«Θα ήθελα να σας υπενθυμίσω, κύριε πρόεδρε, ότι το δυτικό τμήμα της Ουκρανίας υπήρξε ήταν πριν 100 χρόνια τμήμα της της Αψβουργικής Αυτοκρατορίας»! Η δήλωση αυτή του Κρίστιαν Λάιτλ, πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Εμπορικού Επιμελητηρίου, έγινε στην Αυστρία το 2014. Κι απευθυνόταν στον ίδιο τον Βλαντίμιρ Πούτιν, ο οποίος ήταν επίσημος προσκεκλημένος του EUROCHAMBER. Αυτός που κρατούσε το μικρόφωνο και είπε αυτά τα λόγια δεν ήταν άλλος από τον Κρίστιαν Λάιτλ, τον Αυστριακό πρόεδρο του Επιμελητηρίου.

Η Ρωσία είχε εισβάλλει πριν λίγες εβδομάδες στις δύο ανατολικές περιοχές της Ουκρανίας (Ντόνετσκ και Λουχάνσκ) και είχε προσαρτήσει την Κριμαία. Οποιοσδήποτε άλλος είχε τολμήσει να κάνει τέτοια δήλωση θα είχε συγκεντρώσει θύελλα διαμαρτυριών, επιτιμητικά βλέμματα, ενδεχομένως και casus belli. Αντιθέτως, ο Πούτιν χαμογέλασε και απάντησε με ερώτηση: «Έχετε να κάνετε κάποια πρόταση»; Και πριν ακούσει την απάντηση, έσπευσε να προσθέσει: «Δεν είμαι σίγουρος αν θα μου αρέσουν όσα θα πείτε»! Και ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια.

Ήταν το σύνθημα για να τον μιμηθούν και οι παρευρισκόμενοι, οι οποίοι προς στιγμή είχαν παγώσει στις θέσεις τους. Τα γέλια, τα χάδια στην πλάτη και οι αμοιβαίες φιλοφρονήσεις μεταξύ του Λάιτλ και του Πούτιν έδειξαν τότε ότι οι σχέσεις της Αυστρίας με τη Ρωσία παραμένουν προνομιακές. Όπως ήταν από το 1955, χρονιά που τελείωσε η τετραμερής κατοχή της Αυστρίας και η χώρα έγινε δεκτή στον ΟΗΕ.

Θέλεις ή δεν θέλεις;

Τώρα, εννέα χρόνια μετά απ’ αυτό το περιστατικό, η Αυστρία είναι αναγκασμένη (;) να ακροβατεί ανάμεσα στην ανάγκη και την φιλοτιμία. Το ερωτηματικό μέσα στην παρένθεση δεν είναι τυχαίο: Υπάρχει διχογνωμία για το αν οι Αυστριακοί όντως θέλουν να απεμπλακούν από την ρωσική αγκάλη ή προσποιούνται ότι προσπαθούν, ώστε να μην δυσαρεστήσουν τους εταίρους και συμμάχους τους. Με αυτή την συμπεριφορά, όμως, η Αυστρία το μόνο που έχει πετύχει είναι να θεωρείται ως ένα «προκεχωρημένο φυλάκιο» της Ρωσίας στην καρδιά της Ευρώπης. Τι φυλάκιο, φρούριο. Ένα φρούριο πολύ πιο σημαντικό από την γειτονική της Ουγγαρία, η οποία έχει ξεκαθαρίσει προ πολλού ποιον δρόμο θέλει να τραβήξει.

Τον περασμένο Ιανουάριο ο Αυστριακός Επιχειρηματικός Κύκλος, απόλυτα ελεγχόμενος από το αυστριακό εμπορικό επιμελητήριο, οργάνωσε μια εκδήλωση στα περίχωρα της Μόσχας. Το πρόγραμμα περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, και αποδράσεις για σκι σε γειτονικά χιονοδρομικά κέντρα, διάφορα παιχνίδια στο χιόνι και παραμονή, βέβαια, σε πολυτελέστατα ξενοδοχεία με όλα τα κομφόρ. Dolce vita και δουλειές, δηλαδή.

