Ο Αυστριακός σταρ Helmut Berger, ο πρωτοπόρος ηθοποιός που πρωταγωνίστησε σε κινηματογραφικά αριστουργήματα, όπως το «The Damned» του Luchino Visconti και το «Garden of the Finzi-Continis» του Vittorio De Sica, άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 78 ετών. Ο Berger πέθανε στο σπίτι του στην Αυστρία από φυσικά αίτια.
Σε μια από τις πιο ιστορικές και δημιουργικές περιόδους του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, ο Berger εδραίωσε με τόλμη τη θέση του στο πάνθεον των μεγάλων σταρ μέσω σειράς ταινιών που σκηνοθέτησε ο Luchino Visconti, ο άλλοτε ρομαντικός σύντροφός του.
Τα «The Damned», «Ludwig» και «Conversation Piece» χάρισαν ξεχωριστούς ρόλους στον Berger, ενώ και οι ταινίες είχαν τεράστια επιτυχία και αναγνώριση τόσο στο box office του arthouse όσο και από τους κριτικούς και τις ομάδες βραβείων.
Ο Berger ήταν υποψήφιος για Χρυσή Σφαίρα για το ρόλο του στην ταινία «The Damned», η οποία ήταν επίσης υποψήφια για Όσκαρ Καλύτερου Σεναρίου το 1970. Εξίσου εξυμνήθηκε η ταινία και από τον Γερμανό μαέστρο του κινηματογράφου Rainer Werner Fassbinder που την χαρακτήρισε: «ίσως η καλύτερη ταινία, η ταινία που πιστεύω ότι είναι σημαντική στην ιστορία του κινηματογράφου, όσο Σαίξπηρ στην ιστορία του θεάτρου».
Βραβεύτηκε με το τιμητικό βραβείο Lifetime Achievement «Teddy» στην Μπερλινάλε το 2007 για τους πρωτοποριακούς δημιουργικούς ρόλους του που εξερευνούν γκέι και αμφιφυλόφιλους χαρακτήρες, ωστόσο οι καλύτερες ερμηνείες του Berger δεν βρήκαν αναγνώριση από το συντηρητικό κοινό στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η drag προσωποποίηση της Marlene Dietrich από τον Berger στο «The Damned» οδήγησε τον θρυλικό σκηνοθέτη Billy Wilder να σχολιάσει: «Εκτός από τον Helmut Berger, δεν υπάρχουν ενδιαφέρουσες γυναίκες σήμερα». Η Madonna επίσης είχε δηλώσει: «Πιστεύω ότι είναι το ανδρόγυνο, είτε είναι ο David Bowie είτε ο Helmut Berger, που έχει επηρεάσει πραγματικά τη δουλειά μου περισσότερο από οτιδήποτε άλλο».
Η σκανδαλώδης ερωτική ζωή του Berger
Στα χρόνια της ακμής του, ο Berger υπήρξε ο αγαπημένος των ταμπλόιντ και των παπαράτσι, καθώς «πουλούσε» λόγω της άγριας συμπεριφοράς του και της γαργαλιστικής ερωτικής του ζωής.
Η βιογραφία του που κυκλοφόρησε το 1998 περιλαμβάνει τις αναμνήσεις του από πολλές από αυτές τις περιπέτειες και περιγραφές εκλεκτικών συνευρέσεων, ανάμεσά τους η Bianca, ο Mick Jagger, καθώς και η μελλοντική πρώην σύζυγός του Jerry Hall, ο σταρ του μπαλέτου Rudolf Nureyev, η Linda Blair, η Ursula Andress και ο Tab Hunter.
Εκτός από τις συνεργασίες του με τον Visconti, ο Berger είχε μια μακρά και κάπως ασταθή καριέρα, πολεμώντας με τον εθισμό του στα ναρκωτικά και το αλκοόλ για πολλά χρόνια.
Σημαντική συνεργασία του ήταν όταν πρωταγωνίστησε στο βραβευμένο με Όσκαρ αριστούργημα του De Sica «Garden of the Finzi-Continis» το 1970 και την ίδια χρονιά κέρδισε επίσης την προσοχή για τον ομώνυμο ρόλο στην ιταλική εκδοχή του «Dorian Gray» του Oscar Wilde, παραγωγής Samuel Arkoff.
Το «Ash Wednesday» (1973) του Larry Peerce είχε μια σιωπηλή υποδοχή από κριτικούς και κοινό, αλλά τοποθέτησε σταθερά τον Berger στην κορυφή της αφρόκρεμας της υποκριτικής με τον ορμητικό ρόλο του.
Μέχρι τη δεκαετία του ’80, η ασταθής συμπεριφορά του στεκόταν εμπόδιο στην καριέρα του στον κινηματογράφο και τελικά βρήκε δουλειά ως guest star για εννέα επεισόδια στην αμερικανική σαπουνόπερα «Dynasty». Λίγο αργότερα, ο Berger αποσύρθηκε εντελώς από τα σόου για να φροντίσει την άρρωστη μητέρα του.
Μια απόπειρα επιστροφής περιελάμβανε μια εμφάνισή του το 2013 στη γερμανική έκδοση του «I’m a Celebrity – Get Me Out of Here», η οποία ολοκληρώθηκε μετά μόλις δύο ημέρες λόγω προβλημάτων υγείας. Μέχρι το 2019 η κατάστασή του απέκλειε κάθε δημιουργική δραστηριότητα.