Ωραίο το μεγαλειώδες, ωραία τα εφέ, ωραίοι οι «στρατοί» από ανθρώπους, αλλά εδώ στην Ευρώπη το ξέρουν καλά οι σκηνοθέτες πως από το μηδέν μπορούν να παράξουν ένα σύμπαν. Ένα Big Bang είναι κάθε ταινία που κάνει ο Πέδρο Αλμοδοβάρ, αφού από μικρότερη από ένα κεφάλι καρφίτσας, γίνεται ένα ηλιακό σύστημα, ένας γαλαξίας, ένα Σύμπαν. Ένα τέτοιο είναι και η ταινία The Room Next Door με πρωταγωνίστριες τις Τίλντα Σουίντον-Τζούλιαν Μουρ, σε ακόμα μια περίπτωση σπουδαίας αφήγησης με δύο σπουδαίους ηθοποιούς να παράγουν χώρο και χρόνο και συνθήκες.
Όπως στο Father με τους Χόπκινς-Κόλμαν, όπως σε τόσες και τόσες περιπτώσεις όπου μια ταινία ήταν περισσότερο θεατρική παράσταση, στο The Room Next Door βλέπουμε πως ένα αρκετά κλισέ και, φαινομενικά, εύκολο θέμα, μπορεί να ξεφύγει από την τετριμμένη φύση του.
Είναι εύκολο να κάνεις ένα δράμα, να συγκινήσεις τον θεατή, αν βάλεις έναν χαρακτήρα να έχει καρκίνο και να πεθαίνει από αυτόν. Αν αρκεστείς σε αυτό, δε θα έχεις τίποτα. Θέλει μια πλειάδα από πράγματα, μια ιστορία που να ξεφεύγει από αυτό, να το υπερβαίνει. Κάτι τέτοιο προσπάθησε να κάνει η ταινία We Live In Time, αλλά κάπου έχασε τον δρόμο της. Το Room Next Door βαδίζει με ηρεμία στο μονοπάτι και οδηγεί τον θεατή σε κάτι που ταπεινώνει το εύκολο δράμα.
Τι αφηγείται η ταινία
Η Μάρθα (Τίλντα Σουίντον) και η Ίνγκριντ (Τζούλιαν Μουρ) είναι δύο φίλες που έχουν για χρόνια χαθεί. Η Μάρθα είναι πολεμική ανταποκρίτρια, η Ίνγκριντ επιτυχημένη και περιζήτητη συγγραφέας. Σε μια παρουσίαση βιβλίου της, το κοινό περιμένει για να υπογράψει βιβλία, εμφανίζεται εκεί μια κοινή τους φίλη και ενημερώνει την Ίνγκριντ πως η Μάρθα είναι στο νοσοκομείο με καρκίνο.
Η Ίνγκριντ σπεύδει κατευθείαν να την δει, κάνουν το catch up ετών και η Μάρθα μοιάζει έτοιμη να κάνει ό,τι θεραπεία χρειάζεται για να ξεπεράσει τον καρκίνο, να κερδίσει. Δεν είναι όμως ο μόνος τρόπος να νικήσεις μια τέτοια ασθένεια.
Όταν η Μάρθα θα ενημερωθεί από τον γιατρό πως ο καρκίνος στις ωοθήκες της δεν υποχώρησε με τη θεραπεία και μοιάζει αδύνατο να νικηθεί, θα πάρει την απόφαση να μην συνεχίσει χημειοθεραπείες, αλλά θα τολμήσει κάτι που θα σώσει την αξιοπρέπειά της. Βρίσκει στη μαύρη αγορά ένα χάπι ευθανασίας και ζητά από την Ίνγκριντ να περάσουν μαζί αυτές τις τελευταίες της ημέρες και να βρίσκεται στο διπλανό δωμάτιο για να είναι εκείνη που θα την βρει.
Πέραν των νομικών ζητημάτων που εγείρονται σε μια τέτοια συνθήκη, υπάρχει και μια σύγκρουση ανάμεσα στον υγιή που μένει πίσω και σε αυτόν που δε θέλει να ταπεινωθεί από την ασθένεια. Η Μάρθα ζητά η Ίνγκριντ να σεβαστεί την επιθυμία της να πεθάνει αξιοπρεπώς και να καταπιεί το συναίσθημά της που θέλει να ωθήσει τη Μάρθα να συνεχίσει τις θεραπείες.
Όταν αποφασίζεις εσύ το τέλος σου, ξέρεις ότι έχεις κερδίσει οριστικά.
Η ταινία δεν έχει τίποτα το εξεζητημένο, είναι απλή, αποτυπώνει τις σχεδιασμένες τελευταίες στιγμές μιας γυναίκας που θέλει η εικόνα που θα έχουν για εκείνη οι γύρω της να είναι της ευτυχισμένης, της αξιοπρεπούς, όχι της ηττημένης από τα φάρμακα, όχι να πονάει σε κάθε τι που κάνει.
Με τόσα λίγα υλικά, με τις δύο μεγάλες κυρίες του παγκόσμιου σινεμά, την Σουίντον και τη Μουρ, ο Αλμοδοβάρ φτιάχνει μια ταινία που έχει κάτι ολοκληρωμένο. Τίποτα δεν λείπει στο τέλος. Είναι μια ταινία πλήρης συναισθηματικά και αφηγηματικά το Room Next Door.
Και καταφέρνει να υπερβεί τον εντυπωσιακό σε σκηνικά, σε εφέ, σε «οπλοστάσιο» Μονομάχο, χάρη και μόνο στις ερμηνείες δύο ηθοποιών που δεν παραδίδουν ποτέ τίποτα λιγότερο από αυτό.
Δε θέλω να σταθώ στο μήνυμα της ταινίας, αυτό το απορροφά και το διαμορφώνει μέσα του ο καθένας όπως θέλει, με βάση και τις προσωπικές του αρχές. Για μένα είναι πάντοτε προτιμητέο να επιτρέπεις στον άλλον να αποχωρεί με τον δικό του τρόπο, να ορίζει αυτός το παιχνίδι της ζωής.
Όλα μια ψευδαίσθηση είναι, ναι. Μα καλύτερα να πεθαίνεις με την ψευδαίσθηση πως νίκησες, παρά να ζεις με την ψευδαίσθηση πως χάνεις και ο αφόρητος πόνος θα σου χτυπά την πόρτα καθημερινά.
Αν η ίδια η ζωή σου στερεί τη δυνατότητα να δεις την ομορφιά της, δεν έχει νόημα. Αυτό το λέω όμως εγώ, επιλέγω εγώ η ταινία να σταθεί έτσι μέσα μου.
Δεν χρειάζεται κιόλας να ασχοληθείς με αυτό το κομμάτι. Μπορείς απλά να θαυμάσεις τις ερμηνείες και την απλότητα της σκηνοθεσίας του Αλμοδοβάρ, ενός ρέκτη της Τέχνης, ενός εραστή της γυναικείας φύσης.
Το Room Next Door είναι μια άξια του Χρυσού Λέοντα της Βενετίας ταινία και δε βλέπω πώς οι πρωταγωνίστριες και ο σκηνοθέτης δε θα είναι διεκδικητές Όσκαρ τον Μάρτιο.