Όταν διαβάζει κάποιος για «παλαιστινιακό πρόβλημα», αυτόματα εμφανίζονται στο νου του συγκεκριμένες εικόνες. Οι συγκρούσεις μεταξύ των Παλαιστίνιων κατοίκων της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας και του ισραηλινού στρατού είναι, δυστυχώς, συχνό φαινόμενο. Άλλοτε με μεγαλύτερη ένταση, άλλοτε με μικρότερη. Αλλά πάντως με πολλά επεισόδια, αιματηρά, με εξάρσεις βίας. Με τυφλά χτυπήματα και με στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά αμάχων στην Παλαιστίνη, ακόμα και ανήλικων, που «οπλίζονται» με μια μολότοφ ή ένα καδρόνι και τα βάζουν με τα τανκς και τα κανόνια.

Αυτός είναι ο γνωστός πόλεμος, των Παλαιστινίων με τους Ισραηλινούς, που καλύπτεται επαρκέστατα από τα διεθνή ΜΜΕ. Ακόμα και κάποιος που δεν παρακολουθεί συχνά τις διεθνείς εξελίξεις έχει μια γνώση από την πιο κόκκινη ζώνη της Μέσης Ανατολής.

Υπάρχει, όμως, κι ένας άλλος πόλεμος. Άγνωστος στο ευρύ κοινό, και «ενοχλητικός» για όσους βλέπουν με συμπάθεια τον αγώνα των Παλαιστινίων για μια δική τους ανεξάρτητη πατρίδα. Κι όπως συμβαίνει με όλους τους εμφύλιους, αυτός ο πόλεμος είναι πολύ σκληρός.

Ούτε ένα, ούτε δύο, αλλά 17 ολόκληρα χρόνια κρατάει ο σπαραγμός μεταξύ δύο αντίπαλων παρατάξεων στα παλαιστινιακά εδάφη. Η διαμάχη έχει καταφέρει να διαιρέσει απολύτως τα (ούτως ή άλλως μη έχοντα κοινά σύνορα) δύο κομμάτια της Παλαιστίνης, η οποία εξακολουθεί να αναγνωρίζεται διεθνώς ως αυτόνομο τμήμα του Κράτους του Ισραήλ.

Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών, με τις αντίπαλες παρατάξεις να κάθονται σ’ ένα τραπέζι στο Ελ Αλαμέιν της Αιγύπτου και να προσπαθούν να βρουν λύση, έφεραν λίγο φως στο απόλυτο σκοτάδι. Το αν το φως θα επικρατήσει τελικά είναι θέμα βούλησης. Αλλά τουλάχιστον έγινε ένα πρώτο βήμα.

Από την Παλαιστίνη στο Ισραήλ: Αλλαγή ισορροπίας

Απαραίτητη μια συνοπτική ιστορική αναδρομή: Το μακρινό 1916, κι ενώ μαινόταν ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, o Βρετανός διπλωμάτης Μαρκ Σάικς και ο Γάλλος ομόλογός του Φρανσουά Ζορζ Πικό υπέγραψαν για λογαριασμό των κρατών τους μια συμφωνία, που έμεινε γνωστή με τα ονόματά τους (Σάικς-Πικό). Σ’ αυτή οι δύο μεγάλες αποικιακές δυνάμεις ουσιαστικά μοιράζονταν τα μεσανατολικά ιμάτια της καταρρέουσας οθωμανικής αυτοκρατορίας. Καθόριζαν ζώνες επιρροής στα εδάφη που αποτελούν σήμερα το Ιράκ, την Ιορδανία, τη Συρία, το Λίβανο και το Ισραήλ.

H ευαίσθητη περιοχή που αποτελεί σήμερα το Ισραήλ κατέληξε, μέσω αυτής της συμφωνίας, στους Βρετανούς. Οι οποίοι, επισήμως, πήραν την «εντολή» της Κοινωνίας των Εθνών (προπομπού του ΟΗΕ) μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου να διοικήσουν τις περιοχές της Παλαιστίνης και της Υπεριορδανίας (δηλαδή ό,τι εννοούμε σήμερα Ιορδανία συν τη Δυτική Όχθη). Η διοικητική ενότητα που δημιουργήθηκε ονομάστηκε, μάλιστα, «Παλαιστινιακή Εντολή» (Mandate for Palestine).

Σε αυτήν η Βρετανία δεσμεύτηκε να εφαρμόσει την «Διακήρυξη Μπάλφουρ». Τι ήταν αυτή; Μια γραπτή δέσμευση του τότε (1917) Βρετανού υπουργού Εξωτερικών Άρθουρ Μπάλφουρ για τη δημιουργία «μιας εθνικής εστίας για τους Εβραίους» στην περιοχή της Παλαιστίνης. Η οποία εκείνη την εποχή κατοικούνταν σε συντριπτική πλειοψηφία από αραβικό πληθυσμό και υπήρχαν ελάχιστοι Εβραίοι.

