16 χρόνια μετά την προηγούμενη ταινία του, ο Τοντ Φιλντ επέστρεψε στο δεύτερο μισό του 2022 με τη νέα του ταινία, το Tar, στο οποίο πρωταγωνιστεί η Κέιτ Μπλάνσετ και αποτελεί μια συνθήκη one woman show film, όπου όλοι οι υπόλοιποι ρόλοι είναι χαλιά για να πατήσει πάνω τους η κεντρική ηρωίδα και τίποτα περισσότερο.
Τέτοιες ταινίες καλούνται πάντοτε να αντιμετωπίσουν το εμπόδιο του να γίνουν βαρετές. Αν δεν είναι βιογραφικές – ακόμα κι αυτές αποθεώνονται μόνο για τον πρωταγωνιστή και για τίποτε άλλο (βλ. Άνα ντε Άρμας στο Blonde) – ή δεν σχετίζονται με κάποια προϋπάρχουσα μυθολογία (βλ. Joker με τον Φοίνιξ), είναι πολύ πιθανό να καταλήξουν ανυπόφορες στη θέαση. Ειδικά για το παγκόσμιο κοινό του σήμερα που δεν αντέχει να δει ταινία πάνω από 90 λεπτά, παρά μόνο αν του την προσφέρεις σε τεμάχια, άρα σε μορφή σειράς.
Ακόμα κι οι αθεράπευτοι σινεφίλ, έχουν υποπέσει σε αυτή την ατραπό. Είδε κανείς το The Irishman με τη μία; Όχι. Εγώ το τεμάχισα σε 3 επεισόδια. Αντιθέτως, αν με βάλεις να δω 10 μισάωρα επεισόδια κάποιου sitcom ή 4 επεισόδια του The Last of Us, που είναι ακριβώς ίδια διάρκεια, θα τα δω με τη μία.
To Tar είναι μια ταινία 157 λεπτών, που μέχρι περίπου τα μισά έχει μια απαιτητική αφήγηση, η οποία κρατάει τον θεατή χάρη σε κάποια πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία της. Ένα απ΄αυτά, για το οποίο μάλιστα έχει κατακριθεί αρκετά η ταινία και η ίδια η Κέιτ Μπλάνσετ, μια φεμινίστρια που αμφισβητείται ο φεμινισμός της, είναι και η καταγγελία του cancel culture.
Η Λίντια Ταρ, η κεντρική ηρωίδα, είναι μαέστρος στη Συμφωνική Ορχήστρα του Βερολίνου, σε μια θέση όπου σπανίως συναντά κανείς γυναίκα. Είναι επίσης καθηγήτρια στη φημισμένη σχολή Juilliard στη Νέα Υόρκη. Δεν είναι όμως ένα στόρι κατάκτησης μιας θέσης από μια γυναίκα.
Τα gender issues του Tar
Το Tar είναι μια ταινία που δεν θέλει να αναδείξει ένα φύλο ως κακοποιητικό, αλλά να αποτυπώσει το πώς μπορεί η θέση εξουσίας, η αποδοχή του έργου σου και η ανάγκη να είσαι για πάντα στην κορυφή, να μην σε ξεπεράσει κανείς, μπορεί να σε κάνει ασφυκτικό προς τους γύρω σου, συγκεντρωτικό, πνιγηρό ως προς τις δικές τους ικανότητες. Είτε αυτοί είναι γηραιότεροι είτε νεότεροι. Κι η Λίντια Ταρ είναι μια τέτοια περίπτωση.
Δεν είναι μόνο η θέση εξουσίας και η αυταρέσκεια της. Είναι και η θέση θέασης της τέχνης, της μουσικής. Την αντικρύζει ως κάτι Ιερό, ως έναν ναό. Και γι΄αυτό δεν μπορεί να δεχτεί τις μπούρδες που ακούει από τους νέους woke φοιτητές της. Ένας συγκεκριμένα, που είναι πάμφυλος στην ταυτότητα φύλου, απορρίπτει τον Μπαχ γιατί έκανε διακρίσεις. Κρίνει δηλαδή το σπουδαίο μουσικό έργο κάποιου με βάση τις απόψεις που αυτός ο κάποιος είχε σε μια εποχή όπου δεν υπήρχε καν η λέξη ενσυναίσθηση και το woke.
