Οι παραστάσεις που έχουν κάτι το διαδραστικό, που καταργούν τον τοίχο ανάμεσα στη σκηνή και τον θεατή, έχουν πάντοτε κάτι το γοητευτικό, διότι δεν έχουν κανόνες. Το Festen του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου στο Θέατρο Άλμα είναι ό,τι πιο χαρακτηριστικό σε αυτή τη λογική. Ηθοποιοί και θεατές είναι ένα λευκό χαρτί, βαδίζουν σε terra incognita και δεν υπάρχει κανένα πλαίσιο, καμία συνθήκη κάτω από την οποία ομονοούν. Τουλάχιστον στο πρώτο και στο τρίτο μέρος, διότι στο δεύτερο δημιουργείται αυτή η συνθήκη.
Δε θα γράψω πολλά για το Festen σε επίπεδο προσέγγισης από τον Παπασπηλιόπουλο ως προς το διαδραστικό κομμάτι, θα έχετε σίγουρα μια γνώση πως η παράσταση έχει ένα μεγάλο κομμάτι της στο οποίο οι ηθοποιοί εμπλέκονται με τους θεατές και τα δρώμενα εξελίσσονται ανάμεσά τους.
Είδα το Festen χθες και ακόμα το επεξεργάζεται το μέσα μου, δεν έχω καταλήξει σε κάτι, αλλά γράφω αυτό το κείμενο περισσότερο ως προσωπική καταγραφή για να δω πώς εξελίχθηκε, τι άλλαξε από αυτό που γράφω τώρα για να φτάσω σε αυτό που μπορεί να αισθάνομαι αύριο, μεθαύριο κτλ.
Σαν μια πρώτη δήλωση για το Festen, μπορώ να πω ότι είναι μια παράσταση που εμένα προσωπικά με έκανε να εκτιμήσω περισσότερο τις συμβατικές παραστάσεις. Δεν το εννοώ αρνητικά, αλλά κατανόησα ότι δεν ήμουν τόσο έτοιμος να μπω σε αυτό το απλαισίωτο, το τόσο ακραίο. Κατανόησα τη σημασία του χώρου, της αίθουσας, της θέσης στην οποία κάθομαι, διότι δίνω αρκετά μεγάλη σημασία και στο σημείο που θα κάτσω σε μια αίθουσα για να παρατηρώ ταυτόχρονα όλη τη σκηνή χωρίς να χάνω κάτι.
Άσκησε σίγουρα μια μεγάλη γοητεία το Festen σε μένα με τον τρόπο που στήθηκε, διότι ένιωσα σα να ήμουν ένα νεογέννητο που μάθαινα την λειτουργία των ποδιών και των χεριών, που προσπαθούσα να ανακαλύψω διά της αφής και της γεύσης. Απλά στην παράσταση αυτή δεν είχα αφή και γεύση, αλλά αφοσιωμένη όραση και ακοή.
Τι μου άρεσει λοιπόν στο Festen;
Μου άρεσε το άγνωστο, το αχαρτογράφητο, το σοκ της παντελούς άγνοιας.
Μου άρεσε ότι μου έδωσε την δύναμη να διεκδικήσω, να αναζητήσω καλύτερο σημείο για να δω τι συμβαίνει, ότι μπορούσα για ένα διάστημα να περιπλανηθώ.
Μου άρεσε η μετάβαση του απο το γιορτινό, το εορταστικό, στην αποκάλυψη του μυστικού της οικογένειας. Εννοείται πως περίμενα ότι υπάρχει ένα μεγάλο μυστικό, κατανοούσα πως ο πατέρας είναι ένας ψυχικός τύραννος για τα παιδιά του, μα ήταν κάτι ασχημάτιστο, απροσδιόριστο το πώς τα έχει βασανίσει.
Βρήκα πρόσφορη τη συνθήκη να μην διαχωρίζονται οι ηθοποιοί με τους θεατές και να χάνω το σταθερό έδαφος για να υφάνω μόνος μου τις κλωστές αυτών των συνδέσεων, το συνολικό πλέγμα που περιλαμβάνει τους ηθοποιούς, τους Συγγενείς-Θεατές, τους Στενούς Φίλους-Θεατές και τους Φίλους.
