Περιεχόμενα
Τα πρόσφατα τραγικά γεγονότα στη Μέση Ανατολή και το Ισραήλ ειδικότερα αναγκάζουν την ανθρωπότητα να ζήσει πάλι την ίδια κατάσταση με τη δεκαετία του 1970. Είναι γνωστή η φράση του Καρλ Μαρξ: «Η ιστορία επαναλαμβάνεται την πρώτη φορά ως τραγωδία και την δεύτερη ως φάρσα». Το Ισραήλ δέχτηκε επίθεση την ημέρα μιας ιερής θρησκευτικής του γιορτής, όπως και το 1973 στον πόλεμο που έμεινε γνωστός ως «Γιομ Κιπούρ». Η Ρωσία (τότε ΕΣΣΔ) βρέθηκε σε διαδικασία εισβολής σ’ έναν από τους γείτονές της (Αφγανιστάν). Ο ανταγωνισμός των υπερδυνάμεων αυξάνεται, τώρα οι ΗΠΑ βρίσκονται σε κούρσα εξοπλισμού με την Κίνα. Οι αμερικανικές πρεσβείες στη Μέση Ανατολή δέχονται επίθεση, όπως και τότε. Το μόνο που μένει να δούμε είναι αν η αμερικανική εξωτερική πολιτική έμαθε κάτι από τότε ή θα συνεχίσει στα ίδια.
Είναι αλήθεια ότι στη δεκαετία του 1970, οι Αμερικανοί υπεύθυνοι χάραξης εξωτερικής πολιτικής προσπάθησαν να δημιουργήσουν ασφάλεια και σταθερότητα στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Αλλά αυτές οι προσπάθειες έπεσαν στο κενό επειδή δεν έκαναν αρκετά για να αντιμετωπίσουν τα δεινά εκατοντάδων χιλιάδων Παλαιστινίων προσφύγων, ή τέλος πάντων να επιφέρουν μια ειρηνική επίλυση της σύγκρουσης Παλαιστινίων-Ισραηλινών.
Όταν ο Τζίμι Κάρτερ ανέλαβε τα καθήκοντά του το 1977, είχε ένα φιλόδοξο σχέδιο να επιδιώξει μια ολοκληρωμένη αραβο-ισραηλινή ειρηνευτική διαδικασία, που θα εγγυόταν τη δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτος. Τα επόμενα τρία χρόνια, ωστόσο, η διαδικασία κατέρρευσε. Το αρχικό πλήγμα ήρθε τέσσερις μήνες μετά την ορκωμοσία του Κάρτερ, όταν για πρώτη φορά, οι Ισραηλινοί ψηφοφόροι παρέδωσαν τη διοίκηση σε μια δεξιά κυβέρνηση, υπό την ηγεσία του Μεναχέμ Μπεγκίν. Αυτός υιοθέτησε σκληρή γραμμή όσον αφορά την ειρηνευτική διαδικασία και η άρνησή του να κάνει παραχωρήσεις έκανε δύσκολη την εξασφάλιση οποιασδήποτε περιφερειακής συμφωνίας.
Ο διχασμός των Αράβων
Τα αραβικά κράτη στη δεκαετία του 1970 ήταν εντελώς διχασμένα σχετικά με το πώς να εκπροσωπηθούν σε μια ειρηνευτική διάσκεψη. Το κύριο ερώτημα ήταν με τι θα μπορούσε να μοιάζει μια αυτοδιοικούμενη παλαιστινιακή οντότητα. Η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO), η ομπρέλα όλων των οργανώσεων υπό τον Γιάσερ Αραφάτ, που αναγνωριζόταν από τα αραβικά κράτη ως «ο μόνος νόμιμος εκπρόσωπος του παλαιστινιακού λαού», αρνήθηκε να αναγνωρίσει το δικαίωμα ύπαρξης του Ισραήλ (αν και προηγουμένως είχαν σηματοδοτήσει την προθυμία να το πράξουν). Ο Σύρος πρόεδρος Χαφέζ αλ-Άσαντ, πατέρας του σημερινού προέρου, επέμεινε στην επιστροφή των Υψωμάτων του Γκολάν, τα οποία είχαν καταλάβει οι Ισραηλινοί στον πόλεμο του 1967.
Τον Οκτώβριο του 1977 οι ΗΠΑ αρνήθηκαν τη συμφωνία να φιλοξενήσουν μια συνολική ειρηνευτική διάσκεψη στη Μέση Ανατολή με τη Σοβιετική Ένωση, λόγω και πίεσης που άσκησε το εβραϊκό λόμπι. Επειδή τα αραβικά κράτη είχαν καλύτερες σχέσεις με το Κρεμλίνο παρά με τον Λευκό Οίκο, αυτό μείωσε δραστικά τις πιθανότητες να έρθουν οι Άραβες στο τραπέζι.
