Περιεχόμενα
Από την 1η Ιανουαρίου είναι στις αίθουσες. Το βράδυ της Κυριακής όμως και η Χρυσή Σφαίρα έδωσε στο Poor Things και τον Γιώργο Λάνθιμο ένα παράσημο που παρακίνησε περισσότερο κόσμο στην Ελλάδα να πάει να δει την ταινία, λες και δεν υπήρχαν ήδη αρκετοί λόγοι για να το δει. Κι αφού αυξήθηκε κι ο κόσμος που το είδε, μπήκαν στην κουβέντα για τα μηνύματα και την ερμηνεία της ταινίας εξίσου πολλοί, με αποτέλεσμα να μην ξεχωρίζει η ήρα από το στάρι και να ακούγονται πολλές απόψεις που καταλήγουν στην ίδια θεματική: η φεμινιστική προσέγγιση.
Δεν θεωρώ ότι προσφέρει κάτι το πρόσθετο μια τέτοια ερμηνεία ως προς το Poor Things (btw μπορείς να αγοράσεις εδώ το βιβλίο). Εξ ορισμού είναι μια ταινία με φεμινιστικά στοιχεία. Είναι ψιλοδεδομένο ότι έχει τέτοια χαρακτηριστικά. Δεν χρειάζεται από τον θεατή το Poor Things να πάει προς ηθικοπλαστικές προσεγγίσεις και δεν θεωρώ ότι είναι και καμιά σπουδαία διαπίστωση. Θεωρώ ότι είναι ως και υποτίμηση των τόσων θεματικών και επιπέδων ανάλυσης που χωράει αυτή η ιστορία και τα οποία δεν τα φανταζόμαστε καν.
Εγώ ο ίδιος πρωτίστως, είχα πριν από περίπου ένα μήνα γράψει για την ταινία κάποια πράγματα που μπορείς να διαβάσεις εδώ και ένα μήνα μετά, κατόπιν μιας συζήτησης με έναν φίλο μου, ανακάλυψα πράγματα που δεν τα είχα καν σκεφτεί τότε ή τα είχα σκεφτεί και δεν είχαν βρει το ερέθισμα για να έρθουν μπροστά στο γνωστικό μου πεδίο.
Τα πολλαπλά επίπεδα ερμηνείας του Poor Things
Για παράδειγμα, είναι πολύ ενδιαφέρουσα η τοποθέτηση του Poor Things για την προσπάθεια του ανθρώπου να επιμηκύνει τη ζωή του, να βρει μια δεύτερη ευκαιρία να ζήσει. Ο καθηγητής Γκόντγουιν φτιάχνει υβριδικά ζώα, ανασταίνει ανθρώπους πάλι με υβριδική μορφή, με την Μπέλα Μπάξτερ να είναι το magnum opus του.
Είναι μια σάτιρα προς την μετά θάνατον ζωή το Poor Things και ταυτόχρονα μια δήλωση πως ο άνθρωπος, αν ζούσε μια δεύτερη ζωή, δεν θα ήταν πιο σοφός, αλλά θα ήταν πιο σαχλός και θα ενέδιδε χωρίς ίχνος ενοχής στις σωματικές ηδονές και απολαύσεις. Θα ήταν λάγνος χωρίς να τον νοιάζουν οι κοινωνικές συμβάσεις. Κι αυτό είναι μέρος του σουρεαλισμού και της λανθιμικής κωμωδίας. Στο Poor Things νιώθω σαν να ξαναγράφει τη Θεία Κωμωδία του Δάντη, βάζοντας όλο του το weirdness μέσα. Ο θάνατος είναι ένα ρεντίκολο μέσα από αυτή τη συνθήκη της ανάστασης για τον Λάνθιμο, όπως αποδίδεται το Poor Things σεναριακά, διασκευάζοντας το βιβλίο.
Έχει επίσης το Poor Things ένα δηκτικό σχόλιο για την ανθρώπινη κατάπτωση, την κατηφόρα του ενήλικου ανθρώπου που θέλει σαν παιδί να γίνει το δικό του. Είναι ένα από τα χαρακτηριστικά που συντηρούν ζωντανό το παιδί μέσα μας, ζωντανό τον «μαμακισμό» μας.
Βλέπουμε ας πούμε τον Μαρκ Ράφαλο που εμφανίζεται με μια αυτοσυγκράτηση στον ξεπεσμό του, που παρουσιάζεται ως κατακτητής, ως ο έχων το πάνω χέρι και μόλις παραδίδεται στην σεξουαλική ηδονή με την Μπέλα Μπάξτερ, από κει που ήταν γόης, τέντι μπόης, κυλιέται στα πατώματα, γίνεται κατακτημένος, οδηγείται σε παράκρουση, θέλει να εκδικηθεί. Από κει που δεν τον νοιάζει, βρίσκεται να δέρνει έναν γέρο επειδή έκλεισε το μάτι στην Μπέλα.
