Διαβάζω και ξαναδιαβάζω τον τίτλο του κειμένου και θέτω διαρκώς την ερώτηση: ωραία, τι ακριβώς σε απογοήτευσε; Και δεν έχω απάντηση. Δεν βρίσκω τις λέξεις για να το περιγράψω. Νιώθω σίγουρα πως κάτι δεν μου έδωσε αυτή η ταινία, με βάση βέβαια την προσδοκία που είχα όταν είδα το trailer, μα δεν γνωρίζω να το πω με λέξεις. Συμβαίνει κι αυτό. Συμβαίνει κυρίως αυτό όταν μιλάμε για τέχνη. Τα περισσότερα πράγματα είναι μη μετρήσιμα με λέξεις, είναι εξωλεκτικά. Κουνάς τα χέρια σου για να το περιγράψεις, σαν να προσπαθείς να βγάλεις κάτι από μέσα σου, σα να θες να σκίσεις το σώμα σου και να δείξεις ένα συγκεκριμένο σημείο στον άλλον, να το δει για να καταλάβει.

Κι αν τελικά καταφέρεις να το ανοίξεις και να το δει, έχεις καθόλου ιδέα τι θα δει; Αν αυτό που θες να δει, έχει συγκεκριμένο χρώμα και σχήμα, ώστε να μεταφερθεί το συναίσθημά σου; Μπορεί και όχι.

Η ταινία We Live In Time με τον Άντριου Γκάρφιλντ και τη Φλόρενς Πιου, είναι μια ταινία που αν ξέρεις τον τίτλο και δεις το trailer, γνωρίζεις την πλοκή. Δεν υπάρχει κάποιο spoiler. Η πρωταγωνίστρια έχει καρκίνο σε μη αναστρέψιμο σημείο, πεθαίνει στο τέλος, αυτό που κοιτάς, επομένως, είναι το πώς θα δομηθεί η ιστορία για να φτάσουμε στον θάνατο και τι συμβαίνει στους εναπομείναντες μετά από την απώλεια.

Τι πραγματεύεται η ταινία

Μια ταινία που περιμένεις να σε κάνει να συγκινηθείς βαθιά, νιώθεις ότι κάτι λείπει και τελικά σε αποζημιώνει με το φινάλε

Στο στόρι της ταινίας λοιπόν, έχουμε την Άλμουτ και τον Τομπάιας, οι οποίοι γνωρίζονται όταν η Άλμουτ πέφτει με το αμάξι της πάνω στον πεζό Τομπάιας και τον πάει στο νοσοκομείο για να τον φροντίσουν. Μετά, τον καλεί στο εστιατόριό της, είναι σπουδαία σεφ, και το ρομάντσο τους αρχίζει. Ο Τομπάιας μόλις έχει πάρει διαζύγιο, η Άλμουτ έχει βγει από μια μεγάλη σχέση με μια συνάδελφό της, ζουν τη στιγμή, αλλά ο Τομπάιας θέλει να είναι με κάποια που θέλει να κάνει παιδί. Η Άλμουτ δε νομίζει πως θέλει.

Αυτό φέρνει μια ρήξη στη σχέση τους, στο ξεκίνημά της, όμως ο Τομπάιας καταλαβαίνει εκεί πως δεν τον νοιάζει το μέλλον, αλλά το να είναι μαζί της. Η ζωή τα φέρνει έτσι και κάνουν παιδί, μετά από αρκετή προσπάθεια κι ενώ η Άλμουτ έχει περάσει ήδη έναν καρκίνο στις ωοθήκες της, που τον έχει καθαρίσει, το κοριτσάκι είναι κάπου στα 3 του χρόνια όταν ο καρκίνος κάνει ξανά την εμφάνισή του. Και την κάνει πιο επιθετικά, πιο αδυσώπητα, δίχως γυρισμό.

Παρά τη θεραπεία, δεν μειώνεται ο όγκος ώστε να μπορεί να αφαιρεθεί με επέμβαση και η Άλμουτ αποφασίζει πως δε θέλει να ζήσει όσο της απομένει μέσα σε χημειοθεραπείες και με το να ξερνάει συνεχώς. Θέλει να ζήσει λιγότερο, χωρίς θεραπεία, αλλά χαρούμενη.

Και βάζει στόχο να περάσει τις τελευταίες της εβδομάδες πετυχαίνοντας πράγματα, όπως να εκπροσωπήσει τη Βρετανία σε έναν πανευρωπαϊκό διαγωνισμό γαστρονομίας ή να επιστρέψει στο πατινάζ που έκανε μικρή, αλλά σταμάτησε διότι πέθανε ο πατέρας της που αυτός την είχε μυήσει στο άθλημα.

