Ρεύμα. Μια λέξη επώδυνη για τον μέσο Έλληνα, αφού μιλάμε για ακρίβεια του θανάτου στο κομμάτι της ηλεκτροδότησης και όλοι μας περιμένουμε να πάμε σε μια νέα πηγή ενέργειας που δεν θα απαιτεί τα μαλλιοκέφαλά μας κάθε μήνα.

Το ρεύμα, λοιπόν, στο σπίτι μας το καταλαβαίνουμε από τις συσκευές που χρησιμοποιούμε, την τηλεόραση, την κουζίνα, το πλυντήριο, τον υπολογιστή μας. Όλες αυτές είναι συνδεδεμένες στο ρεύμα με ένα φις που τοποθετείται στην πρίζα και όχι με μια πρίζα που μπαίνει στη μπρίζα, γιατί πολλοί μπερδεύουν τα δύο και θεωρούν πως το άκρο του καλωδίου είναι η (μ)πρίζα και όχι το φις.

Εδώ όμως δεν είμαστε για να συζητήσουμε για το ποιο είναι ποιο, αλλά για το ότι και οι δύο λέξεις, δεν είναι ελληνικές. Κι αν για τη λέξη φις, είναι ψιλοπροφανές, για τη λέξη πρίζα είναι πολύς κόσμος που πιστεύει ότι είναι ελληνική. Κι όμως, δεν είναι.

Η πρίζα, που με τη χρήση έγινε μπρίζα, προέρχεται από τη γαλλική γλώσσα, όπου το prise σημαίνει την λήψη, οπότε η πρίζα είναι το μέρος από το οποίο κάνουμε ανάληψη ρεύματος είναι το ΑΤΜ ρεύματος, και φις το εξάρτημα που κάνει τη λήψη. Επομένως, η ελληνική λέξη για την πρίζα είναι «ρευματοδότης» και για το φις «ρευματολήπτης».

Το ιδιαίτερο εδώ είναι πως η μεταφορική έννοια της λέξης «πρίζα», δηλαδή ότι όταν είμαστε στην πρίζα ή στη μπρίζα, εννοούμε πως είμαστε ηλεκτροδοτημένοι με ένταση, είμαστε πιεσμένοι, είμαστε στην τσίτα, έχει αποδοθεί έτσι και σε άλλες γλώσσες. Στα ισπανικά για παράδειγμα, όταν θέλουν να πουν ότι δεν υπάρχει πίεση για να γίνει κάτι, το αγγλικό no pressure, λένε sin prisas, δηλαδή δεν σε βάζω στην πρίζα για να κάνεις κάτι, πάρε τον χρόνο σου, με ηρεμία.