Ο Παζολίνι κατατάσσεται στους «μάγους» της Μεγάλης Οθόνης, με την τελευταία του ταινία Σαλό ωστόσο να ξεσηκώνει, σκανδαλίζει και διχάζει τους κριτικούς, το κοινό και την κοινωνία.
Λίγες ημέρες πριν την προβολή του, ο Παζολίνι δολοφονείται άγρια*, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, συνδέοντας ακόμη και το τέλος της ζωής του με τις βίαιες εικόνες της ταινίας.
Η ταινία βασίζεται στο έργο του Μαρκήσιου ντε Σαντ 120 Μέρες των Σοδόμων, ωστόσο ο Παζολίνι επιχειρεί μία προέκταση… Δεν αφήνει τη δράση των βασανιστηρίων μέσα στον Πύργο του Σίλινγκ το 17ο αιώνα, αλλά τη μεταφέρει στις μέρες του επικείμενου τέλους του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στην «Ιταλική Κοινωνική Δημοκρατία», γνωστή και ως «Δημοκρατία του Σαλό», δημιουργώντας έναν θανατηφόρο συνδυασμό: από τη μία η σκανδαλώδης ιστορία και τα δρώμενα του Ντε Σαντ, από την άλλη το ιστορικό πλαίσιο του φασισμού.
Ο Καμύ αναφερόμενος στο έργο του ντε Σαντ που ενέπνευσε το Σαλό, είχε συμπεράνει ότι ο Ντε Σαντ στο όραμά του προέβλεψε τη θέληση να επιτύχουν «μια πλήρη ελευθερία λίγων με την υποδούλωση πολλών», η οποία βρίσκει την καλύτερη έκφραση στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Ενδιάμεσος κριτής το κοινό το οποίο όπως αναφέρει η Naomi Green: «Θα υποστήριζα ότι αν το κοινό νιώθει μια αίσθηση μουδιάσματος και μολυβένιας αδυναμίας καθώς παρακολουθεί την ταινία, δεν οφείλεται μόνο στο τι βλέπει, αλλά και στο πώς βλέπει και πώς τοποθετείται κριτικά για τον Salò».
Η προβολή της ταινίας δεν απαγορεύτηκε μόνο στην Ιταλία, αλλά σε 15 χώρες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η Μεγάλη Βρετανία, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Φιλανδία, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα.
Στη χώρα μας η ταινία απαγορεύτηκε το 1976 για λόγους «προσβολής της δημόσιας αιδούς», απαγορεύτηκε ξανά τον Απρίλιο του 1980, και τελικά προβλήθηκε μετά τη δημόσια παρέμβαση της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου.
Αν παρατηρήσουμε σε μία αλληγορική μετάφραση την ταινία, θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για μία πολιτική διαμαρτυρία στην οποία συνυπάρχουν τρία ακραία συστήματα: Ο σαδισμός, ο φασισμός και ο νεοκαπιταλισμός και ορίζουν τις συντεταγμένες στο αχρονικό τελετουργικό διάβημα του Σαλό.
Η ωμή βία του Σαντ και κάθε ακραία φαντασίωση που παίρνει σάρκα και οστά, παραβιάζοντας κάθε ηθική αναστολή και δίνοντας ώθηση στα ζωώδη ένστικτα και ο φασισμός ως ολοκληρωτικό σύστημα, το οποίο ασκεί καθοριστικό έλεγχο πάνω στις ζωές των ατόμων παραβιάζοντας, μέσω της αναστολής άρθρων του συνταγματικού χάρτη, πτυχές της ύπαρξης που δεν θα έπρεπε να «θίγονται» από την πολιτική.
Το σώμα εδώ γίνεται εργαλείο έκφρασης όχι απλώς του φυσικού πόνου που νιώθει από τα τερατώδη βασανιστήρια, αλλά κυρίως του πόνου της ψυχής που εξευτελίζεται και ακυρώνεται καθώς επικρατεί το ζωώδες και τα ένστικτα επιβολής.
Οι εικόνες θυμίζουν εκείνες των ναζιστικών στρατοπέδων, όπου η εξαθλίωση του σώματος των αιχμαλώτων τοποθετούσε τα θύματα σε μία «κατάσταση εξαίρεσης» όπως τοποθετείται ο Καρλ Σμιτ.
