ανακαλυφθεί ο όρος «blockbuster», πίσω στη δεκαετία του ’60. Αποδείχθηκε μια τεράστια εισπρακτική επιτυχία, παρότι στοίχισε πάρα πολλά χρήματα, που κανείς δεν γνώριζε αν θα τα βγάλει. Ήταν το όραμα του Κερκ Ντάγκλας, ο οποίος ήταν και πρωταγωνιστής και συμπαραγωγός της ταινίας, αλλά ήταν και μια από τις ταινίες που έκανε ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ, που προσπαθούσε να ξεχάσει ότι έκανε – όχι διότι τη θεωρούσε κακή, αλλά διότι ο εμμονικός Κιούμπρικ, ένιωθε ότι δεν είχε εκείνος τον έλεγχο.

Ο «Σπάρτακος» είχε να κάνει με έναν σκλάβο που επαναστάτησε, αλλά έφτασε να αφορά στην «επανάσταση» του Κερκ Ντάγκλας, ο οποίος τόλμησε να τα βάλει με τον Μακαρθισμό, τον σκοταδισμό και την υστερία της εποχής, ακουμπώντας το σενάριο στα χέρι ενός ανθρώπου που ήταν στη «μαύρη λίστα» της ταραγμένης εκείνης εποχής. Και όπως ακριβώς και ο αυθεντικός Σπάρτακος, ο Κερκ Ντάγκλας ένωσε τους ανθρώπους, πολέμησε και νίκησε. Και σε αντίθεση με τον αυθεντικό Σπάρτακο, ο Ντάγκλας δεν έχασε ούτε τη ζωή, ούτε την καριέρα του σε αυτή τη μάχη.

Ποιος ήταν ο αυθεντικός Σπάρτακος;

Ήταν ένας σκλάβος, θρακικής καταγωγής, που ηγήθηκε της επανάστασης των σκλάβων το 73 π.Χ (ή «Επανάστασης των Μονομάχων») εναντίον των Ρωμαίων και για δυο χρόνια περίπου ταρακούνησε συθέμελα μια Αυτοκρατορία που ένιωθε σχεδόν άτρωτη. Ο Σπάρτακος και μερικές δεκάδες ακόμα μονομάχοι, κατάφεραν να δραπετεύσουν, στο δρόμο βρήκαν όπλα ληστεύοντας μια εφοδιοπομπή και σιγά σιγά, λεηλατούσαν σπίτια και κτήματα και απελευθέρωναν σκλάβους.

Ο αριθμός αυτού του πρόχειρου στρατού άρχισε να μεγαλώνει, καθώς στις τάξεις τους προσχωρούσαν δούλοι, άποροι και κατατρεγμένοι κάθε είδους, οπότε ο Σπάρτακος και οι άλλοι μονομάχοι ανέλαβαν να τους εκπαιδεύσουν, δημιουργώντας έναν πολύ αξιόμαχο και αποτελεσματικό στρατό, που έφτασε κάποια στιγμή να αριθμεί πάνω από 70.000. Οι Ρωμαίοι αρχικά τους υποτίμησαν, έστειλαν εναντίον τους μικρές δυνάμεις μάλλον ανεκπαίδευτων στρατιωτών, οι επαναστάτες σημείωσαν νίκες που τόνωσαν το ηθικό τους και γιγάντωσαν τη φήμη τους. Κι ακόμα κι όταν η Ρώμη θορυβήθηκε τόσο, ώστε να στείλει καλά εκπαιδευμένες λεγεώνες εναντίον τους, με επικεφαλής τους πιο έμπειρους διοικητές της, η στρατιωτική ευφυία του Σπάρτακου βοηθούσε το στρατό του να σημειώνει μεγάλες νίκες.

Όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, οι νίκες φέρνουν αλαζονεία, διαμάχες και διάσπαση. Κάποιοι τράβηξαν χωριστό δρόμο, άλλοι πέρασαν τα σύνορα της Ρώμης αναζητώντας της ελευθερία, ο ίδιος ο Σπάρτακος κατευθύνθηκε προς τη Σικελία για να απελευθερώσει τους σκλάβους που ζούσαν εκεί. Μετά από πολλές χαμένες μάχες, οι Ρωμαίοι, υπό την ηγεσία του Κράσσου, σε μια πολύωρη και αιματηρή μάχη κοντά στις όχθες του ποταμού Σιλάρου, κατάφεραν να πετύχουν την πιο σημαντική νίκη, σκοτώνοντας χιλιάδες αντιπάλους τους, μεταξύ των οποίων και το Σπάρτακο. Οι αιχμάλωτοι, περίπου 6.000, σταυρώθηκαν κατά μήκος της Αππίας Οδού.