Παρ’ όλα αυτά, η εκδήλωση δεν πήγε καλά. Οι περισσότερες αυστριακές εταιρίες με συμφέροντα στη Ρωσία δεν δέχτηκαν να στείλουν εκπροσώπους τους, φοβούμενες την καταγραυγή, αφού τα αυστριακά ερευνητικά ΜΜΕ είχαν πάρει είδηση τι γινόταν και έσπευσαν να το καταδικάσουν.

Στο απόλυτα τυπικό επίπεδο, η Αυστρία λειτουργεί όπως και κάθε άλλη κυβέρνηση που ακολουθεί αυτό που συνολικά ονομάζουμε «δύση». Έχει υποστηρίξει την Ουκρανία με σημαντική ανθρωπιστική βοήθεια, έχει δεχθεί πολλούς πρόσφυγες, έχει επικυρώσει τις κυρώσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά της Ρωσίας και έχει επιβάλει δημόσια κυρώσεις στον Πούτιν για παραβίαση των διεθνών κανόνων. Στα παρασκήνια, όμως, οι εμπορικοί δεσμοί μεταξύ των δύο χωρών παραμένουν σταθερά άθικτοι, ειδικά στην τομείς της ενέργειας και των οικονομικών.

Επίσκεψη ειρήνης και φυσικού αερίου

Ο καγκελάριος της Αυστρίας Καρλ Νεχάμερ ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος ηγέτης που επισκέφθηκε τη Μόσχα, πριν συμπληρωθούν δύο μήνες από την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Είχε χαρακτηρίσει την πτήση του «ταξίδι ειρήνης» και στη συνέχεια δήλωσε ότι είχε μια «σκληρή και ειλικρινή συνομιλία» με τον Πούτιν.

Όπως αποδείχτηκε αργότερα, το μεγαλύτερο κίνητρό του ήταν δεν ήταν η αποκατάσταση της ειρήνης, αλλά η παροχή εγγυήσεων (μάλλον και από τις δύο πλευρές) ότι το ρωσικό φυσικό αέριο θα συνέχιζε να ρέει προς την Αυστρία. Αντίθετα, η ροή προς τη Γερμανία διακόπηκε.

Η αμφίσημη στάση της Αυστρίας, με δεδομένη και την φιλορωσική στάση της Ουγγαρίας του Όρμπαν, δημιουργεί φόβο στις Βρυξέλλες. Ότι με την πάροδο του χρόνου, η εμφάνιση μιας ζώνης ανεκτικής στη Ρωσία στη γεωγραφική καρδιά της Ευρώπης, που θα περικλείει την Ουγγαρία και την Αυστρία, θα μπορούσε να εξαπλωθεί, δίνοντας στη Ρωσία το πάνω χέρι στη συνεχιζόμενη προσπάθειά της να βάλει μια σφήνα ακριβώς στην καρδιά της ηπείρου.

Αυστηρή ουδετερότητα στην Αυστρία

Μια βουτιά στην ιστορία, στο 1955. Μια δεκαετία μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Αυστρία παρέμεινε κατεχόμενη από τις τέσσερις συμμαχικές δυνάμεις και χωρισμένη σε ζώνες. Για να πειστούν οι Σοβιετικοί να επιστρέψουν στην Αυστρία την πλήρη κυριαρχία, η χώρα έπρεπε να συμφωνήσει να κατοχυρώσει την ουδετερότητα στο σύνταγμά της, την οποία ο πληθυσμός εκείνη την εποχή θεωρούσε αναγκαίο κακό. Γι’ αυτό και η Αυστρία δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ.

Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για την Αυστρία, που ακροβατούσε και γεωγραφικά μεταξύ ΝΑΤΟ και Συμφώνου Βαρσοβίας, να ανακαλύψει ότι εκτός από πίεση υπάρχουν και πλεονεκτήματα απ’ αυτή τη θέση. Την 1η Ιουνίου 1968, η Αυστρία έγινε η πρώτη δυτικοευρωπαϊκή χώρα που υπέγραψε μακροπρόθεσμο συμβόλαιο με τη Σοβιετική Ένωση για την προμήθεια φυσικού αερίου, το οποίο έφτασε μέσω της Τσεχοσλοβακίας σε έναν κόμβο διανομής ακριβώς μέσα στα αυστριακά σύνορα.

Αυτή η δυτικοευρωπαϊκή ουδετερότητα μετέτρεψε τη Βιέννη σε διεθνή κόμβο. Τη δεκαετία του 1960 ο ΟΠΕΚ μετέφερε την έδρα του εκεί, ενώ το 1979 ακολούθησαν τα Ηνωμένα Έθνη, τα οποία έκαναν τη Βιέννη την τρίτη έδρα τους. Ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη εγκαταστάθηκε εκεί το 1993.

Είναι ενδιαφέρον, επίσης, ότι σχεδόν όλοι όσοι χρημάτισαν καγκελάριοι της Αυστρίας, μετά τη λήξη της θητείας τους κοίταξαν… ανατολικά για την επαγγελματική τους αποκατάσταση. Ο κεντροδεξιός Βόλφγκανγκ Σούσελ εντάχθηκε στα διοικητικά συμβούλια της ρωσικής εταιρείας κινητής τηλεφωνίας MTS και του πετρελαϊκού κολοσσού Lukoil. Ο σοσιαλδημοκράτης διάδοχός του, Άλφρεντ Γκουσενμπάουερ, πήγε να εργαστεί για το «Διάλογος των Πολιτισμών Ερευνητικό Ινστιτούτο», μια φιλορωσική δεξαμενή σκέψης που δημιουργήθηκε από έναν φίλο του Πούτιν. Ο Κρίστιαν Κερν, ένας άλλος σοσιαλδημοκράτης, ανέβηκε στο διοικητικό συμβούλιο του ρωσικού κρατικού σιδηροδρόμου RZD. Υπήρξαν και υπουργοί που ακολούθησαν το ίδιο δρομολόγιο.

Είναι φανερό ότι, ανεξαρτήτως κομματικής προέλευσης, όλοι συμφωνούν ότι η Αυστρία πρέπει να παραμείνει γέφυρα προς τη Ρωσία «για το καλό της Δύσης».

Η οικονομική σφιχτή αγκαλιά

Η Ρωσία παραμένει σήμερα ο δεύτερος μεγαλύτερος επενδυτής στην Αυστρία μετά τη Γερμανία, μια θέση που κατέχει από το 2014, με άμεσες ξένες επενδύσεις συνολικού ύψους 25 δισεκατομμυρίων ευρώ στο τέλος του περασμένου έτους, ή 13% του συνόλου. Πολλές από τις εκατοντάδες αυστριακές εταιρείες που επένδυσαν στη Ρωσία τα τελευταία χρόνια παραμένουν ενεργές εκεί. Σχεδόν τα δύο τρίτα των 65 αυστριακών εταιρειών στη Ρωσία που συμμετείχαν σε έρευνα από τη Σχολή Οικονομικών Επιστημών του Κιέβου σχεδιάζουν να παραμείνουν. Ο αριθμός είναι πολύ μεγαλύτερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 40%.

Ο όμιλος πετρελαίου και φυσικού αερίου OMV, η μεγαλύτερη εταιρεία της Αυστρίας, παραμένει σημαντικός παίκτης στον ενεργειακό τομέα της Ρωσίας. Η αυστριακή Raiffeisen Bank International είναι ο μεγαλύτερος ξένος δανειστής που δραστηριοποιείται στη Ρωσία και πυλώνας του χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας. Ακόμη και η Red Bull με έδρα το Σάλτσμπουργκ συνεχίζει να πωλεί τα ενεργειακά ποτά της στη Ρωσία.

