Περιεχόμενα
Την τελευταία τριετία η παγκόσμια οικονομία έχει υποστεί δύο μεγάλα σοκ. Πρώτα η πανδημία, μετά η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Τώρα, ίσως να βρισκόμαστε μπροστά σε ένα τρίτο το οποίο θα είναι αποτέλεσμα της διαχείρισης της κυβέρνησης Μπάιντεν και του Κογκρέσου στις ΗΠΑ.
Τις τελευταίες εβδομάδες οι ΗΠΑ αδυνατούν να αποπληρώσουν τις οφειλές τους. Αυτό θα έπρεπε να έχει προκαλέσει ένα ντόμινο εξελίξεων, αλλά προς το παρόν οι επιδράσεις είναι ελεγχόμενες. Όχι όμως και εντελώς εκτός κινδύνου, αυτού του σοκ.
Το πρωί της Παρασκευής υπήρξαν διαρκείς διαπραγματεύσεις στην Ουάσινγκτον για να αυξηθεί η πιστοληπτική ικανότητα των ΗΠΑ και να μπορούν να δανειστούν περισσότερο. Αν κάτι τέτοιο συμβεί, αν δηλαδή αυξηθεί το εύρος δανεισμού τους, τότε είναι πιθανό να μπούμε σε ένα μονοπάτι μιας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που θα κάνει αυτή του 2008 να μοιάζει με βόλτα στο πάρκο.
Σύμφωνα με τον καθηγητή οικονομικών στο Dartmouth, Ντάνι Μπλαντσφλάουερ, οι επιπτώσεις από μια κρίση χρέους της Αμερικής, θα ήταν ένα εκατομμύριο φορές χειρότερες από αυτές του 2008.
Τι είναι το default crisis που λένε στις ΗΠΑ
Αυτό που διατηρεί προς το παρόν τα πράγματα σε μια ισορροπία, είναι πως μιλάμε για τις ΗΠΑ και όλα τα χρηματιστήρια, όλες οι τράπεζες, όλοι οι δανειστές, δεν έχουν κανένα άγχος πως θα αποπληρώσουν στην ώρα τους τα χρέη τους.
Αναδεικνύεται όμως και η λεπτή ισορροπία πάνω στην οποία κινείται το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Όχι μόνο αυτή την περίοδο, αλλά εν γένει. Είναι ο λόγος που το δολάριο είναι το νόμισμα-σανίδα σωτηρίας και το Εθνικό Θησαυροφυλάκιο διασφαλίζει την βάση της αγοράς ομολόγων παγκοσμίως.
«Αν η αξιοπιστία του Θησαυροφυλάκιου για την δέσμευσή του να πληρώσει, τεθεί υπό αμφισβήτηση, μπορεί να προκαλέσει όλεθρο σε μεγάλη κλίμακα στις παγκόσμιες αγορές», τονίζει ο Μορίς Όμπστφελντ,, επικεφαλής στο Peterson Institute for International Economics, ένα think tank με έδρα την Ουάσινγκτον.
Πίσω στο 2011, όταν είχε ανέβει το ταβάνι του αμερικανικού χρέους, ο δείκτης S&P 500 του χρηματιστηρίου που είναι ο δείκτης των μετοχών, είχε πτώση πάνω από 15%. Ακόμα κι όταν τότε είχε επιτευχθεί μια συμφωνία, ο δείκτης εξακολουθούσε να πέφτει για κάποιες μέρες, καθώς η κυβέρνηση είχε ξεμείνει από κεφάλαιο.
Η ημερομηνία-σταθμός είναι η 1η Ιουνίου. Αυτή είναι η μέρα στην οποία θα μπορούσε να επέλθει μια ανυπολόγιστη κατάρρευση, με την κυβέρνηση να μην έχει δυνατότητα δανεισμού και να έχει ξεμείνει από λεφτά. Κάτι τέτοιο, αυτή τη στιγμή, είναι απείρως απίθανο. Οι αγορές μετοχών έχουν απορρίψει το ενδεχόμενο ενός λεγόμενου default, δηλαδή της αποτυχίας να κάνουν οι ΗΠΑ τις απαιτούμενες πληρωμές χρέους και τόκων. Η Τζάνετ Γιέλεν, Υπουργός Οικονομικών, πιστεύει ότι θα επέλθει η συμφωνία που απαιτείται.
