Η μυθολογία του The Matrix συστήθηκε εντυπωσιακά με την πρώτη ταινία, συνέχισε ακόμα καλύτερα με το Reloaded, αλλά στο Revolution μάλλον έληξε απότομα το saga. 18 χρόνια μετά η Λάνα Γουατσόφσκι, αυτή τη φορά χωρίς την αδερφή της, ανέλαβε να φέρει εις πέρας μόνη της το The Matrix Resurrections και παρόλο που το σενάριο κρίνεται ως πολύ καλό, η σκηνοθετική τοποθέτηση και εν γένει το αποτέλεσμα, δεν ήταν αντάξιο του σεναρίου και φυσικά των προσδοκιών των απανταχούν fans του Matrix Universe.
Αν μπορεί μια λέξη να συνοψίσει το 4ο Matrix και να το χαρακτηρίσει, αυτό είναι η πολυπλοκότητα. Είναι ένα δαιδαλώδες φιλμ που δυσκολεύεσαι να το ακολουθήσεις στην πλήρη του εξέλιξη. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, αλλά δεν είναι και καλό. Δηλαδή αν είσαι από τους τύπους που ξετρελάθηκαν με το Tenet, το The Matrix Resurrections είναι της ίδιας συνωμοταξίας. Θα σε κάνει να νιώσεις λιγάκι χαζός. Αν αυτό σου αρέσει, τότε σίγουρα δε θα συμφωνήσεις με τις λέξεις που έχουν προηγηθεί και όσες θα ακολουθήσουν.
Με μια λογική inception και τρολιάς, η Λάνα Γουατσόφσκι έστησε το The Matrix με απώτερο στόχο να γίνει ένα love story, έστω και ψηφιοποιημένο, έστω εμβυθισμένο σε μια ψηφιακή πραγματικότητα. Απέχει πολύ από τα προηγούμενα, ακριβώς γιατί επιχειρεί να τα ανατρέψει με τον τρόπο που εξελίσσει τον Neo και την Trinity. Και κάτω από τη δύναμη της αγάπης που στο τέλος νικάει ακόμα και τις προσομοιώσεις, η Γουατσόφσκι κάνει το δηκτικό της σχόλιο για την ανάγκη του Χόλιγουντ να κάνει sequels και να επιστρέφει σε ιστορίες που μοιάζουν να έχουν τελειώσει.
Εδώ, στο Resurrections, έχουμε την ανάσταση του Τόμας Άντερσον, ο οποίος είναι εγκλωβισμένος σε μια ψευδαίσθηση που τον θέλει δημιουργό της gaming τριλογίας με τίτλο The Matrix, αλλά όταν εμφανίζονται η νέα έκδοση του Morpheus με την Bugs, καταλαβαίνει ότι δεν είναι αυτή η ζωή του και έχει πέσει θύμα του αφεντικού του στην εταιρεία, αλλά και του υποτιθέμενου ψυχολόγου του.
Από το σημείο εκείνο και στη συνέχεια, για περίπου 20-25 λεπτά, το The Matrix πιάνει τον παλμό του παρελθόντος του και την ανάγκη του κοινού και προσφέρει σκηνές πάλης σώμα με σώμα, με τον τρόπο που μας έχει μάθει αυτή η ιστορία και με τον Κιάνου Ριβς πρωταγωνιστή σε αυτό, ενώ ο Τζόναθαν Γκροφ, ο νέος Agent Smith, είναι επίσης πολύ καλός έχοντας μια βαρύτητα ρόλου πάνω του.
Το The Matrix Resurrections πέφτει θύμα της ίδιας του της πρόθεσης
Μετά από τη σεκανς σε ένα υπόγειο όπου γίνεται όλο το action, μεταφερόμαστε στα κεντρικά του πολυσύμπαντος όπου η Niobe σχεδιάζει την αρπαγή της Trinity από την κάψουλα βιογέλης στην οποία είναι κλεισμένη. Ο Neo έχει ήδη αποδράσει από εκεί και όλοι μαζί στήνουν μια κομπίνα ώστε να αποπροσανατολίσουν τον Ψυχαναλυτή όσο την απελευθερώνουν και να τον αναγκάσουν να την αφήσει ελεύθερη και να σμίξει με τον Neo.
Σε κάθε σκηνή στην οποία μας παρουσιάζεται το στήσιμο του πλάνου, είναι τουλάχιστον αδιάφοροι και απλώς συστήνει με κάποιο τρόπο 1-2 χαρακτήρες που είδαμε σε προηγούμενες σκηνές στις παρυφές της λήψης, όπως η Πριγιάνκα Τσόπρα που αποδεικνύεται το κλειδί για να σώσουν την Trinity.
Η τελευταία γίνεται γρήγορα η πρωταγωνίστρια και αναλαμβάνει να οδηγήσει τον Neo στην ασφάλεια. Μαζί ξανά, αυτή τη φορά με διάθεση να αλλάξουν τους κανόνες του παιχνιδιού. Όχι να βγουν απ΄αυτό, να μείνουν και να το αλλάξουν. Αυτή τη φορά το κόκκινο χάπι είναι αυτό που διαλέγουν.
Όσο κι αν ο Κιάνου Ριβς και η Κάρι-Αν Μος αποτελούν δύο ήρεμες δυνάμεις, όσο κι αν διαφοροποιούν την προσέγγιση που έχουν στους ρόλους τους, αυτό δεν αρκεί για να κάνει το The Matrix Resurrections μια ταινία που μπορεί να τρέξει στο χρόνο και να γίνει ένα νέο σημείο αναφοράς. Εδώ μετά βίας καταφέρνει να κλείσει την απόσταση της από το κλείσιμο της τριλογίας. Είναι λες και η Γουατσόφκι το έκανε επίτηδες έτσι για να πει στη βιομηχανία και στο κοινό ότι φτάνει με τα reboots και τις ιστορίες που έχουν κλείσει κι ότι δε χρειάζεται να τις σκαλίζουμε ακόμα, 18 χρόνια μετά.
Αν σε κάτι κερδίζει τρομερά, είναι σαφώς στα οπτικά εφέ και στο χτίσιμο αυτής της πολυπλόκαμης ψευδοπραγματικότητας, το οποίο τη σήμερον ημέρα δεν είναι σπουδαίο ως επίτευγμα, αλλά η Γουατσόφσκι το κάνει με έναν τρόπο ιδιαίτερο.