Η OMV υποστηρίζει ότι είναι υποχρεωμένη να συνεχίσει να αγοράζει τουλάχιστον 6 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα ρωσικού φυσικού αερίου ετησίως μέχρι το 2040. Αυτό αναφέρει η συμφωνία του 2018, που υπέγραψε στη Βιέννη ο Πούτιν και στη συνέχεια ο καγκελάριος Σεμπάστιαν Κουρτς. Η αυστριακή κυβέρνηση, η οποία κατέχει λίγο περισσότερο από το 30% της OMV, ενός πρώην κρατικού μονοπωλίου, υποστηρίζει ότι δεν γνωρίζει τις λεπτομέρειες της σύμβασης. Η στενή σχέση μελών της κυβέρνησης Κουρτς με Ρώσους ολιγάρχες οδήγησε στην ανατροπή της.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία αύξησε περαιτέρω τις εντάσεις και τις έφερε στο φως. Τον περασμένο Ιανουάριο, μετά την προειδοποίηση του υπουργού εξωτερικών Σάλενμπεργκ να μην αποκλείσει τη Μόσχα από τον ΟΑΣΕ που εδρεύει στη Βιέννη, το υπουργείο εξωτερικών της Πολωνίας κατηγόρησε την Αυστρία ως «φιλορωσική».

Ενώ η υπόλοιπη Ευρώπη μείωσε την εξάρτησή της από το ρωσικό αέριο κατά περισσότερο από το μισό το 2022 στο 19%, η Αυστρία αγόρασε το 60% του φυσικού της αερίου από τη Ρωσία, σε σύγκριση με το 80% πριν από την περσινή εισβολή. Πέρυσι, η Αυστρία πλήρωσε 7 δις ευρώ για ρωσικό αέριο. Η Raiffeisen Bank αντιμετωπίζει παρόμοιο πρόβλημα να σπάσει τον εθισμό της στη Ρωσία. Η τράπεζα κέρδισε περισσότερα από 2 δις ευρώ στη Ρωσία το 2022, περισσότερο από το 50% των συνολικών της κερδών. Ωστόσο, λόγω των διεθνών κυρώσεων κατά της Ρωσίας, η τράπεζα, που έχει χρηματιστηριακή αξία περίπου 5 δις ευρώ, δεν μπορεί να επαναπατρίσει αυτά τα κέρδη. Η τράπεζα λέει ότι ψάχνει να φύγει από τη Ρωσία, αλλά δεν έχει βρει ακόμη διέξοδο.

Προηγούνται οι φιλορώσοι

Μέχρι στιγμής, ωστόσο, η αλλαγή της ρητορικής δεν έχει οδηγήσει σε μεγάλες διακυμάνσεις στην πολιτική. Το ακροδεξιό, φιλορωσικό Κόμμα Ελευθερίας, που θέλει να άρει όλες τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, προηγείται στις εθνικές δημοσκοπήσεις από τον Νοέμβριο, με μέσο όρο περίπου 28%, αρκετές μονάδες μπροστά από τον πλησιέστερο αντίπαλό του, τους κεντροαριστερούς Σοσιαλδημοκράτες.

Δεδομένου ότι οι περισσότεροι Αυστριακοί εξακολουθούν να υποστηρίζουν τις κυρώσεις δημοτικότητας, οι κυρώσεις του κόμματος είναι πιο πιθανό να έχουν τις ρίζες τους στην απογοήτευση με την υπάρχουσα κυβέρνηση παρά στον ενθουσιασμό για την πολιτική του για τη Ρωσία. Και όμως, η δημοτικότητά του σημαίνει ότι είναι πιθανό να τα πάει καλά στις επόμενες εκλογές, που προγραμματίζονται για το φθινόπωρο του 2024 το αργότερο, και να κάνει ακόμα μεγαλύτερο το πρόβλημα.

Η ουδετερότητα δεν έχει μπει, προς το παρόν, στο στόχαστρο. Η αμφίδρομη πίεση, όμως, ενδεχομένως να οδηγήσει την Αυστρία να πάρει ξεκάθαρες αποφάσεις στο άμεσο μέλλον.

** Με πληροφορίες από το Politico.