Οι ελπίδες του Κάρτερ κατέρρευσαν. Του έμεινε μόνο η διμερής ειρηνευτική διαδικασία μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ, η οποία το 1978 κορυφώθηκε με τις Συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ και αργότερα την Αιγυπτιο-Ισραηλινή Ειρηνευτική Συνθήκη. Ενώ βέβαια η προσπάθεια του Κάρτερ οδήγησε σε μια ιστορική ειρηνευτική συμφωνία μεταξύ του Μπεγκίν και του Αιγύπτιου Προέδρου Ανουάρ Σαντάτ, ο αποκλεισμός των Παλαιστινίων από τις διαπραγματεύσεις δημιούργησε μεγάλα προβλήματα στην κυβέρνησή του. Αυτό, σε συνδυασμό με την υποστήριξη του Begin για την αυξημένη επέκταση των εποικισμών στη Δυτική Όχθη και σε άλλες περιοχές που εκείνη την εποχή περιλάμβαναν τη Γάζα, τη χερσόνησο του Σινά και τα Υψίπεδα του Γκολάν, εξασφάλισε ότι οι αραβικές χώρες αντιτάχθηκαν συλλογικά στη συμφωνία.
Η συμφωνία Ισραήλ-ΗΠΑ-Αιγύπτου για παλαιστινιακό κράτος
Η συνθήκη όριζε ξεκάθαρα ότι η Αίγυπτος, το Ισραήλ και οι ΗΠΑ έπρεπε να καταλήξουν σε συμφωνία για τη δημιουργία μιας παλαιστινιακής «αυτοδιοικούμενης αρχής» στη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας ως τις 25 Μαΐου 1980. Οι Ισραηλινοί δεν είχαν πρόθεση να το πράξουν. Αυτό προήλθε σε μεγάλο βαθμό από την πεποίθηση του Μπεγκίν ότι ένα παλαιστινιακό κράτος θα αποτελούσε θανάσιμο κίνδυνο για το Ισραήλ, καθώς θα μετατρεπόταν σε χρόνο μηδέν σε μια σοβιετική βάση. Η αδιαλλαξία του Μπέγκιν, σε συνδυασμό με την απροθυμία του Κάρτερ να αναγκάσει τους Ισραηλινούς να κάνουν παραχωρήσεις, κατέστησαν τελικά αδύνατη την επίλυση του ζητήματος του παλαιστινιακού κράτους.
Ο Κάρτερ ήλπιζε να αναπτύξει ένα «συμβουλευτικό πλαίσιο ασφαλείας» (έτσι το ονόμαζε) με τα αραβικά κράτη που έδειχναν περισσότερη μετριοπάθεια, όπως η Ιορδανία, η Σαουδική Αραβία και η Αίγυπτος, προκειμένου να προστατεύσει τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή. Αλλά οι Σαουδάραβες και οι Ιορδανοί ανησυχούσαν επίσης για το πώς θα μπορούσε να αντιδράσει το κοινό τους αν αύξαναν τους δεσμούς ασφαλείας τους με τις ΗΠΑ ή συμμετείχαν στην ειρηνευτική διαδικασία χωρίς τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους.
Χωρίς ένα παλαιστινιακό κράτος και μια αποδεκτή διευθέτηση της ισραηλινο-παλαιστινιακής σύγκρουσης, ο Κάρτερ δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα φιλοαμερικανικό πλαίσιο ασφάλειας στη Μέση Ανατολή. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και σήμερα.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, πολλές ισραηλινές κυβερνήσεις έχουν αποδειχθεί απρόθυμες να κάνουν ουσιαστικές παραχωρήσεις στους Παλαιστίνιους. Από τη στιγμή, βέβαια, που τα αραβικά κράτη έδειξαν αυξημένη προθυμία να κάνουν ειρήνη χωρίς σοβαρές παραχωρήσεις, το Ισραήλ είχε ακόμη λιγότερα κίνητρα να αντιμετωπίσει την παλαιστινιακή κυριαρχία.
Οι συμφωνίες του Αβραάμ
Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ, οι ΗΠΑ ακολούθησαν το παράδειγμα του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου στην εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ του Ισραήλ και άλλων αραβικών κρατών πριν από οποιαδήποτε ισραηλινοπαλαιστινιακή συμφωνία. Στους Ισραηλινούς άρεσε αυτή η ιδέα επειδή μείωσε την υποστήριξη προς την Παλαιστινιακή Αρχή από πιθανούς πλούσιους συμμάχους, μειώνοντας έτσι τη μόχλευση της Παλαιστινιακής Αρχής στις διαπραγματεύσεις.
Οι ΗΠΑ διευκόλυναν τις λεγόμενες «συμφωνίες του Αβραάμ» μεταξύ του Ισραήλ και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, του Μπαχρέιν, του Σουδάν και του Μαρόκου. Η προσπάθεια του Τζο Μπάιντεν να συμπεριλάβει και τη Σαουδική Αραβία, άφησαν τους Παλαιστίνιους με ακόμα λιγότερους μοχλούς πίεσης.
Αν κάτι πέτυχε η επίθεση της Χαμάς, προσωρινά έστω, ήταν αυτό: την αποτροπή μιας επικείμενης ειρηνευτικής συμφωνίας Σαουδικής Αραβίας-Ισραήλ. Η επίθεση και ο πόλεμος που ακολούθησε έχουν επιδεινώσει τις σχέσεις μεταξύ του Ισραήλ και των Άραβων γειτόνων του, σε μεγάλο βαθμό λόγω της υποστήριξης του αραβικού κοινού στον παλαιστινιακό λαό.
Το ζήτημα, λοιπόν, είναι αν οι Αμερικανοί πήραν το μάθημά τους: χωρίς μια διαρκή διευθέτηση αποδεκτή από τον παλαιστινιακό λαό και σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του, η περιφερειακή ασφάλεια είναι ένα άπιαστο όνειρο.
** Με πληροφορίες από TIME.