Σε αυτό το σημείο, στον διαχωρισμό των θεατών ανάλογα με το εισιτήριό τους, καταλήγω τώρα, όπως γράφω, στην ερμηνεία ότι ο Παπασπηλιόπουλος κάνει μια σατιρική προβολή των social media, του Instagram, όπου οι Στενοί Φίλοι βλέπουν περισσότερα από τους φίλους, ενώ τους Συγγενείς τους έχεις να βλέπουν λιγότερα κι από τους φίλους κι ας είναι πιο κοντά στην οικογένεια.
Μου άρεσε στο Festen σε έναν βαθμό ότι ανάλογα με τη θέση που είχες στον χώρο, έβλεπες την παράσταση από τις αντιδράσεις στο βλέμμα των άλλων θεατών που είχαν καλύτερο οπτικό πεδίο, ήταν μια αρκετά πλατωνική συνθήκη, ένα σπήλαιο στο οποίο αναζητάς τα απεικάσματα.
Σε αυτά που μου άρεσαν έχω να πω άλλα 2 στοιχεία, αλλά δεν θέλω να χαλάσω κάποια κομμάτια που αξίζει να τα δεις στο Festen με πλήρη άγνοια για να τα σχηματίσεις όπως εξυπηρετεί το μέσα σου.
Τι δε μου άρεσε στο Festen
Σε αυτά που δε μου άρεσαν, δεν έχω να πω τόσο στοιχεία που αφορούν την προσέγγιση ή την πλοκή, αλλά δύο βασικά πράγματα που εμένα προσωπικά δε μου επέτρεψαν να δω το πιο σημαντικό μέρος του Festen.
Το πρώτο που δε μου άρεσε, είναι η συμπεριφορά του Τελετάρχη-Γιάννη Καπελέρη (υποκριτικά ήταν από αυτούς που ξεχώρισα θετικά στην ερμηνεία τους), ο οποίος μαζί με άλλα δύο μέλη του θιάσου που έχουν ρόλο εξυπηρέτησης-σέρβις, μας έλεγαν με απρεπή τρόπο «πιο γρήγορα, πάμε, μην αργούμε», στη διάρκεια της μετάβασής μας από την κεντρική σάλα στην αίθουσα και τούμπαλιν.
Ήμασταν κοντά 200-300 άτομα στον χώρο και μεταφερόμασταν στους πάνω ορόφους από μια στενή σκάλα που χωρούσε οριακά δύο άτομα. Αν μπορούσα να πάω πιο γρήγορα θα το έκανα. Έχω πληρώσει ένα εισιτήριο, είμαι πελάτης, έχω ένα βίτσιο, μια παραξενιά, θέλω να μου μιλάνε όμορφα. Δε θέλω να με προστάζουν. Εκτός κι αν η πρόταση είναι έτσι όπως είμαστε μια μάζα, που προσπαθούμε να ανακαλύψουμε πώς να συμπεριφερθούμε, να σκοτωθούμε στο ανεβοκατέβασμα στις σκάλες και να ποδοπατηθούμε.
Κάνετε μια παράσταση ασυνήθιστη και ο κόσμος που έρχεται βρίσκεται σε διαδικασία αναζήτησης και ανακάλυψης. Είναι πολύ φυσιολογικό να χάνεται κάπου από την πραγματικότητα, προσπαθώντας να απορροφήσει αυτό που βιώνει και να το επεξεργαστεί. Αν δεν το κατανοείτε ενώ εσείς παρουσιάζετε το Festen έτσι, είναι δικό σας πρόβλημα.
Το δεύτερο που δε μου άρεσε, είναι ότι μάλλον ήμασταν παραπάνω θεατές από αυτό που μπορεί να αντέξει το Festen. Καθώς δεν χωράει όλος ο κόσμος στην κεντρική σάλα, αρκετοί ανέβηκαν στον εξώστη για να βλέπουν. Δεν τους χωρούσε όμως όλους κι εκεί, οπότε κάποια άτομα, κι εγώ ανάμεσά τους, δεν είχαμε οπτικό πεδίο στα όσα γίνονταν στο σαλόνι, τα κάγκελα ήταν γεμάτα από ανθρώπους και πάλευα στο τελευταίο 20λεπτο να βρω μια χαραμάδα ανάμεσα σε πόδια για να δω τι γίνεται. Δεν το μπόρεσα.