Η εξουσία στο έργο ασκείται μέσω ενός σεξουαλικού κώδικα: η βίαιη συνεύρεση, η καταχρηστική χρήση του σώματος ως εργαλείο απόλαυσης μέσω του βασανισμού κλιμακώνουν τελετουργικά τη βία και κορυφώνονται στον συλλογικό φόνο και τον θάνατο.
Η θεματολογία ακόμη και αν παρουσιάζεται υπό μορφής σοκ, παραμένει επίκαιρη, φτάνει να εντοπίσουμε τα σύμβολα και να μεταφράσουμε τα δρώμενα με φιλοσοφικούς και πολιτικούς όρους.
Η σχέση της ταινίας με την πραγματικότητα της εποχής της, αλλά και με τις εξελίξεις που βλέπουμε στις μέρες μας της προσδίδουν διαχρονικότητα.
Οι φτωχοί άνθρωποι του προλεταριάτου, οι άνθρωποι που κάποτε αντιστέκονταν στις αυταρχικές μορφές εξουσίας, πλέον παραιτούνται και υποκύπτουν στις δομές του απορροφητικού κράτους και στις εναπομείνασες -κυρίαρχες με όλους τους τρόπους- κουλτούρες.
«Η Ιταλία είναι πλέον μια χώρα χωρίς πολιτική συνείδηση, ένα νεκρό σώμα, που κινείται μόνο με μηχανικά αντανακλαστικά», έγραφε απογοητευμένος ο Παζολίνι. «Προσαρμόζομαι λοιπόν κι εγώ στην εξαθλίωση και αποδέχομαι τα απαράδεκτα […]. Προσαρμόζω τη δουλειά μου, ώστε να γίνει πιο ευανάγνωστη (Salo;)».
Εννέα μήνες πριν από την άγρια δολοφονία του, την 1η Φεβρουαρίου του 1975, ο Παζολίνι θέτει επί τάπητος τον προβληματισμό και ανάγει την αλληγορία και τον συμβολισμό σε μία μέθοδο αφύπνισης της συνείδησης της κοινωνίας απέναντι στην απειλή της αποκτήνωσής της και του πλήρους ευτελισμού της. Το έργο Σαλό παραμένει επίκαιρο και στις μέρες μας παρότι αφορίστηκε, απαγορεύτηκε και σόκαρε…
Σαλό: Μέσα από το φακό του Παζολίνι
Αν ρίξουμε μία ματιά στις τεχνικές που χρησιμοποίησε στην κινηματογράφηση είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον:
Στο Antinferno ο θεατής οδηγείται από ένα εξωτερικό, ήρεμο και στατικό κόσμος με ευρυγώνιο φακό σε εσωτερικούς χώρους όπου επικρατεί η ένταση -οι σκηνές έχουν τραβηχτεί με μακρύ και μεσαίο φακό- όπου οι άνθρωποι φτύνονται, χαϊδεύονται και κακοποιούνται.
Η εσωτερική εγκατάσταση πλέον εξαφανίζει πλήρως το ήρεμο εξωτερικό, το οποίο υπάρχει μόνο ως εικόνα από το εσωτερικό, υποδηλώνει την παράδοση στη σκληρότητα και τη βία, σαν να κοιτάζεις τη ζωή έξω από το παράθυρο.
Οι τελικές εικόνες των σφαγών των νέων, αν και υποτίθεται ότι συμβαίνουν σε εξωτερικό χώρο -παρά το γεγονός ότι αυτός θα ήταν ένας εξωτερικός χώρος μέσα στον εσωτερικό χώρο του πύργου- είναι ορατές μόνο από την εσωτερική προοπτική τους, ενώ οι σαδιστές χρησιμοποιούν κιάλια ακριβώς για να φέρουν στο επίκεντρό τους αυτές τις εικόνες, είτε μεγιστοποιώντας είτε ελαχιστοποιώντας την εικόνα.
Η κίνηση των μορφών πάνω κάτω, για παράδειγμα, από τη μεγάλη αίθουσα κατεβαίνουν σε ένα δωμάτιο κατέχοντας τη λέξη, η οποία στη συνέχεια αναγράφεται στα σώματα των θυμάτων, κάνοντας ουσιαστικά τη λέξη σάρκα.
Από την άλλη, ανεβαίνοντας στο ένα δωμάτιο σηματοδοτείται η υποτέλεια ή απώλεια ισχύος. Στα πάνω δωμάτια χάνεται κάθε αξιοπρέπεια, κάθε κοσμιότητα, κάθε πρωτόκολλο.