Αυτή είναι η πλοκή, πιστέψτε με δε σας χάλασα κάτι σε επίπεδο ιστορίας, διότι η ταινία δεν είναι ταινία που σε ενδιαφέρει η ιστορία ως ιστορία, αλλά το πώς ξεδιπλώνεται και ποιο συναίσθημα πάει να σου γεννήσει η κάθε σκηνή.

Μια ταινία που περιμένεις να σε κάνει να συγκινηθείς βαθιά, νιώθεις ότι κάτι λείπει και τελικά σε αποζημιώνει με το φινάλε

Μια αίσθηση πως κάτι λείπει από την ταινία

Κι ενώ έχω περιγράψει γραμμικά την ταινία, δεν θα τη δεις έτσι. Γίνονται διαρκώς χρονικά άλματα, η ταινία ξεκινάει από ένα σημείο στο οποίο η Άλμουτ μαγειρεύει στον Τομπάιας πρωινό και έχουν το παιδί, μετά τη βλέπουμε με την κοιλιά, μετά τους βλέπουμε στις αρχές της σχέσης τους και γίνονται μπρος πίσω, τα οποία είναι μια πολύ καλή επιλογή για να γίνει η αφήγηση.

Οι δυο τους είναι αυτοί που αποτελούν το καστ, όλοι οι υπόλοιποι περνάνε και φεύγουν, με εξαίρεση τον πατέρα του Τομπάιας που έχει λίγη παραπάνω συμμετοχή, μα τίποτα το ουσιαστικό ως προς την εξέλιξη της πλοκής.

Η ταινία είναι αυτοί οι δύο, η σχέση τους, η διαχείριση του τραύματος που ανοίγει όταν μαθαίνουν πως ο καρκίνος στις ωοθήκες της Άλμουτ είναι μεγάλος και το ξεδίπλωμα της ταινίας, είναι σαν να βλέπεις τη ζωή όπως ακριβώς είναι. Η ζωή δεν έχει σκηνοθεσία, δεν έχει, σώνει και ντε, κλιμάκωση, μπορεί να είναι μια ευθεία γραμμή έχοντας συναισθήματα και εντάσεις. Αλλά τις βλέπεις με την εμπειρία της ηλικίας στην οποία βρίσκεσαι.

ταινία

Αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον με το We Live In Time. Εγώ στα 33 μου νιώθω μια μικρή απογοήτευση διότι δε με έκανε να πλαντάξω στο κλάμα όπως ήλπιζα, αλλά αυτό δεν έχει να πει κάτι για την ταινία σε επίπεδο καλλιτεχνικό, έχει να πει για μένα.

Πραγματικά, δε μπορώ να βρω κάτι να προσάψω στην ταινία. Σεναριακά και σκηνοθετικά είναι άρτια. Μοιάζει, σε μένα, σαν να της λείπει «αλάτι», αλλά δεν έχω πώς να περιγράψω αλλιώς παρά μόνο έτσι: το We Live In Time είναι μια πολύ καλή ταινία, που τελικά είναι λιγότερο καλή από το προσδοκώμενο, χωρίς όμως να φταίει η ταινία, μα η θέση του θεατή.

Ο Γκάρφιλντ κι η Πιου είναι πολύ καλοί στις ερμηνείες τους, η διακύμανση της αφήγησης είναι ιδανική, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορώ να πω ότι είναι κακό. Κι όμως, συμβαίνει κι αυτό, μπορούν να υπάρξουν ταινίες που όλα έγιναν όπως έπρεπε και τελικά δεν πήγαν στο τέρμα τους. Υπάρχει μια αίσθηση πως κάτι λείπει, μα αόριστο, ασχημάτιστο.

Γι’ αυτό και δεν έχει κανένα νόημα το τι υποστηρίζω για την ταινία, διότι μπορεί εσύ να πας, να τη δεις και να συγκινηθείς αρκετά και να σου αρέσει, γιατί βρίσκεσαι σε μια διαφορετική θέση από μένα στη ζωή σου.

Οφείλω κάπου εδώ, για το κλείσιμο, να πω ότι βρήκα πολύ όμορφο το πώς ολοκληρώνεται η ταινία, ότι αντιμετωπίζει με σεβασμό τον χαρακτήρα, την ηρωίδα της, την Άλμουτ, και της δίνει τον θάνατο που αρμόζει στην ψυχή της και σε αυτό που ήθελε να είναι ως τελευταία εικόνα πριν πεθάνει. Όταν το δείτε, θα καταλάβετε τι εννοώ.