«Συγγνώμη, δεν καταλαβαίνω πως οι προτιμήσεις του στο κρεβάτι έχουν κάποια σχέση με την Σι Ελάσσονα» του απαντά η Ταρ, η οποία είναι μια ομοφυλόφιλη γυναίκα. Άρα θα της ήταν πολύ εύκολο να καταφύγει σε αυτή την κουλτούρα που σε πολλά της τμήματα είναι απολυταρχικά ακυρωτική.
Αυτό το κομμάτι της ταινίας είναι που ενόχλησε και πολλούς gender activists που είναι δυο στο λάδι, τρεις στο ξύδι. Τι θα γίνει αν ο Χ άνθρωπος αποφασίσει να κρίνει τη δουλειά του άλλου με βάση τις σεξουαλικές του προτιμήσεις; Θα πρέπει μετά να κριθεί και ο ίδιος ο Χ για αυτό. Το αντέχει; Στην αριστοτεχνικά δομημένη σκηνή του Tar, βλέπουμε τον πάμφυλο Μαξ να θίγεται και να αποχωρεί από το μάθημα, μόνο και μόνο επειδή η Λίντια ακολούθησε τη δική του θεώρηση των πραγμάτων.
Είναι βέβαια η μόνη σκηνή στην οποία βλέπουμε ξεκάθαρα μια σπουδαία καθηγήτρια και όχι μόνο μια σπουδαία μεν, εγωπαθή δε μουσικό, μαέστρο.
Η Λίντια έχει και ένα μυστικό στο παρελθόν της το οποίο της χτυπάει την πόρτα όταν μια κοπέλα με την οποία συνδέθηκε ερωτικά, βρίσκεται νεκρή από αυτοκτονία. Η Λίντια δεν κλαίει, δεν λυπάται, δεν ξεσπά. Το αφήνει να υπάρχει, να ανακινείται ως είδηση. Τη νοιάζει να σβήσει τα mail που είχε ανταλλάξει μαζί της και αποδεικνύουν ότι είχαν σχέση. Παράλληλα, έχει μια σχέση με μια συνάδελφο και μαζί έχουν υιοθετήσει ένα παιδί.
Το κυνήγι του Ύψιστου και Αιώνιου
Σε όλο αυτό, προκύπτουν συμβάντα που αποδεικνύουν πως η φήμη της είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή της. Όσο κι αν δε θέλει να παίξει το παιχνίδι των φύλων, το παιχνίδι της εξουσίας, υποβάλλονται τα κίνητρα της από την ανάγκη να πει στον κόσμο ότι μια λεσβία γυναίκα έχει τη μπαγκέτα σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο. Δεν ενισχύει τον φεμινισμό της, αλλά τον εγωισμό της.
Όμως, νιώθω πως άδικα έχω δώσει τόσο πολύ χώρο σε τέτοια ζητήματα ως προς το Tar γιατί είναι μια ταινία που η σεναριακή της εξέλιξη της προσδίδει μια καλλιτεχνική υπόσταση η οποία μάλλον υποβαθμίζεται όταν καθόμαστε να μιλήσουμε για gender issues και politics.
O Τοντ Φιλντ έχει φτιάξει μια ιστορία που η τέχνη είναι το επίκεντρο, το λίκνο της ομορφιάς, αλλά τα κλαδιά που απλώνονται γύρω της, έχουν τα αγκάθια της ζωής της Λίντια Ταρ.
Η Λίντια βρίσκεται κοντά στο να ολοκληρώσει ένα masterpiece, κάτι που δύσκολα πετυχαίνουν οι μαέστροι. Να ηχογραφήσει με την ορχήστρα της όλο το έργο ενός συνθέτη. Το τελευταίο κομμάτι στο παζλ είναι η 5η Συμφωνία του Μάλερ. Στην πρώτη σκηνή της ταινίας η Ταρ λέει πως γνωρίζει από την πρώτη στιγμή σε μια σύνθεση τον χρόνο, το πότε πρέπει να παιχτεί κάθε νότα και πότε θα φτάσει αυτή και ο ακροατής στον προορισμό της σύνθεσης.