Τέλος, όποιος βρίσκεται σε διαμετακόμιση ανεβαίνει σκάλες, είτε από μετωπική υψηλή γωνία είτε από κατώτερη αντίστροφη γωνία.
Τα θύματα χάνουν την ενδυμασία και την ανθρώπινη αξιοπρέπειά τους και γίνονται σκυλιά ή υποκείμενα που δεν έχουν δημιουργηθεί. Οι σαδιστές χάνουν την ψυχραιμία τους και την ταυτότητά τους, καθώς ντύνονται γυναίκες.
Σε τρίτη ανάγνωση έχουμε την πλάγια κίνηση της κάμερας, δημιουργώντας ένα εφέ κουτιού, όπως όταν ο Επίσκοπος πηγαίνει από δωμάτιο σε δωμάτιο βρίσκοντας ανυπάκουα θύματα.
Αυτές οι κινήσεις είναι κρίσιμες για τους χαρακτήρες, που κυριολεκτικά τρέχουν σε αυτούς τους χώρους ή σύρονται σε αυτούς, συνήθως από δεξιά προς τα αριστερά.
Η στάση είναι επίσης θανατηφόρα, ειδικά για εκείνους των οποίων η θέση είναι προς τα αριστερά.
Όλα τα θύματα μπαίνουν από τα αριστερά ή είναι τοποθετημένα εκεί πριν επιθεωρηθούν, καταδικαστούν και εκτελεστούν. Κατά συνέπεια, η σωστή θέση είναι η θέση της εξουσίας και του θανάτου. Στα δεξιά της κάμερας οι άνθρωποι της εξουσίας παίρνουν τις σαδιστικές αποφάσεις για τα «θύματά» τους.
Τα κοντινά πλάνα επίσης είναι πάντα επικίνδυνα για τα θύματα και συνήθως εστιάζουν τις πράξεις μεταξύ θύματος και σαδιστή, ενώ ακραία μετωπικά κοντινά πλάνα σηματοδοτούν το τέλος μιας αφηγηματικής ακολουθίας.
Αυτό που δημιούργησε ο Παζολίνι ήταν ένα αυτοανακλαστικό συμπλήρωμα, ένα πολυδιάστατο κινηματογραφικό γεγονός που πειράζει και σαγηνεύει με πολλαπλά σημαίνοντα.
Από αυτή την άποψη, το Salo είναι το πιο μεταμοντέρνο από τα έργα του Παζολίνι και η πιο πολιτική και προσωπική δήλωσή του.
*Ο Παζολίνι δολοφονήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1975, μερικές εβδομάδες μετά την ολοκλήρωση της
ταινίας. Αν και ο θάνατός του θεωρήθηκε αρχικά «σεξουαλικό έγκλημα», επρόκειτο μάλλον για
«δολοφονία» οργανωμένη από «υψηλά ιστάμενα πρόσωπα» που ενοχλήθηκαν από το περιεχόμενο της ταινίας Σαλό. Βλ. Naomi Greene, Salò: Breaking the Rules, στην ηλεκτρονική έκδοση Criterion Collection’s.
Σαλό στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ
Σαφώς ένα έργο που προκάλεσε τόσες αντιδράσεις αποτελεί τόλμημα ακόμη και στην εποχή. Η Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ το φέρνει τον Φεβρουάριο στην σκηνή της και αναμένεται με προσμονή τόσο για την προσέγγιση που θα γίνει όσο και για το πώς θα αντιδράσει το κοινό μίας σύγχρονης κοινωνίας.
Η νέα παράσταση Σαλό, 120 ημέρες στα Σόδομα, βασισμένη στην εμβληματική ομώνυμη ταινία του σπουδαίου Ιταλού σκηνοθέτη Πιερ Πάολο Παζολίνι, ένα ζοφερό αριστούργημα για τη φύση του φασισμού, έρχεται μέσα από την ανατρεπτική ματιά του σκηνοθέτη Άρη Μπινιάρη στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ, στο ΚΠΙΣΝ.
Η παράσταση Σαλό, 120 ημέρες στα Σόδομα –ανάθεση της ΕΛΣ– θα παρουσιαστεί σε πανελλήνια πρώτη από τις 10 Φεβρουαρίου και για είκοσι δύο παραστάσεις έως και τις 10 Μαρτίου 2024.