Είναι δύο θεματικές αυτές που προσφέρονται για τρομερή συζήτηση και συνειδητοποίηση πραγμάτων που δεν είναι άγνωστα, αλλά ξεχνιούνται εύκολα. Κι είμαι βέβαιος πως αν γίνονται αυτή τη στιγμή κάπου αλλού συζητήσεις για το Poor Things, θα βγαίνουν άλλες θεματικές, άλλες ερμηνείες, άλλες προσεγγίσεις.
Φεμινιστική ταινία μεν, αλλά απείρως πολλά περισσότερα το Poor Things
Γι’ αυτό πιστεύω ότι είναι μια υπεραπλούστευση και σχεδόν αφορισμός να πούμε ότι το Poor Things είναι μια φεμινιστική ταινία. Χώρια του ότι τοποθετείται μια ταμπέλα που υψώνει τείχη και θέτει εκτός όσους δεν αναγνωρίζουν εαυτόν ως φεμινιστές, χωρίς φυσικά να είναι και το άλλο άκρο. Στο τέλος της ημέρας, όσο περισσότερο τοποθετούμε ταμπέλες, κάνουμε αυτό ακριβώς που θέλουμε κοινωνικά να αλλάξουμε, το να ταμπελώνουμε ανθρώπους. Κι οι ταμπέλες πάντοτε έχουν την ιδιότητα να δημιουργούν προδιάθεση, να κρίνουν πριν δουν την ουσία, πριν φτάσουν στο βάθος.
Το Poor Things δεν χρειάζεται να μπει σε κάποιο πλαίσιο, είναι άδικο και μειώνει την τελική εκτίμηση της ταινίας για τον θεατή. Κάθε μορφή τέχνης, εφόσον ο ίδιος της ο δημιουργός δεν την έχει βάλει σε πλαίσιο, είναι κάτι που ρέει, που δεν έχει σχήμα και ο κάθε αποδέκτης την καλουπώνει στο σχήμα της ψυχής του, της αντίληψης του.
Στα σπουδαία έργα τέχνης αυτό αξίζει. Και το Poor Things είναι ένα σπουδαίο έργο με σαφώς γυναικεία προσέγγιση-οπτική, αλλά εν τέλει, αυτό που λέμε γυναικεία προσέγγιση δεν είναι παρά η φυσιολογική, ανθρώπινη προσέγγιση από έναν άνθρωπο που δεν οχυρώνεται στο φύλο του, που ενδιαφέρεται να μάθει για την ψυχολογία, για το τι νιώθει το άλλο φύλο.
Ξέρετε πως όταν μας συλλαμβάνουν οι γονείς μας, στην κοιλιά της μάνας μας ξεκινάμε όλοι ως γυναίκες και στην διαδρομή κάποιοι αναπτύσσουμε πέος. Αυτό δεν είναι μόνο βιολογική εξέλιξη. Υποδηλώνει κι ένα έδαφος που υπάρχει μέσα μας στους άντρες. Κάποιοι δεν καταφέρνουν να το δουν, να το ενεργοποιήσουν, άλλοι το πετυχαίνουν και έχουν στοιχεία του χαρακτήρα τους που οι παλιές αντιλήψεις θα τα αποκαλούσαν γυναικεία. Είπαμε όμως ότι αυτά ανήκουν στο παρελθόν.
Το Poor Things είναι ένα έργο τέχνης με άπειρα επίπεδα ερμηνείας, που δεν θέλε να θέσει κανόνες, που λέει απλά μια ιστορία, που δεν παίζει με δίπολα άντρας-γυναίκα, καλό-κακό κτλ. Γι’ αυτό κιόλας οι δύο ηθοποιοί που εμφανίζονται από την αρχή ως το τέλος, η Στόουν και ο Νταφόε, είναι meta άνθρωποι, είναι άφυλοι και στο μετά της ζωής, στο μετά της ύπαρξης. Δεν υπάρχουν σε καμία κατάσταση με βάση το φύλο τους, άσχετα αν οι γύρω τους τους αντιμετωπίζουν έτσι.
Ναι, έχει φεμινιστικά στοιχεία, αλλά όχι, δεν είναι μια ταινία που αρκείται στον φεμινιστικό της χαρακτήρα, ούτε είναι καν το μεγαλύτερο της ποσοστό αυτό.