Σπάρτακος

Όταν ο Κερκ Ντάγκλας φόρεσε το σανδάλια του κι έπιασε το σπαθί

Αυτήν πάνω – κάτω την ιστορία οραματίστηκε ο Ντάγκλας να κάνει ταινία, παίρνοντας στα χέρια του το ομώνυμο βιβλίο του Χάουαρντ Φαστ, που είχε γράψει το 1950. Πρώτο πρόβλημα: ο Φαστ είχε γράψει το βιβλίο ενώ βρισκόταν στη φυλακή, γιατί αρνήθηκε να καταδώσει στις αρχές τα ονόματα αυτών που χρηματοδοτούσαν ένα ταμείο για τα ορφανά των Αμερικανών αναρχικών και κομμουνιστών που πολέμησαν στον Ισπανικό Εμφύλιο. Ο Ντάλτον Τράμπο, που είχε γράψει το αριστούργημα «Ο Τζόνι πήρε τ’ όπλο του», ανέλαβε το σενάριο.

Αυτό ήταν το πρόβλημα νούμερο 2: βρισκόταν στην κορυφή της μαύρης λίστας του Χόλιγουντ, την περίοδο του «σκληρού Μακαρθισμού», ως ένας από τους δέκα κομμουνιστές σεναριογράφους που έβλεπαν όλες τις πόρτες των στούντιο να κλείνουν – είχε αναγκαστεί να υπογράφει με ψευδώνυμα τις δουλειές του, για να μπορεί να υπάρχει στο χώρο και μάλιστα είχε κερδίσει τρία χρόνια νωρίτερα Όσκαρ σεναρίου με το ψευδώνυμο Ρόμπερτ Ριτς. Στο τέλος της πρώτης εβδομάδας γυρισμάτων, προέκυψε το πρόβλημα υπ’ αριθμόν τρία: ο σκηνοθέτης Άντονι Μαν, παρότι ήταν από τους κορυφαίους σκηνοθέτης γουέστερν, ήταν ξεκάθαρο ότι δεν έκανε γι’ αυτή τη δουλειά – πολύ απλά διότι δεν ήταν ένα γουέστερν με σπαθιά και σανδάλια.

Η μεγάλη μαγκιά του Κερκ Νταγκλας

Ο πρωταγωνιστής και παραγωγός της ταινίας, αποδείχθηκε άμεσος, αποφασιστικός και «τίμιος»: πρώτα, παρέκαμψε κάθε ένσταση για τον Φαστ, το βιβλίο του και το παρελθόν του. Δεύτερον, αντικατέστησε τον Μαν με τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ, με τον οποίον είχαν συνεργαστεί ξανά λίγα χρόνια νωρίτερα στην ταινία «Σταυροί στο Μέτωπο». Και τρίτον και σημαντικότερον, παρότι αρχικά ο Τράμπο είχε συμφωνηθεί να υπογράψει το σενάριο με το ψευδώνυμο Σαμ Τζάκσον, χτύπησε το χέρι στο τραπέζι και είπε ότι το όνομα του Τράμπο θα μπει κανονικότατα στην ταινία.

Και κάπως έτσι λύθηκαν όλα τα προβλήματα; Όχι όλα. Με τον Κιούμπρικ, η κατάσταση δεν ήταν καθόλου ρόδινη. Η ρήξη είχε ξεκινήσει, όταν ο σκηνοθέτης είχε προτείνει να μπει το δικό του όνομα στο σενάριο, ώστε να παρακαμφθεί ο σκόπελος με τον Τράμπο. Και συνεχίστηκε σχεδόν σε κάθε κομμάτι της ταινίας, καθώς παρουσιάστηκαν «καλλιτεχνικές διαφωνίες» ανάμεσα στον πρωταγωνιστή – παραγωγό και τον σκηνοθέτη. Ποιος νίκησε; Μα αυτός που έβαζε τα λεφτά! Ο Ντάγκλας δεν ήθελε ούτε μια πολεμική ταινία με σπαθιά, ούτε ένα γουέστερν με σανδάλια, αλλά μια ταινία που ναι μεν θα είχε δράση, αλλά θα είχε και έρωτες και προδοσίες και κοινωνικά μηνύματα.

Το καστ αστέρων και η σκηνή που έμεινε στην ιστορία

Σπάρτακος, είναι ο Ντάγκλας. Κράσσος, ο Λόρενς Ολίβιε. Η Βαρίνια, η γυναίκα που ερωτεύτηκε ο Σπάρτακος, είναι η Τζιν Σίμονς και ο Πίτερ Ουστίνοφ είναι ο Λέντουλος Βατιάτος, ένας έμπορος σκλάβων. Ο Τζον Γκάβιν είναι ο Ιούλιος Καίσαρας, ο Τσαρλς Λότον ο Γάκχος και ο Τόνι Κέρτις είναι ο Αντόνιος. Θα έλεγε κανείς ότι ο βασικός πρωταγωνιστής, ο Κερκ Ντάγκλας, ήταν ο πιο «αδύναμος κρίκος», μπροστά σε κολοσσούς όπως ο Λόρενς Ολίβιε ή ο Πίτερ Ουστίνοφ. Παραδόξως όμως, ο Ντάγκλας υπηρέτησε το ρόλο του με απόλυτο επαγγελματισμό και συνέπεια.