Στην Παλαιστίνη υπήρξε αθρόα μετανάστευση Εβραίων όλα τα επόμενα χρόνια, η οποία όμως δεν τους μετέτρεψε σε πλειοψηφία. Οι Βρετανοί είχαν τη διοίκηση, αλλά οι ολοένα και αυξανόμενες εβραϊκές κοινότητες ζητούσαν όλο και μεγαλύτερη εκπροσώπηση και οι αραβογενείς ντόπιοι πληθυσμοί αντιδρούσαν.

Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το δράμα του Ολοκαυτώματος για τους εβραϊκούς πληθυσμούς της Ευρώπης, η ιδέα για την δημιουργία ενός εβραϊκού κράτους στην περιοχή της Παλαιστίνης είχε πια αποφασιστεί. Το ζήτημα ήταν πώς θα «βολεύονταν» και οι γηγενείς Παλαιστίνιοι, οι οποίοι φώναζαν σε όλους τους τόνους ότι δεν θα άφηναν τον τόπο τους.

Το σχέδιο του ΟΗΕ το 1947 προέβλεπε την διχοτόμηση της «Εντολής της Παλαιστίνης» σε δύο κράτη, ένα με εβραϊκή πλειοψηφία κι ένα με παλαιστινιακή. Το σχέδιο δεν προχώρησε. Το 1948 οι Βρετανοί αποχώρησαν από την Παλαιστίνη χωρίς να ξεκαθαρίσουν τη διάδοχη κατάσταση και ανακηρύχθηκε το κράτος του Ισραήλ. Το οποίο δέχτηκε πυρ ομαδόν από την αρχή από τους Άραβες γείτονές του, αλλά επιβίωσε σε τρεις πολέμους (1948, 1967, 1973) και μάλιστα κατέλαβε, μεταξύ άλλων εδαφών, και την περιοχή της Δυτικής Όχθης, η οποία ανήκε στην Ιορδανία.

Μετά την ανακήρυξη του Κράτους του Ισραήλ οι παλαιστινιακής καταγωγής (αραβόφωνοι και μουσουλμάνοι κατά κύριο λόγο, αλλά και χριστιανοί) κάτοικοι της περιοχής είχαν τρεις δρόμους μπροστά τους: Είτε της παραμονής στα εδάφη του Ισραήλ, είτε της «μετακόμισης» στην περιοχή της Δυτικής Όχθης (του ποταμού Ιορδάνη), η οποία ανήκε στην Ιορδανία, είτε την μετανάστευση σε άλλες χώρες.

Ο εμβληματικός Αραφάτ και η σκληρή Χαμάς

Από την αρχή σχεδόν αυτής της άτυπης εξορίας από τον τόπο τους δημιουργήθηκαν παλαιστινιακές οργανώσεις, με διαφορετική ιδεολογία και απώτερο στόχο, αλλά με κοινό σκοπό: την διατήρηση των Παλαιστινίων στη γη τους. Μια απ’ αυτές τις οργανώσεις ήταν η Φατάχ, της οποίας ηγέτης από το 1959 υπήρξε η εμβληματική φυσιογνωμία του Γιάσερ Αραφάτ.

Με την ανάδειξή του σε πρόεδρο της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) το 1969, ο Αραφάτ απέκτησε διεθνές κύρος και αναγνωρίστηκε ως ο ντε φάκτο ηγέτης όλων των παλαιστινιακών ομάδων. Ενώ στην αρχή η Φατάχ υποστήριζε την πλήρη κατάλυση του ισραηλινού κράτους και την αναβίωση της αραβικής Παλαιστίνης και στα εδάφη του σημερινού Ισραήλ, με τα χρόνια ο Αραφάτ έγινε πιο διαλλακτικός. Με τον καιρό οι διεκδικήσεις του περιορίστηκαν στα κατεχόμενα από το Ισραήλ αραβικά εδάφη της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας, τα οποία είχαν συντριπτική αραβική πλειοψηφία.

Το 1993 το Ισραήλ (δια του τότε πρωθυπουργού Γιτζχάκ Ράμπιν) και η PLO (διά του Αραφάτ) υπέγραψαν στο Όσλο της Νορβηγίας μια συμφωνία. Αυτή προέβλεπε τη δημιουργία της «Παλαιστινιακής Αρχής», μιας αυτόνομης διοικητικής οντότητας, η οποία θα διοικούσε τις περιοχές της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας, οι οποίες είναι αποκομμένες μεταξύ τους. Η Παλαιστινιακή Αρχή δεν είναι ανεξάρτητο κράτος, υπάγεται στο Ισραήλ και θεωρήθηκε ως ένα μεταβατικό στάδιο πριν ολοκληρωθεί η διχοτόμηση της περιοχής και η δημιουργία ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους. O Ράμπιν δολοφονήθηκε το 1995 από έναν 25χρονο ακροδεξιό αρνητή της συμφωνίας, ο οποίος εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης.