Η υπόθεση της ταινίας διαδραματίζεται στη Δημοκρατία του Σαλό, ένα κρατίδιο-μαριονέτα της ναζιστικής Γερμανίας στην Ιταλία όπου, μεταξύ άλλων, οι φασίστες αναλαμβάνουν τη διαπαιδαγώγηση εννέα κοριτσιών και εννέα αγοριών και, αφού τα παραλαμβάνουν με τη συγκατάθεση των οικογενειών τους, τα μετατρέπουν σε δούλους και τα υποβάλλουν σε ακραία σωματικά και ψυχικά βασανιστήρια.
Η απολύτως οριακή αυτή ψυχοσεξουαλική διερεύνηση της αισθητικής και φιλοσοφίας του ολοκληρωτισμού από τον Παζολίνι και τον συνσεναριογράφο του Σέρτζο Τσίττι μετατρέπεται, στη σκηνή της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ, σε θεατρική παράσταση από τον Άρη Μπινιάρη σε συνεργασία με τον συνθέτη Τζεφ Βάγγερ και έναν πολυάριθμο θίασο διακεκριμένων ηθοποιών.
Στη θεατρική εκδοχή της ιστορίας, σε έναν απομονωμένο και καλά προστατευμένο χώρο, τρεις άντρες, ο Δούκας, ο Εξοχότατος και ο Υψηλότατος, έχουν συγκεντρώσει μια ομάδα αγοριών και κοριτσιών και τα υποβάλλουν σε ακραία σωματικά και ψυχικά βασανιστήρια.
Εδώ, η «τριλογία του θανάτου» εκτυλίσσεται σε τρεις κύκλους (ο κύκλος της μανίας, ο κύκλος των κοπράνων και ο κύκλος του αίματος), ενώ, παράλληλα, δυο Αφηγήτριες διηγούνται τολμηρές ερωτικές ιστορίες, παρμένες από το ημιτελές έργο Οι 120 μέρες των Σοδόμων του Μαρκησίου ντε Σαντ.
Σε ένα εφιαλτικό περιβάλλον ανεξέλεγκτης βίας, οι υφέρπουσες τακτικές του φασισμού παίρνουν τη μορφή ακραίων σαδομαζοχιστικών πρακτικών με στόχο τη βαθμιαία υποδούλωση και εξόντωση των υποψήφιων θυμάτων.
Οι οικοδεσπότες της αποτρόπαιης αυτής τελετής αφανισμού, φορείς μιας απολυταρχικής εξουσίας που ψυχαγωγείται εξευτελίζοντας, βιάζοντας και σκοτώνοντας, χρησιμοποιούν τη θέση ισχύος που κατέχουν για να αποδείξουν ότι αυτοί ορίζουν τους φρικτούς κανόνες του μακάβριου παιχνιδιού τους.
Τα σπαραγμένα σώματα των νέων υπαινίσσονται ακράδαντα την ύπαρξη ενός κόσμου βίαιου και ανεξέλεγκτα άδικου όπου οι ρίζες του ολοκληρωτισμού βρίσκουν συνεχώς γόνιμο έδαφος για να αναπτυχθούν.
Οι μέθοδοι κράτησης, εξαναγκασμού, ψυχικής και σωματικής εξαθλίωσης, λειτουργούν ως αλληγορία ολόκληρης της φιλοσοφίας του φασισμού που μετουσιώνεται σε πράξη παντού και πάντοτε όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν.
Στην πρώτη του συνεργασία με την Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ, ο Άρης Μπινιάρης σκηνοθετεί μια ατμοσφαιρική και υποβλητική παράσταση, γεμάτη υπόκωφη ένταση που κλιμακώνεται σταδιακά. Τη μετάφραση, τη δραματουργία και τη θεατρική διασκευή υπογράφουν από κοινού ο Άρης Μπινιάρης και η Έλενα Τριανταφυλλοπούλου.
Επεξεργασμένα συνθεσάιζερ, ήχοι εκκλησιαστικών οργάνων, χροιές από τσέλο και βιόλα, ανθρώπινες φωνές και ηλεκτρονικοί ρυθμοί συνθέτουν το ηχητικό σύμπαν της παράστασης που δημιούργησε ο ανερχόμενος συνθέτης Tζεφ Βάγγερ.