Κι αυτό ξεδιπλώνει ο Φιλντ στην ταινία. Μια σύνθεση. Το Tar ακολουθεί τις διακυμάνσεις της 5ης Συμφωνίας του Μάλερ. Πρώτα πάει αργά, μετά σε ένα κανονικό βάδισμα και μετά γίνεται πιο αλέγρος ο ρυθμός. Η αλεγρία πριν την πτώση στον γκρεμό. Μια πτώση που για την Λίντια Ταρ αποτυπώνεται κάπου στο 100ο λεπτό της ταινίας, στη σκηνή όπου η πραγματικότητα δίνει τα σκήπτρα στα οράματα, στις ψευδαισθήσεις.
Το τέλος της πραγματικότητας
Στο σημείο που η Ταρ ετοιμάζεται να ηχογραφήσει την 5η Συμφωνία, εκεί η ταινία σπάει και αλλάζει την πορεία της. Όσα βλέπουμε είναι αμφισβητήσιμα, μια σκηνή με σκοτάδι και ασαφή πράγματα, καταργεί το φως που υπήρχε ως εκείνο το σημείο.
Στο φινάλε της ταινίας η Λίντια, αφού έχει χάσει την θέση της, έχει τιμωρηθεί για την κακοποιητική της συμπεριφορά, καταλήγει στις Φιλιππίνες να παίζει μουσική και βρίσκεται για μασάζ σε έναν χώρο όπου επιλέγει ο πελάτης τη γυναίκα που θα του κάνει μασάζ. Είναι όλες συγκεντρωμένες σαν σε χαρέμι, σαν αιχμάλωτες, σε μια αίθουσα και έχουν έναν αριθμό. Η Λίντια διαλέγει το Νο5. Την 5η Συμφωνία.
Έμπλεη συμβολισμών και σκιών, η ταινία Tar είναι μια αφήγηση με μεγάλο βάρος για τον θεατή, το οποίο όμως κάνει πιο ελαφρύ η ερμηνεία της Κέιτ Μπλάνσετ που είναι η κορυφαία ηθοποιός στις ΗΠΑ. Πιο πάνω κι από την Μέριλ Στριπ κι από όλες. Ίσως η κορυφαία όλων στο Χόλιγουντ με βάση αυτή την ερμηνεία. Προσωπικά, μόνο τον Ντενζέλ Ουάσινγκτον θυμάμαι τα τελευταία 4-5 χρόνια να με αφήνει άλαλο, στην ερμηνεία του στο Macbeth του Κοέν πέρσι.
Το Tar είναι πάνω από μια απλή ταινία. Είναι μια ερμηνευτική προσέγγιση, μια φιλοσοφία, ένα θεώρημα περί τέχνης, περί του Ύψιστου που είναι η πνευματική απελευθέρωση. Δεν είναι τυχαίο πως η ηρωίδα αναφέρει στην πρώτη σκηνή την επαφή της με μια φυλή όπου ο καθένας κάνει ένα πνευματικό ταξίδι για να βρει το δικό του τραγούδι. Για να το αναζητήσει, θα πρέπει να πετάξει το σώμα του και να ενωθεί με το πνεύμα που θέλει να γίνει.
Γι΄αυτό και η κοπέλα που αυτοκτονεί, είναι παρούσα ως ένα φάσμα σε αρκετές σκηνές. Σε ένα μείγμα που περιλαμβάνει και την ταλμουδική θεωρία περί ψυχής, το Tar είναι ένα ακαδημαϊκό δείγμα κινηματογράφου. Το μεγαλύτερο παράσημο του είναι ότι ο δύστροπος Μάρτιν Σκορτσέζε που κράζει παντού το σινεμά της Marvel, δήλωσε όταν είδε την ταινία πως χάρη σε αυτή νιώθει και πάλι αισιόδοξος για το μέλλον του σινεμά!