«Μια από τις ανησυχίες μου είναι ότι ακόμα και μετά από μια συμφωνία, όταν αυτή επέλθει, θα υπάρξει σημαντική αναταραχή στις αγορές», δήλωσε την Τετάρτη.
Έτοιμος να υποβαθμίσει τις ΗΠΑ Ο Fitch
Ήδη ο Οίκος Fitch ετοιμάζεται να υποβιβάσει το σκορ αξιοπιστίας της αμερικανικής οικονομίας που αυτή τη στιγή βρίσκεται στο ΑΑΑ, βαθμολογία που είναι η υψηλότερη που υπάρχει. Κάτι αντίστοιχο είχε γίνει και το 2011 όταν τα τρία Α είχαν γίνει ΑΑ+.
Μια υποβάθμιση, όσο μικρή κι αν είναι, θα επηρεάσει την αξία τρισεκατομμυρίων δολαρίων που αφορούν στο χρέος των ΗΠΑ και θα οδηγήσει τα κόστη δανεισμού σε αύξηση. Η αξία των υποθηκών έχει περάσει στη φάση της αβεβαιότητας και οι βραχυπρόθεσμοί λογαριασμοί του Θησαυροφυλάκιου έχουν αυξηθεί.
Οι ΗΠΑ δεν έχουν βρεθεί ποτέ στη σύγχρονη ιστορία του κόσμου στην κατάσταση του default, κι αυτό είναι που ανησυχεί περισσότερο. Δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα και πόσο δύσκολο θα είναι για τους θεσμούς ώστε να προετοιμαστούν.
Ο Ντέιβιντ Μαλπάς, επικεφαλής της World Bank, της τράπεζας που έχει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά δανεισμού σε κράτη, δήλωσε στο CNN μες στην εβδομάδα ότι ο οργανισμός του δεν διαθέτει κάποιο ειδικό δωμάτιο όπου θα συνέλθουν τα μέλη του Δ.Σ. για να αντιμετωπίσουν την απειλή.
Τέτοιο όμως έχουν στην JPMorgan, με τον CEO Τζέιμι Ντιμόν να αναφέρει στο Bloomberg στις αρχές του μήνα ότι η τράπεζά του διεξάγει εβδομαδιαίες συνεδριάσεις για να προετοιμαστεί για ένα πιθανό default από τις ΗΠΑ.
Η «παραβίαση» που θα μπορούσε να σώσει
Ο Κάρστεν Μπρζέσκι, διεθνής αναλυτής μακροοικονομικής έρευνας της ING, δήλωσε πως αν υπάρξει αυτή η καταστροφή, δεν υπάρχει καμία αντίδραση που να προβλέπεται από κάποιο πρωτόκολλο.
Σε ένα πιθανό σενάριο, ο Μπρζέσκι εξηγεί ότι οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να αποφύγουν ένα τεχνικό default για μερικές εβδομάδες με το να συνεχίσουν να αποπληρώνουν τους κατόχους ομολόγων αφαιρώντας λεφτά από τον προϋπολογισμό άλλων τομέων, όπως η κοινωνική ασφάλιση και το σύστημα υγείας. Αυτό οι αναλυτές στον Οίκο Moody’s το αποκαλούν breach, δηλαδή παραβίαση του debt ceiling, του ανώτερου σημείου της δανειοληπτικής ικανότητας της χώρας. Το breach δεν είναι το ίδιο καταστροφικό με το default, αλλά δεν είναι και αμελητέο.
Απλώς, σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα ενεργοποιείτο η «Μητέρα όλων των Κρίσεων», όπως θα συνέβαινε με το default που θα προκαλούσε άμεσα πανικό στις αγορές. Αν συνέβαινε το breach και διαρκούσε για μια εβδομάδα, το ΑΕΠ των ΗΠΑ θα έπεφτε κατά 0.7% και θα χάνονταν 1.5 εκατομμύριο θέσεις εργασίας αυθωρεί και παραχρήμα.