Πολλά έχουν ειπωθεί για την ταινία. Από τότε που βγήκε, μέχρι και σήμερα, άλλοι την έχουν αποθεώσει και άλλοι την έχουν χλευάσει. Πήρε τέσσερα Όσκαρ και για μια δεκαετία διατήρησε τον τίτλο της εμπορικότερης ταινίας της Universal Pictures. Ο Κιούμπρικ, παρά τη γκρίνια του και το γεγονός ότι το τελικό αποτέλεσμα είχε μόνο ένα μικρό κομμάτι του δικού του καλλιτεχνικού οράματος κι ένα τεράστιο κομμάτι του οράματος του Ντάγκλας, έφτιαξε μια ταινία άρτια, καλογυρισμένη, με ρεαλιστικές μονομαχίες και επικές σκηνές μάχης. Ο «Σπάρτακος», μέσα στην υπερβολή του και το μπάτζετ των 12 εκατομμυρίων δολαρίων, κατάφερε να ισορροπήσει ανάμεσα στη δράση και το δράμα χωρίς να γλιστρήσει.

Σε μια από τις πιο αξιομνημόνευτες σκηνές ολόκληρης της ταινίας, ο Κράσσος – Λόρενς Ολίβιε, προσπαθεί να αποπλανήσει τον δούλο του, Αντόνιο – Τόνι Κέρτις. Ο Κράσσος ρωτά τον Αντώνιο για τις προτιμήσεις του στο φαγητό και το αν προτιμάει τα σαλιγκάρια ή τα στρείδια. Πάνω σε μια συζήτηση που κινείται γύρω από την ηθική, ακροβατεί με την ομοφυλοφιλία και καταπιάνεται με ένα θέμα – ταμπού για τον αρχαίο κόσμο και τις σεξουαλικές του προτιμήσεις, ο Κράσσος καταλήγει ότι το γούστο του περιλαμβάνει και τα σαλιγκάρια και τα στρείδια, λέγοντας – με δικά του λόγια – ότι το ψάρι το ψήνει κι από τις δυο πλευρές.

Η «επανάσταση» του Ντάγκλας, να χρησιμοποιήσει έναν «απόκληρο» σεναριογράφο του Χόλιγουντ, να νομιμοποιήσει ουσιαστικά έναν «κομμένο», ήταν εφάμιλλη του χαρακτήρα που υποδύθηκε: μέλη ακροδεξιών και αντικομμουνιστικών οργανώσεων, όπως η «American Legion», άρχισαν να κραυγάζουν έξω από τις κινηματογραφικές αίθουσες όταν ξεκίνησε να προβάλλεται η ταινία, καλώντας τους θεατές να απομακρυνθούν και απειλώντας να καταδικάσουν τη φιλόδοξη ταινία σε αποτυχία μεγατόνων.

Τις ανθρώπινες αυτές αλυσίδες, έσπασαν οι αδελφοί Κένεντι: ο μεν Τζον, ήταν ο Πρόεδρος, ο αδελφός του Γενικός Εισαγγελέας. Οι δυο τους, μπήκαν στην αίθουσα για να παρακολουθήσουν την ταινία και η διαμαρτυρία διαλύθηκε ειρηνικά, με τη βούλα του Λευκού Οίκου. Και κάπως έτσι έληξε μια από τις σκοτεινές περιόδους στην αμερικανική βιομηχανία του θεάματος.

Στην αυτοβιογραφία του βέβαια ο Κερκ Ντάγκλας θα υποστηρίξει ότι οι ιδιοκτήτες των μεγάλων στούντιο του Χόλιγουντ είχαν την ισχύ να ακυρώσουν στην πράξη τις μαύρες λίστες του γερουσιαστή Μακάρθι πολλά χρόνια πριν από την κυκλοφορία του Σπάρτακου. «Ο γερουσιαστής Μακάρθι ήταν ένας απαίσιος άνθρωπος. Έβαλε στη μαύρη λίστα τους συγγραφείς που δεν υπάκουαν στο διάταγμά του. Οι επικεφαλής των στούντιο ήταν υποκριτές που συντάχθηκαν μαζί του. Πάρα πολλοί άνθρωποι χρησιμοποιούσαν ψεύτικα ονόματα. Ντρεπόμουν. Ήμουν αρκετά νέος και ήμουν παρορμητικός, οπότε παρόλο που με προειδοποίησαν, χρησιμοποίησα το πραγματικό όνομα του Τράμπο», είπε μερικά χρόνια μετά.