Σύγκληση συνομιλιών και μάλιστα κρίσιμου χαρακτήρα, μια και την Πέμπτη επιχειρήθηκε να αναλυθούν στην Ιταλία οι αιτίες αύξησης των τιμών στο εθνικό… προϊόν που δεν είναι άλλο από τα μακαρόνια.

Ο Αντόλφο Ούρσο, υπουργός Επιχειρήσεων της χώρας, προήδρευσε της επιτροπής νομοθετών, παραγωγών ζυμαρικών και ομάδων για τα δικαιώματα των καταναλωτών στη Ρώμη για να συζητήσουν τι θα μπορούσε να γίνει ώστε να μειωθούν οι τιμές των ζυμαρικών, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 17,5% τον Μάρτιο σε σχέση με τον ίδιο μήνα του 2022. Ο πληθωρισμός στα ζυμαρικά μετριάστηκε τον Απρίλιο, αλλά οι τιμές ήταν ακόμα αυξημένες κατά 16,5%.

Αυτή η άνοδος ήταν υπερδιπλάσια από την ευρύτερη μέτρηση του πληθωρισμού των τιμών καταναλωτή στην Ιταλία. Αξιοσημείωτο δε, ότι οι τιμές των ζυμαρικών έχουν εκτοξευθεί στα ύψη παρά την πτώση της τιμής του σιταριού -του κύριου συστατικού- τους τελευταίους μήνες.

Μετά τις επείγουσες συνομιλίες, η επιτροπή είπε ότι οι τιμές των ζυμαρικών «έχουν ήδη δείξει τα πρώτα, αν και αδύναμα, σημάδια μείωσης, ένδειξη δηλαδή πως τους επόμενους μήνες, το κόστος των ζυμαρικών θα μειωθεί σημαντικά».

Ανέφερε μάλιστα, ότι θα συνεχίσει να παρακολουθεί στενά την αγορά για να προστατεύσει τους καταναλωτές και να διασφαλίσει ότι οι σημαντικές μειώσεις στο κόστος της ενέργειας και των πρώτων υλών, όπως το σιτάρι, αντικατοπτρίζονται στη λιανική τιμή των ζυμαρικών.

Εκπρόσωπος του Ούρσου, δήλωσε την Τετάρτη ότι πολλοί παραγωγοί είχαν ήδη παράσχει διαβεβαιώσεις πως οι αυξήσεις στις τιμές των ζυμαρικών ήταν μόνο προσωρινές και απέδωσε τις υψηλές τιμές «στη διάθεση των αποθεμάτων των ζυμαρικών που έγιναν όταν το κόστος των πρώτων υλών ήταν υψηλότερο»

Αυτό είναι ένα πρόβλημα «εθνικής σημασίας», αν κανείς αναλογιστεί ότι μέσος Ιταλός καταναλώνει περίπου 23 κιλά ζυμαρικών κάθε χρόνο, σύμφωνα με τον πρόεδρος της «Assoutenti», μιας ομάδας για τα δικαιώματα των καταναλωτών. Αυτό είναι το ίδιο βάρος με ένα τυπικό κομμάτι παραδοτέων αποσκευών που επιτρέπεται σε μια τυπική πτήση και είναι λίγο πάνω από 60 γραμμάρια κάθε μέρα.

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον περασμένο Φεβρουάριο είχε εξαπολύσει ένα «τσουνάμι» υψηλών τιμών για ορισμένες από τις πρώτες ύλες που απαιτούνται για την παρασκευή ζυμαρικών, ως γνωστόν.

«Μικρή δικαιολογία» για τις αυξήσεις των τιμών

Η «Coldiretti», η μεγαλύτερη ένωση αγροτών της Ιταλίας, υποστήριζε ότι αυτές οι υψηλότερες τιμές λιανικής δεν είχαν μεταφραστεί σε υψηλότερα έσοδα για τους αγρότες σκληρού σίτου, οι οποίοι αγωνίζονταν να καλύψουν το δικό τους κόστος.

Η τιμή του σκληρού σιταριού —ένας τύπος σιταριού δημοφιλούς στους Ιταλούς παραγωγούς ζυμαρικών— έχει μειωθεί κατά 30% από τον Μάιο του 2022. Η παραγωγή ζυμαρικών απαιτεί μόνο ανάμειξη νερού με το σιτάρι, είπε ο όμιλος, δικαιολογώντας την τεράστια αύξηση στο λιανικό εμπόριο βάσει τιμών.

Η ομάδα αγροτών πρόσθεσε ότι, παρά το γεγονός ότι η τιμή του σκληρού σίτου είναι αρκετά ομοιόμορφη σε ολόκληρη την Ιταλία – περίπου 0,36 σεντς ανά κιλό – η λιανική τιμή των ζυμαρικών διέφερε πολύ σε διάφορες περιοχές.

Σύμφωνα με μια ανάλυση της «Assoutenti», που ανατέθηκε από την κυβέρνηση και δημοσιεύθηκε τον Απρίλιο, η μέση τιμή ενός κιλού κουτιού με μακαρόνια Barilla, ριγκατόνι και ή ζυμαρικά πέννες, από τα βασικά τρόφιμα σε ντουλάπια Ιταλών, αυξήθηκε από 1,70 ευρώ σε 2,13 ευρώ τον Μάρτιο, αύξηση δηλαδή άνω του 25%.

Ωστόσο, οι αυξήσεις των τιμών κυμάνθηκαν απρόβλεπτα τσέλικα μεταξύ των περιοχών, με την επαρχία της Σιένα στην Τοσκάνη να σημειώνει αύξηση άνω του 58%, ενώ η Αλεσάντρια, στη βορειοδυτική Ιταλία, σημείωσε άνοδο μόνο 4,6%.

Η διάσημη «Barilla», με έδρα την Πάρμα, είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός ζυμαρικών στον κόσμο, σύμφωνα με το Reuters, αρνήθηκε όμως προσέγγιση του CNN για σχολιασμό.

Η «Assoutenti» και ο Ούρσο πάντως, προτείνουν οι τιμές να αυξηθούν τεχνητά για να ενισχύσουν τα κέρδη, με τις επιπτώσεις του πολ έμου στην Ουκρανία να χρησιμοποιούνται ως κάλυψη. Δεν έχουν κατηγορήσει συγκεκριμένες εταιρείες.

Η εκπρόσωπος της «Unione Italiana Food», από την άλλη, η οποία εκπροσωπεί τους παραγωγούς τροφίμων, είπε στο CNN ότι η τιμή των ζυμαρικών στα ράφια επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από την τιμή της ενέργειας, της συσκευασίας και των logistics. Αυτές οι εισροές, αυξάνουν την τιμή αλυσιδωτά, όπως υποστηρίζε, χωρίς όμως να διευκρινίζει σε ποια χρονική περίοδο.