«Η δημιουργία αυτού του ηχητικού σύμπαντος αποτελεί μια προσπάθεια αντανάκλασης της πολυπλοκότητας και της έντασης του έργου η οποία προέκυψε από την καθημερινή τριβή κατά τη διάρκεια των προβών και το συνονθύλευμα συναισθημάτων, δράσεων και λέξεων με τα οποία ήρθα αντιμέτωπος βιώνοντας την προετοιμασία του έργου σε στενή συνεργασία με τον Άρη Μπινιάρη και τους συνεργάτες του.
Η διαδικασία αυτή ήταν μια περιπέτεια στην εξερεύνηση της σύνθεσης ήχων και ρυθμών που αντικατοπτρίζουν τον ενδιάμεσο ψυχικό χώρο ανάμεσα στην ελπίδα και τον φόβο.
Επιλέγοντας κάθε στοιχείο, έδωσα έμφαση στη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας που ανταποκρίνεται στη σκοτεινή και προκλητική φύση του έργου στην οποία ταυτόχρονα παρεμβάλλονται έντονες ρυθμικές εκρήξεις και θραύσματα εφιαλτικών μουσικών μοτίβων», σημειώνει ο Tζεφ Βάγγερ.
Το σκηνικό της Μικαέλας Λιακατά είναι «ένας τόπος άσκησης της πιο απόλυτης και αυταρχικής μορφής εξουσίας, ενώ για αυτούς που την υφίστανται γίνεται τόπος φριχτού ψυχικού και σωματικού μαρτυρίου.
Τα ελάχιστα έπιπλα του χώρου είναι εμπνευσμένα από την ορθόδοξη και γοτθική αρχιτεκτονική των εκκλησιαστικών επίπλων καθώς και των διάσημων ευρωπαϊκών μεγάρων όπως οι δικαστικές αίθουσες του Palazzo Ducale, αλλά και οι βικτοριανές, ξύλινες βιβλιοθήκες», όπως σημειώνει η ίδια.
Τα κοστούμια υπογράφει η Ηλένια Δουλαδίρη, την κινησιολογία ο Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου, τον σχεδιασμό φωτισμών ο Βαγγέλης Μούντριχας και τον σχεδιασμό ήχου ο Χάρης Κρεμμύδας.
Ερμηνεύουν οι ηθοποιοί: Κώστας Μπερικόπουλος, Ιωάννα Μαυρέα, Αγορίτσα Οικονόμου, Γιάννης Κότσιφας, Ιερώνυμος Καλετσάνος, Εβίτα Αγαΐτση, Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου, Γιώργος Ζιάκας, Απόστολος Καμιτσάκης, Νάντια Κατσούρα, Μάριος Κρητικόπουλος, Λένα Μποζάκη, Εύη Οικονόμου, Ειρήνη Τσέλλου, Γιάννης Χαρκοφτάκης και Κώστας Phoenix.
Salò: The Concert
Παράλληλα με την παράσταση Σαλό, 120 ημέρες στα Σόδομα θα πραγματοποιηθεί και μια σειρά συναυλιών με τίτλο Salò: The Concert με τη συμμετοχή καλλιτεχνών της ελληνικής ραπ σκηνής, στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ, στο ΚΠΙΣΝ, στις 18, 25 Φεβρουαρίου και στις 3 Μαρτίου 2024.
Το εκρηκτικό Salò: The Concert, σε σκηνοθετική και καλλιτεχνική επιμέλεια Άρη Μπινιάρη, αποτελεί μια διεύρυνση της θεματικής τόσο της ταινίας όσο και του ευρύτερου έργου του Ιταλού δημιουργού με τα εργαλεία και την αισθητική του επιδραστικότερου μουσικού ρεύματος του σήμερα.
Συμμετέχουν οι καλλιτέχνες: $ulee, BabyJ, EXPE, Gxhan, Half Quickie, IGNES, LADELE, OH6, Oxentra. Τη μουσική παραγωγή έχει αναλάβει ο Odydoze και την επιμέλεια των στίχων ο Σωτήρης Τζοβάρας.
Οι συναυλίες θα διεξαχθούν στον σκηνικό χώρο της παραγωγής αμέσως μετά το πέρας της παράστασης.
Ημερομηνίες παραστάσεων: 10, 11, 14, 15, 16, 17, 18, 21, 22, 23, 24, 25, 28, 29 Φεβ 2024
01, 02, 03, 06, 07, 08, 09, 10 Μαρ 2024