Η ταινία του Ρότζερ Μισέλ που προβάλλεται στο Ertflix με τον τίτλο The Duke φέρνει μία καλοπροαίρετη πρόθεση για την υπόθεση της κλοπής του πορτρέτου του Δούκα του Ουέλινγκτον που φιλοτέχνησε ο Γκόγια το 1961.
Όπως συμβαίνει με τόσους πολλούς από τους πιο επιτυχημένους δημιουργούς του κινηματογράφου, ο γεννημένος στη Νότια Αφρική Βρετανός σκηνοθέτης Ρότζερ Μεσέλ δεν ήταν το είδος του δημιουργού με μοναδικό ξεχωριστό στυλ.
Αντιθέτως, ήταν ένας πολυτάλαντος τεχνίτης που μπορούσε να ασχοληθεί με ευκολία με μια σειρά από είδη. Από την κλασική ρομαντική κωμωδία Notting Hill του Ρίτσαρντ Κέρτις μέχρι το αμερικανικό θρίλερ Changing Lanes και το απολαυστικά δαιδαλώδες σκοτεινό ρομάντζο My Cousin Rachel της Ντάφνε ντε Μαριέ, ο Michell αντιλαμβανόταν ενστικτωδώς τις διαφορετικές απαιτήσεις κάθε ιστορίας που αφηγούταν.
Προσάρμοσε με μεγάλη επιτυχία για την τηλεόραση τον Βούδα των προαστίων του Χανίφ Κουρεϊσί, έδωσε στην Αν Ρέιντ τον καλύτερο ρόλο της στο δράμα The Mother, που έσπασε τα ταμπού και το σενάριο του Κουρεϊσί, και σκηνοθέτησε μια πολύ υποτιμημένη κινηματογραφική διασκευή του Enduring Love του Ίαν ΜακΈβαν.
Η δραματική ταινία μεγάλου μήκους του, The Duke, διαθέτει μία εξαιρετική ισορροπία ανάμεσα στο δράμα και την κωμωδία και βασίζεται σε αληθινή ιστορία, με κεντρικό ήρωα έναν ιδεαλιστή που αγωνιζόταν για έναν καλύτερο κόσμο, ενώ έκρυβε διακριτικά το οικογενειακό του δράμα πίσω από μία με κάποιον τρόπο εκκεντρική -σε κάποια σημεία και γραφική- συμπεριφορά.
Ο Τζιμ Μπρόουντμπεντ ενσαρκώνει μία εντυπωσιακά τραγικωμική φιγούρα, τον Κέμπτον Μπάντον, μια πραγματική προσωπικότητα που απέκτησε φήμη στα μέσα της δεκαετίας του ’60 μετά την κλοπή του πορτρέτου του Δούκα του Wellington από την Εθνική Πινακοθήκη.
Συναντάμε τον Μπάντον στο εδώλιο του κατηγορουμένου στο Λονδίνο, να δηλώνει αθώος για την κλοπή του εν λόγω πίνακα, του οποίου δεν ήταν ποτέ θαυμαστής («Δεν είναι πολύ καλός, έτσι δεν είναι;»).
Στη συνέχεια επιστρέφουμε στο παρελθόν, στην άνοιξη του 1961, όπου ο συνταξιούχος οδηγός λεωφορείου και αυτοαποκαλούμενος Ρομπέν των Δασών έχει νιώσει το μακρύ χέρι του νόμου επειδή αρνήθηκε να πληρώσει το τέλος της τηλεοπτικής του άδειας (εκείνη την εποχή πλήρωναν συγκεκριμένο φόρο για να δούνε τηλεόραση).
Εξοργισμένος που ξοδεύονται δημόσια χρήματα για να διατηρηθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο ένα «πορτρέτο κάποιου Ισπανού μεθύστακα», ο Μπάντον θεωρεί ότι τα χρήματα θα ήταν καλύτερα να δαπανηθούν για «χήρες πολέμου και συνταξιούχους… για το μεγαλύτερο καλό της ανθρωπότητας».
Όταν ο Γκόγια εξαφανίζεται, οι Αρχές αρχικά υποπτεύονται εξαιρετικά οργανωμένους διεθνείς εγκληματίες, μεταξύ των οποίων πιθανότατα και «έναν εκπαιδευμένο κομάντο». Αλλά όταν η πολύπαθη σύζυγος του Κέμπτον, η Ντόροθι (Έλεν Μίρεν) βρίσκει «ένα κλεμμένο αριστούργημα στην ντουλάπα μου!», φαίνεται ότι ο σύζυγός της έχει ξεπεράσει τον εαυτό του στην προσπάθειά του να πολεμήσει την κοινωνική αδικία, οδηγώντας παράλληλα τους κοντινούς και αγαπημένους του ανθρώπους σε σύγχυση στο σπίτι.
Το καλοδουλεμένο σενάριο της ταινίας του Μισέλ συνυπογράφουν οι Ρίτσαρντ Μπιν και Κλάιβ Κόλεμαν.
Τόσο ο Μπρόουντμπεντ όσο και η Μίρεν δίνουν δύο καλές ερμηνείες στο πρωταγωνιστικό ζευγάρι, αποτυπώνουν εξαιρετικά τις αντιθέσεις και το δράμα που τους δένει, ισορροπούν με μέτρο τις αντιφάσεις των δύο ηρώων (ο Μπάντον μάχεται για ελεύθερη τηλεόραση, η γυναίκα του πληρώνει την ειδική άδεια, ο Μπάντον δεν θυσιάζει τα ιδανικά του καταλήγοντας συνήθως άνεργος, η γυναίκα του εργάζεται σκληρά και θεωρεί ότι ο σύζυγός της είναι απλώς ένας αιθεροβάμων, παρόλα αυτά τον στηρίζει και προσπαθεί να διώξει τις ενοχές του).
Ο Μπρόουντμπεντ δημιουργεί ένα επιτυχημένο μείγμα ατρόμητου και ανόητου, ακόμη και όταν η ταινία γέρνει από την κοινωνική σάτιρα στη θεατρική ανοησία. Η Μίρεν μετατρέπει την αγανάκτηση σε μορφή τέχνης.
Το The Duke είναι μια ευχάριστη ταινία, η οποία προτιμά να πλαισιώνει την ιστορία της ως μια ξεδιάντροπα παλιομοδίτικη ιστορία του αουτσάιντερ -μια παράλογη μάχη του μικρού ανθρώπου ενάντια στη μονολιθική γραφειοκρατία και αξίζει να τη δεις.