Το ηφαιστειακό σύστημα των Φλεγραίων Πεδίων, στην επαρχία της Νάπολης και πολύ κοντά στην Ιταλική πόλη, από το Σεπτέμβριο απασχολεί με μια έντονη σεισμική δραστηριότητα, στο σημείο που σε εβδομαδιαία βάση καταγράφονται σεισμοί έντασης ανώτερης των 3 Ρίχτερ.
Στα τέλη Οκτωβρίου, η Ιταλική Επιτροπή Μεγάλων Κινδύνων είχε εκφραστεί σχετικά με την πιθανή ανάγκη γρήγορης μετάβασης σε υψηλότερο επίπεδο συναγερμού, από το τωρινό (κίτρινο) σε πορτοκαλί. Η πρόταση είχε εκφραστεί από τον Ιταλό υπουργό Πολιτικής Προστασίας, Νέλο Μουσουμέτσι, κατά τη διάρκεια ακρόασής του στο Κοινοβούλιο στις 7 Νοεμβρίου.
Η Ιταλική εφημερίδα Corriere del Mezzogiorno ήρθε στην κατοχή της επίσημης έκθεσης της Επιτροπής Μεγάλων Κινδύνων, από την οποία προκύπτει πως από το 2015 έως το 2022 το ηφαιστειακό μάγμα “όχι μόνο ‘συμμετείχε’, αλλά και ότι ήταν σχεδόν βέβαιο ότι είχε ανέλθει από μια δεξαμενή σε βάθος 7-8 χιλιομέτρων σε μια άλλη μόλις 4ων χιλιομέτρων” από την επιφάνεια.
Τα συμπεράσματα εξήχθησαν παρατηρώντας την ανάλυση μοντέλων των δορυφορικών δεδομένων InSaR (που καταγράφουν τις εδαφικές παραμορφώσεις). Σύμφωνα με τους γεωλόγους, με βάση και τις γεωχημικές αναλύσεις όπως ισότοπα και υδρόθειο (H2S) από τις φουμαρόλες (πηγές υδρατμών στις ηφαιστειακές περιοχές) προκύπτουν δύο πηγές που να δικαιολογούν το ‘φούσκωμα’ της ευρύτερης περιοχής.
“Από το 2021-2022 το υδροθερμικό σύστημα εξελίσσεται προς (…) πιο μαγματικές συνθήκες” τονίζει η έκθεση, και γι’ αυτό γίνεται λόγος, βάσει δεδομένων, για “μια υβριδική πηγή” – το μάγμα και μια υδροθερμική πηγή.
Μια άλλη ανησυχία είναι η πραγματική πιθανότητα ξαφνικών φρεατικών (ηφαιστειακών) εκρήξεων. Στην έκθεση τονίζεται πως στην περιοχή Solfatara-Pisciarelli, σε βάθος μεταξύ 100 και 200 μέτρων, θα υπήρχε μια “αργιλική και αδιαπέραστη” γεωλογική δομή η οποία θεωρείται πως λειτουργεί ως “περιορισμός σε υπό πίεση ρευστά”, ανοίγοντας στο ενδεχόμενο “μιας φρεατικής έκρηξης”.
“Έχει σημασία” τονίζεται στην έκθεση “να προωθηθεί επειγόντως μια κριτική συζήτηση σχετικά με τα πιθανά προγνωστικά σημάδια μιας τέτοιας δραστηριότητας και την ικανότητα του σημερινού συστήματος παρακολούθησης να τα ανιχνεύσει”.
Η έκθεση ασχολείται και με δύο μοντέλα κινδύνου θραύσης των πετρωμάτων υπό την πίεση των μαγματικών ρευστών, τα οποία σημειώνουν το γεγονός πως “με τους σημερινούς ρυθμούς παραμόρφωσης (του εδάφους), η διαδικασία θραύσης του φλοιού μπορεί να επιταχυνθεί περαιτέρω, έως ότου επιτευχθούν κρίσιμες συνθήκες σε χρονικό ορίζοντα μερικών μηνών έως μερικών ετών”. Κάτι που σημαίνει πως “δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι θα μπορούσαν να προκληθούν φαινόμενα όπως σημαντική σεισμικότητα, φρεατικές εκδηλώσεις (εκρήξεις) και άνοδος μάγματος στην επιφάνεια”.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες “δεν μπορεί να αποκλειστεί μια ταχεία εξέλιξη ως προς την άνοδο του μάγματος με τη μορφή dikes (επιμήκη πλακώδη σώματα λάβας), τα οποία θα μπορούσαν να φτάσουν στην επιφάνεια”.
Σημειώνεται επίσης πως “το φαινόμενο θα πρέπει να είναι ανιχνεύσιμο από τα γεωδαιτικά δίκτυα παρακολούθησης, δηλαδή ένα δίκτυο που χρησιμοποιεί δεδομένα που λαμβάνονται από δορυφόρους για τη μέτρηση των παραμορφώσεων του εδάφους, με περιθώριο σφάλματος μικρότερο του 1 εκατοστού”.
Όμως η Επιτροπή σημειώνει πως “η ικανότητα χωρικής και χρονικής ανάλυσης των δικτύων για την άμεση ανίχνευση των αρχικών φάσεων μιας τέτοιας δυναμικής, όπου αυτές θα μπορούσαν να συνδέονται με τη δημιουργία μικρών σημάτων, δεν φαίνεται ξεκάθαρη”. Κάτι που η Ιταλική εφημερίδα ερμηνεύει ως: “το δίκτυο θα μπορούσε να μην είναι σε θέση να εντοπίσει αυτά τα αμυδρά πρόδρομα σημάδια (ηφαιστειακής) έκρηξης”.
Το έγγραφο προτείνει την εμβάθυνση της ικανότητας “να εντοπιστεί κάθε άνοδος μάγματος, ιδίως μεταξύ βάθους 4 χλμ και της επιφάνειας”. Παρόλο που η συνολική εικόνα δεν είναι “αδιαμφισβήτητης ερμηνείας”, η Επιτροπή “εκφράζει την ανησυχία πως τα φαινόμενα που βρίσκονται σε εξέλιξη μπορεί να εξελιχθούν περαιτέρω ακόμη και βραχυπρόθεσμα, αν συγκριθούν με εκείνα που προβλέπονται από τον σχεδιασμό ηφαιστειακών εκτάκτων αναγκών”.
Γι’ αυτό το λόγο, καταλήγει η έκθεση, “θεωρείται σκόπιμο να εντατικοποιηθούν οι δραστηριότητες παρακολούθησης και πρόληψης της Πολιτικής Προστασίας, και να γίνει η προετοιμασία για την πιθανή ανάγκη ταχεία μετάβαση σε υψηλότερο επίπεδο συναγερμού”. Εξού και η σχετική δήλωση του Ιταλού υπουργού Πολιτικής Προστασίας στις αρχές Νοεμβρίου.
Πηγή φωτογραφίας: Pixabay