Περιεχόμενα
Με την ελληνική οικονομία σε διαρκώς ανοδική πορεία, ο μηνιαίος δείκτης επιχειρηματικού κλίματος του ΙΟΒΕ αυξήθηκε στις 111,1 μονάδες τον Ιούλιο έναντι 87,3 του αντίστοιχου δείκτη IFO-Index στη Γερμανία. «Το κλίμα δύσκολα θα μπορούσε να είναι καλύτερο», γράφει ο ανταποκριτής του RND στην Αθήνα, Γκερντ Χέλερ στο άρθρο με τίτλο «το ελληνικό οικονομικό θαύμα», προσθέτοντας πως «στην Ελλάδα επικρατεί ευφορία».
Εντυπωσιακό comeback της Ελλάδας
«To comeback είναι ακόμη πιο αξιοσημείωτο, καθώς η Ελλάδα έφτασε πολλές φορές κοντά στη χρεοκοπία στη διάρκεια της κρίσης χρέους τη δεκαετία του 2010. Οι εταίροι της στην ευρωζώνη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έσωσαν τη χώρα από τη χρεοκοπία με δάνεια ύψους σχεδόν 289 δισ. ευρώ. Σε αντάλλαγμα, η Αθήνα αναγκάστηκε να εφαρμόσει ένα δρακόντειο πρόγραμμα λιτότητας, που οδήγησε τη χώρα στη βαθύτερη και μεγαλύτερη ύφεση της μεταπολεμικής περιόδου: μεταξύ 2010 και 2016 η Ελλάδα έχασε το ένα τέταρτο της οικονομικής της δύναμης.
Η χώρα δεν έχει ανακάμψει πλήρως μέχρι σήμερα. Στα 208 δισεκατομμύρια ευρώ, το ΑΕΠ ήταν ακόμη πολύ χαμηλότερο από το επίπεδο των 238 δισεκατομμυρίων ευρώ πριν από την κρίση. Το νιώθει και ο κόσμος. Σύμφωνα με υπολογισμούς της στατιστικής υπηρεσίας ΕΛΣΤΑΤ, οι πραγματικοί μισθοί πέρυσι ήταν μόλις στο 71% του επιπέδου πριν από την κρίση. Από το 2009, οι εργαζόμενοι έχουν χάσει περίπου το ένα τρίτο της αγοραστικής τους δύναμης», σημειώνει το άρθρο.
Οι μεταρρυθμίσεις
Και τονίζει ότι «το παράδειγμα της Ελλάδας δείχνει, όμως, ότι σε κάθε κρίση υπάρχουν και ευκαιρίες».
Επαινώντας την οικονομική διαχείριση της κυβέρνησης Μητσοτάκη κατά την τελευταία τετραετία, ο δημοσιογράφος του RND τονίζει ακόμη πως «οι πολιτικές του συντηρητικού πρωθυπουργού είναι φιλικές προς τις επιχειρήσεις, όμως ταυτοχρόνως έχουν και έντονο κοινωνικό πρόσημο. Ο Μητσοτάκης ανακούφισε τους εργαζόμενους μειώνοντας τους φόρους εισοδήματος και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και αυξάνοντας τον κατώτατο μισθό σταδιακά από τα 650 στα 780 ευρώ. Από το 2019, ο αριθμός των θέσεων εργασίας αυξήθηκε από 2,2 σε 2,6 εκατομμύρια, ενώ το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε από 17,3% σε 11,1%. Την ανωτέρω πρόοδο επιβράβευσαν οι ψηφοφόροι και στις πρόσφατες εκλογές. […] Έτσι η Ελλάδα, που κάποτε θεωρείτο αδύνατον να κυβερνηθεί, αποτελεί σήμερα ένα από τα περισσότερο πολιτικά σταθερά κράτη της Ε.Ε.»
Η επιστροφή της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα
Σύμφωνα με τον ανταποκριτή του RND το μεγαλύτερο βαρίδι για την ελληνική οικονομία είναι το κρατικό χρέος: «Η Ελλάδα μπόρεσε να μειώσει τον δείκτη χρέους της από 206,3% του ΑΕΠ το 2020 σε 168,3% στο τέλος του πρώτου τριμήνου του 2023, επίσης χάρη στην πρόωρη αποπληρωμή των δανείων διάσωσης. Αλλά το ποσοστό εξακολουθεί να είναι το υψηλότερο στην ΕΕ. Ωστόσο, το εθνικό χρέος της Ελλάδας θεωρείται βιώσιμο, επειδή την πλειοψηφία κατέχουν δημόσιοι πιστωτές όπως ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ΕΜΣ).
Τα επιτόκια είναι χαμηλά και οι όροι των δανείων διάσωσης επεκτείνονται έως το 2070. Κυρίως λόγω του υψηλού επιπέδου χρέους, οι τέσσερις μεγάλοι οίκοι αξιολόγησης που αναγνωρίζονται από την ΕΚΤ, Moody’s, Standard & Poor’s, Fitch και DBRS, αξιολογούν την Ελλάδα ως μόνη χώρα στη ζώνη του ευρώ κάτω από την επενδυτική βαθμίδα. Ωστόσο, αυτό μπορεί να αλλάξει σύντομα. Ο ιαπωνικός οίκος αξιολόγησης R&I και ο γερμανικός οίκος Scope έχουν ήδη αναβαθμίσει την Ελλάδα στην κατηγορία των οφειλετών που αξίζει να επενδύσει κανείς τις τελευταίες εβδομάδες. Οι παρατηρητές των χρηματοπιστωτικών αγορών αναμένουν ότι δύο από τους τέσσερις μεγάλους οργανισμούς θα ακολουθήσουν το παράδειγμά τους μέχρι το τέλος του έτους και θα δώσουν στη χώρα την πολυπόθητη σφραγίδα έγκρισης επενδυτικού βαθμού.
Όπως εξηγεί ο Γκερντ Χέλερ «κάτι τέτοιο δεν θα βελτίωνε μόνο τις δυνατότητες αναχρηματοδότησης του ελληνικού κράτους, αλλά θα διευκόλυνε τις ελληνικές επιχειρήσεις να δανειστούν με ευνοϊκότερους όρους και να επενδύσουν περισσότερα χρήματα. Αυτό είναι το κλειδί για τη βιώσιμη επιστροφή της πρώην χώρας της κρίσης. Οι επενδύσεις αυξήθηκαν έντονα επί κυβέρνησης Μητσοτάκη, όμως αποτελώντας 14% του Α.Ε.Π., εξακολουθούν να βρίσκονται πολύ κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 23%», καταλήγει.
Πηγή φωτογραφίας: Pixabay