Αν το breach διαρκέσει για μεγάλο διάστημα του καλοκαιριού, και με το Θησαυροφυλάκιο να θέτει σε προτεραιότητα την αποπληρωμή χρεών έναντι άλλων οφειλών, η αμερικανική οικονομία θα βρισκόταν ενώπιον κατακλυσμού. Το ΑΕΠ θα έπεσε 4.6% και θα υπήρχε απώλεια 7.8 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας, οι τιμές των μετοχών θα κατέρρεαν και τα κόστη δανεισμού θα εκτοξεύονταν.
Τι έγινε τον Μάρτιο του 2020
Το παραπάνω θα ήταν ένα πρώτο στάδιο. Γιατί μετά θα ερχόταν μια παγκόσμια οικονομική κρίση μεγαλύτερη του 2008, με τα κόστη δανεισμού να αυξάνονταν σε παγκόσμια κλίμακα. Οι αγορές πιστωτών θα πάγωναν και οι αγορές μετοχών θα βυθίζονταν.
Και οι επενδυτές, που παραδοσιακά σε τέτοιες κρίσεις στηρίζουν τα Θησαυροφυλάκια, θα έπαιρναν τα λεφτά τους και θα τα επένδυαν σε cash και όχι σε ομόλογα και μετοχές. Κάτι τέτοιο θα προκαλούσε και μια τεράστια κρίση ρευστότητας. Τον Μάρτιο του 2020 παραλίγο να γίνει αυτό, αλλά το Ομοσπονδιακό Αποθεματικό πήρε μέτρα για να αποφευχθεί.
Έκανε περικοπές στα επιτόκια, δανείστηκε ομόλογα πολλών δισεκατομμυρίων, προσέφερε ενέσεις ρευστότητας στους δανειστές και άνοιξε γραμμές πίστωσεις στις ξένες κεντρικές τράπεζες για να διατηρήσει την ροή του δολαρίου στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Τέτοια μέτρα όμως σήμερα μπορεί να θέσουν σε αμφιβολία την αξιοπιστία της κυβέρνησης των ΗΠΑ.
«Είναι άγνωστο αν σε μια default κρίση η Ομοσπονδιακή Τράπεζα θα μπορούσε να κάνει αρκετά από αυτά που έκανε τον Μάρτιο του 2020. Θα χρειαζόταν μεγαλύτερη προσπάθεια σταθεροποίησης της αγοράς και αυτή η προσπάθεια μπορεί να ήταν μερικώς επιτυχής ή και καθόλου», υποστηρίζει ο Όμπστφελντ.
Ο Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας Αποθέματος στη Μινεάπολη, Νιλ Κασκάρι, είναι ακόμα πιο απαισιόδοξος. «Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα δεν έχει την ικανότητα να προστατεύσει την αμερικανική οικονομία απέναντι σε μια τέτοια κατηφόρα όπως το default. Κάτι τέτοιο θα έδινε μήνυμα στους επενδυτές παγκοσμίως ότι η αυτοπεποίηση των ΗΠΑ έχει διαβρωθεί».
Το δολάριο πάντως είναι ένα πανίσχυρο νόμισμα και σε μια περίπτωση διάβρωσης της εμπιστοσύνης από και προς τις ΗΠΑ, δεν θα υφίστατο μεγάλη ζημιά. Το 2011 για παράδειγμα, παρά το σοκ του S&P, το δολάριο ενισχύθηκε και αποτέλεσε την ασφάλεια των επενδυτών.
«Το πλεονέκτημα του δολαρίου είναι ότι δεν υπάρχει κάτι άλλο να στραφούν. Δεν είναι ξεκάθαρο πού να αναζητήσουν ασφάλεια οι άνθρωποι», αναφέρει ο Ράντι Κρότζνερ, πρώην διοικητής της FED και τώρα καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο.
Και πάλι όμως, ακόμα κι αν το δολαριο και τα Θησαυροφυλάκια είναι απόλυτα φυλαγμένα χάρη στη σημασία τους για το διεθνές εμπόριο και την οικονομία, δε σημαίνει πως δεν θα αντιμετώπιζαν βαρύ χτύπημα από ένα default.