H Europol, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου σε έκθεση που παρουσιάζει την ταχεία ψηφιοποίηση, τις γεωπολιτικές εντάσεις και το οργανωμένο έγκλημα ως παράγοντες που συμβάλλουν στην αύξηση του χρηματοπιστωτικού και οικονομικού εγκλήματος.

Λόγω της παρεμβατικής τους φύσης, τα οικονομικά και χρηματοπιστωτικά εγκλήματα είναι αρκετά δύσκολο να διερευνηθούν και να αντιμετωπιστούν. Οι εγκληματίες παραμένουν συνήθως ανώνυμοι και λειτουργούν ανεξάρτητα από τις καθιερωμένες εγκληματικές δομές, ενώ οι τεχνικές και τα εργαλεία τους εξελίσσονται ταχύτατα.

Η πρώτη αξιολόγηση απειλών της Europol με τίτλο «Η άλλη πλευρά του νομίσματος: Ανάλυση του οικονομικού και χρηματοπιστωτικού εγκλήματος» εξετάζει τις τρέχουσες και τις αναδυόμενες απειλές που σχετίζονται με το οικονομικό και χρηματοπιστωτικό έγκλημα. H παρούσα έκθεση αναλύει τις απειλές που προέρχονται από το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και τη διαφθορά, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο έχουν εξελιχθεί ως αποτέλεσμα των τεχνολογικών και γεωπολιτικών αλλαγών. Η έκθεση εξετάζει επίσης τον ρόλο αυτών των εγκλημάτων στην ευρύτερη εικόνα του διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος.

«Το οργανωμένο έγκλημα έχει δημιουργήσει μια παράλληλη παγκόσμια οικονομία γύρω από το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, τις παράνομες οικονομικές μεταφορές και τη διαφθορά. Οι εγκληματίες έχουν διαφοροποιήσει τους τρόπους δράσης τους για να αποφεύγουν τον εντοπισμό τους χάρη στις σύγχρονες τεχνολογίες. Η έκθεση της Europol χρησιμεύει ως οδικός χάρτης για την προώθηση της συνεργασίας που θα καταπατήσει το οικονομικό έγκλημα, θα αναχαιτίσει τα παράνομα κέρδη και – πάνω απ’ όλα – θα κάνει την Ευρώπη ασφαλέστερη», δήλωσε η εκτελεστική διευθύντρια της Europol, Catherine De Bolle.

«Το οικονομικό και χρηματοπιστωτικό έγκλημα, και η έκτασή του, είναι μια διαβρωτική δύναμη στην κοινωνία. Η Europol και το Ευρωπαϊκό Κέντρο για το Οικονομικό και Χρηματοοικονομικό Έγκλημα αποτελούν μέρος της λύσης. Η παρούσα έκθεση παρουσιάζει τις ολοένα και πιο εξελιγμένες μεθόδους του οργανωμένου εγκλήματος και τις επιτυχίες των ευρωπαϊκών αρχών επιβολής του νόμου στην καταπολέμησή του. Εάν τα κράτη μέλη της ΕΕ συνεργαστούν ακόμη στενότερα σε αυτόν τον αγώνα, μπορούμε να επιτύχουμε σπουδαία αποτελέσματα», δήλωσε η Ευρωπαία επίτροπος Εσωτερικών Υποθέσεων Ylva Johansson.

Βασικά ευρήματα της έκθεσης

  • – Σχεδόν το 70% των εγκληματικών δικτύων που δραστηριοποιούνται στην ΕΕ χρησιμοποιούν κάποια μορφή νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες για να τις χρηματοδοτήσουν και να αποκρύψουν τα περιουσιακά τους στοιχεία.
  • – Πάνω από το 60% των εγκληματικών δικτύων που δραστηριοποιούνται στην ΕΕ χρησιμοποιούν παράνομες μεθόδους για να επιτύχουν τους στόχους τους.
  • – Το 80% των εγκληματικών δικτύων που δραστηριοποιούνται στην ΕΕ χρησιμοποιούν νόμιμες επιχειρηματικές δομές για τις εγκληματικές τους δραστηριότητες.
  • – Το εγκληματικό τοπίο στον τομέα αυτό είναι κατακερματισμένο, με τους βασικούς παράγοντες να βρίσκονται συχνά εκτός της ΕΕ.
  • – Οι τεχνικές και τα εργαλεία που χρησιμοποιούν οι εγκληματίες εξελίσσονται γρήγορα, καθώς εκμεταλλεύονται τις τεχνολογικές και γεωπολιτικές εξελίξεις.

Ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων ως ισχυρό αποτρεπτικό μέσο

Η ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων παραμένει ένα από τα πιο ισχυρά εργαλεία για την καταπολέμηση της παραοικονομίας, σύμφωνα με την Europol, καθώς στερεί από τους εγκληματίες τα παράνομα αποκτηθέντα περιουσιακά τους στοιχεία και τους εμποδίζει να τα επανεπενδύσουν σε περαιτέρω εγκληματικές δραστηριότητες ή να τα ενσωματώσουν στην κανονική οικονομία. Ωστόσο, το ποσοστό ανάκτησης εξακολουθεί να παραμένει πολύ χαμηλό – κάτω από 2%- σύμφωνα με την έκθεση της Europol.