Κάποιες παλαιστινιακές οργανώσεις, με σημαντικότερη τη Χαμάς (που ιδρύθηκε το 1987, λίγο μετά την Ιντιφάντα, την ένοπλη παλαιστινιακή εξέγερση κατά του Ισραήλ), αντιτάχθηκαν στη συμφωνία. Τη θεώρησαν πολύ υποχωρητική. Δεν αμφισβήτησαν, όμως, τον Αραφάτ, ο οποίος έγινε φυσικά ο πρώτος πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής και κράτησε αυτή τη θέση μέχρι το θάνατό του το 2004. Στις δε πρώτες εκλογές για το 88μελές παλαιστινιακό κοινοβούλιο, που έγιναν το 1996, η Φατάχ ήταν η μόνη μεγάλη οργάνωση που εξελίχθηκε σε κόμμα και πήρε την πλειοψηφία.

Μετά το θάνατο του Αραφάτ πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής ανέλαβε ο Μαχμούτ Αμπάς, ο οποίος εξελέγη το 2005 με το 67% των ψήφων, αλλά χωρίς ανθυποψήφιο από άλλη μεγάλη οργάνωση. Εκπρόσωπος της «μετριοπαθούς» πτέρυγας, ο Αμπάς προσπάθησε αμέσως να μπει στα παπούτσια του Αραφάτ. Η αμφισβήτηση, όμως, είχε ήδη ξεκινήσει.

Οι δεύτερες εκλογές για το κοινοβούλιο της Παλαιστίνης έγιναν στις 25 Ιανουαρίου 2006. Εκεί η πιο ριζοσπαστική Χαμάς αποφάσισε να λάβει μέρος. Κι όχι μόνο πήρε την πρώτη θέση στις προτιμήσεις του λαού, αλλά εξασφάλισε την απόλυτη πλειοψηφία στις έδρες (74/132).

Εμφύλιος και προσπάθειες επανένωσης

Τα αποτελέσματα αυτά αναγνωρίστηκαν ως επίσημα, αλλά ουσιαστικά η Παλαιστινιακή Αρχή ουδέποτε τα αποδέχτηκε. Οι δύο μεγάλες οργανώσεις ταμπουρώθηκαν στα σημεία που είχαν τη μεγαλύτερη δύναμη και αποδοχή, οι της Φατάχ στη Δυτική Όχθη και της Χαμάς στη Γάζα. Τον Ιούνιο του 2007 η διαρκώς αυξανόμενη ένταση οδήγησε μέχρι και σε επίσημη ένοπλη σύγκρουσε, τη Μάχη της Γάζας, στην οποία οι μαχητές της Χαμάς στην ουσία πήραν την εξουσία στη Λωρίδα της Γάζας και απομάκρυναν όσους εκπροσωπούσαν τους θεσμούς της Παλαιστινιακής Αρχής.

Από τότε και για 17 χρόνια το πράγμα ήταν παγωμένο. Από το 2010 είχαν ξεκινήσει προσπάθειες επαναπροσέγγισης, όμως σκόνταφταν πάνω σε αλληλοκατηγορίες για ένοπλες επιθέσεις και «πολιτικές συλλήψεις». Οι της Φατάχ κατηγορούν τη Χαμάς για εξτρεμισμό και σχέσεις με τρομοκρατικές οργανώσεις, το Ισλαμικό Κράτος και πρόσωπα αμφιλεγόμενα, τα οποία θα διαλύσουν τις όποιες ελπίδες έχει η Παλαιστίνη για ανεξαρτησία. Οι της Χαμάς κατηγορούν τη Φατάχ για συνεργασία με το Ισραήλ και υποχωρητικότητα, η οποία ουσιαστικά έχει βαλτώσει το παλαιστινιακό ζήτημα.

Τον Οκτώβριο του 2022 εκπρόσωποι από 14 διαφορετικές οργανώσεις (ανάμεσά τους η Χαμάς και η Φατάχ) υπέγραψαν στο Αλγέρι μια συμφωνία «συμφιλίωσης» στην Παλαιστίνη, η οποία προέβλεπε να γίνουν εκλογές σ’ έναν χρόνο. Πριν συμπληρωθεί αυτό το διάστημα έγινε μια ακόμη πιο σοβαρή επαφή, αυτή τη φορά στο Ελ Αλαμέιν της Αιγύπτου, στις 27 Ιουλίου. Οι ηγέτες κατέληξαν στο ότι δεν πάει άλλο, πρέπει να τα βρουν, και αποφάσισαν να συστήσουν μια επιτροπή με εκπροσώπους όλων των οργανώσεων, που θα επεξεργαστεί τα σημεία τριβής και θα προτείνει λύσεις ως το τέλος του χρόνου.

Κάποιοι αναλυτές είναι απαισιόδοξοι. Θεωρούν ότι αυτή η επιτροπή για την Παλαιστίνη θα διαλυθεί πριν καταλήξει σε κάποιες κοινές αποδεκτές λύσεις. Δεν παύει, όμως, να είναι ένα σοβαρό βήμα προσέγγισης. Προφανώς διότι οι Παλαιστίνιοι κατάλαβαν ότι ο διχασμός δεν ευνοεί κανέναν. Κάλλιο αργά, παρά ποτέ.