Αν δηλαδή δεν κατέβεις από την κεντρική σκηνή στο σαλόνι στους πρώτους πρώτους, μετά παίζεις κορώνα-γράμματα το να καταφέρεις να δεις το Festen. Έβλεπα ανθρώπους να έχουν σηκώσει τα κινητά τους και να έχουν ανοίξει την κάμερα για να βλέπουν κάτω, μετά έβλεπα ανθρώπους να είναι βαθιά συγκινημένοι και δεν γνώριζα το γιατί. Είχα ένα βλέμμα απορίας. Όχι της θετικής απορίας.
Αναμφίβολα, το Festen ήταν μόλις στην πρώτη του παράσταση χθες και ήταν και για τον θίασο και τον Παπασπηλιόπουλο και το ίδιο το θέατρο κάτι πρωτόγνωρο. Γι’ αυτό κιόλας έκαναν την περασμένη εβδομάδα δύο πρόβες με κοινό για να δουν πώς θα λειτουργήσει.
Κι εγώ αυτά τα δύο τα αναφέρω προς αυτή την κατεύθυνση, ώστε ο κόσμος που θα πάει στις επόμενες παραστάσεις να μπορέσει να απολαύσει το Festen δίχως κενά. Εγώ τα 17 ευρώ που έδωσα, τα έχασα σε έναν βαθμό, εφόσον οι συνθήκες μου στέρησαν την ευκαιρία να δω το τελευταίο μέρος. Ας μη συμβεί και στους άλλους. Δεν τα γράφω δηλαδή ακυρωτικά, αλλά προς βελτίωση.
Η πρόταση εδώ προς το Θέατρο Άλμα είναι να έχουν λιγότερα εισιτήρια από αυτά που είναι διαθέσιμα. Ήμασταν γύρω στα 20 άτομα που παλεύαμε να βρούμε σημείο για να δούμε και δε βρήκαμε. Κατανοώ ότι είναι οικονομική απώλεια, αλλά δεν μετριούνται όλα με τα λεφτά.
Όπως και να ‘χει, το Festen είναι μια εμπειρία που αποτελεί προσωπικό βίωμα για τον κάθε θεατή και δεν μπαίνει σε καλούπια κριτικής. Όποιος δηλαδή σας πει ότι κάνει κριτική, θετική ή αρνητική, στην παράσταση, είναι φανφάρας και, μάλλον, αλαζόνας.
Το Festen πας και το βλέπεις και το διαχειρίζεσαι εσύ με τον εαυτό σου. Γι’ αυτό, αν έφτασες ως εδώ, να ξέρεις πως σου έχω πει ελάχιστα, εν τέλει, για την παράσταση και πως έχεις να ανακαλύψεις πολλά. Συν ότι είναι εντελώς διαφορετική η αντίληψη αν είσαι Στενός Φίλος, Συγγενείς ή Φίλος.
Ταυτότητα Παράστασης
Κείμενο: Τόμας Βίντερμπεργκ (θεατρική διασκευή Μπο Χάνσεν & Μόργκενς Ρούκοφ)
Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος
Δραματουργική επεξεργασία – Σκηνοθεσία: Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος
Σκηνικά – Κοστούμια: Ηλένια Δουλαδίρη
Σχεδιασμός φωτισμών: Ζωή Μολυβδά-Φαμέλη
Videos παράστασης: Άκης Πολύζος
Βοηθός Σκηνοθέτη: Κατερίνα Λούβαρη-Φασόη
Βοηθοί Σκηνογράφου: Ιωάννα Καλαβρού, Γιώργος Χώτος
Πρωταγωνιστούν: Ναταλία Τσαλίκη, Γιώργος Ζιόβας, Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Αναστάσης Λαουλάκος, Ιωάννα Κολλιοπούλου, Ιωάννα Τζίκα, Γιάννης Καπελέρης, Μιχάλης Αφολαγιάν, Μαριάννα Πουρέγκα, Πένυ Παπαγεωργίου και Νικόλας Seymour Σταθόπουλος
* Photo credits: Ελίνα Γιουνανλή