Ότι έχουν περάσει 12 χρόνια από τότε, δε μπορώ να το χωνέψω. Σαν χθες ήταν, που μόλις είχα πατήσει τα 21 μου, όταν κυκλοφόρησε η ταινία και πήγα με 3-4 φίλους να την δω στο σινεμά. Αθεράπευτα ρομαντικος ων, τότε μου άρεσε και αρκετά ο Παπακαλιάτης λόγω της σειράς «4» και του «Να με προσέχεις» που το έβλεπα φανατικά τα απογεύματα του ΣΚ που το έπαιζε όταν ήμουν πιο μικρός, οπότε είχα κλείσει πολύ γρήγορα εισιτήριο. Αν και τότε, ήταν μια εποχή όπου μπορούσες να πας αυθόρμητα οπουδήποτε και να μη χρειάζεται να κάνεις κράτηση βδομάδες πριν.

Ήμουν λοιπόν στην αίθουσα και δύο ώρες μετά, έβγαινα έμπλεος ρομαντισμού και διάθεσης να βρω τον έρωτα της ζωής μου και να φασωθούμε στα στενά της Πλάκας, κάπου στα Αναφιώτικα.

Ο Παπακαλιάτης κατάφερε να κάνει με το «Αν» να μιλάνε όλοι πρώτη φορά τόσο μετά την Πολίτικη Κουζίνα για ελληνική ταινία. Μια συλλογική συζήτηση. Άλλοι να αναζητούν τις φιλοσοφικές προεκτάσεις της ιστορίας, άλλοι, όπως πάντα, να προσπαθούν να τον αποδομήσουν λέγοντας πως έχει αντιγράψει το δείνα ή το τάδε, άλλοι απλώς να τους αρέσει η ταινία γιατί είναι Παπακαλιάτης και του έχουν αδυναμία, δίχως ουσιαστικό κριτήριο.

Με την ταινία αυτή, ο Χριστόφορος έγινε Παπακαλιάτης. Άφησε πίσω του την τηλεοπτική εποχή και καθιερώθηκε στη συνείδηση του κόσμου ως κινηματογραφιστής, ως ένας άνθρωπος που το πάει πολύ καλά στο storytelling, έχοντας τη μουσική, τις λήψεις, την οπτική και του λείπει να μπορέσει να κατευθύνει καλύτερα τους ηθοποιούς του.

Με το «Αν» ο Παπακαλιάτης κατάφερε να κάνει όλους στη γενιά μου να βγαίνουν στην Πλάκα, μόνο και μόνο για να αναζητήσουν με παρέα το σπίτι αυτό στο οποίο η Μαρίνα Καλογήρου έβγαινε και απολαμβάνε τον καφέ της ή έκαναν έρωτα οι δυο τους.

Με αυτήν έκανε το μπαμ ο Παπακαλιάτης: Στο Netflix θα βρεις την καλύτερη δουλειά του Παπακαλιάτη την τελευταία 20ετία

Ο Παπακαλιάτης και μια πλειάδα από “what ifs”

Δύο πρωταγωνιστές, δύο ιστορίες, ένα παρακλάδι της πραγματικότητας, μια άλλη εξέλιξη. Στο ένα, όλα κυλούν ρόδινα μέχρι που το συναίσθημα πεθαίνει. Στην εναλλακτική ιστορία, όλα κυλούν άσχημα, μέχρι που έρχεται ο έρωτας σε καλύτερη στιγμή και κουμπώνει.

Ο Παπακαλιάτης μοιάζει να θέλει να συνδιαλλαγεί με τις αντίρροπες δυνάμεις της ύπαρξης, με τον νόμο της αναπλήρωσης. Όπου υπάρχει μόνο ευτυχία, πρέπει να έρθει μια μεγάλη δυστυχία για να φέρει κοσμική ισορροπία. Και το ανάποδο. Η ζωή δεν είναι τελικά το αποτέλεσμα, η κατάληξη των πραγμάτων, μα σαν ένα δικαστήριο που απονέμει δικαιοσύνη.

Εσείς κύριε; Πόση ευτυχία; 200 ημέρες; Τότε ή θα πάρετε 400 ημέρες μικρής δυστυχίας ή 100 ημέρες μεγάλης δυστυχίας και μετά ουδετερότητα. Η ευτυχία πρέπει πάντοτε να είναι στην μειοψηφία.

Μπορεί να είναι απλό ως ταινία το «Αν», μπορεί ο Παπακαλιάτης να φαίνεται ότι δεν εμβαθύνει στους χαρακτήρες τόσο όσο χτίζει το συναίσθημα του θεατή μέσα από καταστάσεις, αλλά δε γίνεται να μην του αναγνωριστεί πως σε βουτάει σε αναζητήσεις.

Η ταινία μπήκε στο Netflix έτσι για τα προεόρτια, πριν έρθει το τέλος του Maestro, και μπορείς να δεις κι εσύ πως ο Παπακαλιάτης κάνει εκεί τη λιγότερο στυλιζαρισμένη δουλειά του. Είναι πιο απελευθερωμένος, με ελάχιστο άγχος. Αυτό αφήνει να φανεί. Είναι ο καλύτερος Παπακαλιάτης της 20ετίας.