Υπάρχουν πολλοί λόγοι ώστε οι δυτικοί ηγέτες να μη συμπαθούν τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, γράφει σε άρθρο του το Politico. Κατά τη διάρκεια της 20χρονης διακυβέρνησής του στο τιμόνι της πολιτικής της χώρας του, ο Τούρκος πρόεδρος έχει φυλακίσει δημοσιογράφους και στελέχη της αντιπολίτευσης, έχει καταστέλλει βιαίως διαδηλωτές και έχει διαχειριστεί με άθλιο τρόπο την οικονομία.

Αλλά υπάρχει ένας ιδιαίτερος λόγος, όπως εξηγεί το Politico, για τον οποίο οι ηγέτες της ΕΕ θα πονοκεφαλιάσουν αν ηττηθεί στις εκλογές ο Ερντογάν: η αυταρχική διακυβέρνησή του τα τελευταία χρόνια παρείχε στην Ένωση την πρόφαση να παρακάμψει κάθε κουβέντα για ένταξη της Τουρκίας, και μια αλλαγή στο τιμόνι της χώρας θα μπορούσε να αλλάξει αυτή την τάση.

«Τα τελευταία χρόνια είδαμε την Τουρκία και την ΕΕ να κινούνται σε αντίθετες κατευθύνσεις. Η Τουρκία υπό τον Ερντογάν απομακρύνθηκε από τις ευρωπαϊκές αξίες, η ενταξιακή διαδικασία έχει παγώσει πλήρως με αποτέλεσμα να μην αποτελεί πλέον αξιόπιστο στόχο το να γίνει η Τουρκία μέλος της ΕΕ», λέει ο πρώην πρέσβης της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Σελίμ Κουνεράλπ.

Το ερώτημα αναφορικά με τις ευρωτουρκικές σχέσεις είναι κατά πόσον θα αλλάξει το κλίμα σε περίπτωση ήττας του Ερντογάν στις εκλογές, την πιο κρίσιμη δοκιμασία του στις δύο δεκαετίες που βρίσκεται στην εξουσία.

Μια νίκη του προηγούμενου στις περισσότερες δημοσκοπήσεις Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου πιθανώς θα βελτιώσει τις σχέσεις Άγκυρας-Βρυξελλών, καθώς ο ίδιος έχει πει ότι θα επιδιώξει επανεκκίνηση της ενταξιακής διαδικασίας και ότι θα διασφαλίσει τη συμμόρφωση της Τουρκίας με τις αποφάσεις του ΕΔΑΔ.

Για τη συνεργάτιδα της δεξαμενής σκέψης Institute for National Security Studies, Γκάλια Λίντεστραους, το κλίμα μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας θα είναι καλύτερο αν επικρατήσει ο προεδρικός υποψήφιος της εξακομματικής συμμαχίας της αντιπολίτευσης, που έχει στείλει το μήνυμα ότι επιδιώκει επανεκκίνηση των σχέσεων και ότι θα αντιστρέψει πολιτικές του Ερντογάν που αντιβαίνουν στα κριτήρια της Κοπεγχάγης.

Ωστόσο, μια εκπαραθύρωση του Ερντογάν ίσως να μην εξαλείψει πολλά από τα υποκείμενα σημεία τριβής, όπως το Κυπριακό. Και με την προοπτική ένταξης στην ΕΕ μιας Τουρκίας με τεράστιο, σχετικά φτωχό πληθυσμό, «λίγοι στην Ευρώπη θα τρέξουν να της ανοίξουν την πόρτα», σημειώνει το Politico, πόσω μάλλον που πολλά κράτη-μέλη ανησυχούν για την ένταξη μιας στη συντριπτική της πλειονότητα μουσουλμανικής χώρας στην Ένωση.

«Δεν υπάρχει περίπτωση τα κράτη-μέλη της ΕΕ να είναι κοντά στο να σκεφτούν την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ», είπε ανώτερος διπλωμάτης της ΕΕ στις Βρυξέλλες.

Σύμφωνα με τη Λίντεστραους, θα μπορούσε να σημειωθεί κάποια πρόοδος στις ευρωτουρκικές σχέσεις σε θέματα όπως η απελευθέρωση της βίζας για τους Τούρκους πολίτες ή μια αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης, αλλά όχι πολύ περισσότερα. «Συγκαταλέγομαι στους σκεπτικιστές, πιστεύοντας ότι τα προβλήματα της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ υπήρχαν πριν τη στροφή του Ερντογάν προς τον αυταρχισμό», τόνισε.

Για την Ιλκέ Τοϊγούρ, της δεξαμενής σκέψης «Κέντρο για Στρατηγικές και Διεθνείς Σπουδές» (CSIS), ο εκσυγχρονισμός της συμφωνίας σύνδεσης μεταξύ των δύο πλευρών είναι ένας τρόπος που θα μπορούσε να συμβάλει στην αναζωογόνηση των σχέσεων. «Αντίθετα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της ΕΕ θα πρέπει να υιοθετήσουν ένα πιο κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο» είπε, υποστηρίζοντας ότι οι δύο πλευρές ενδέχεται να επωφεληθούν από μια συμφωνία σύνδεσης όπως αυτή της ΕΕ με άλλες χώρες που ξεκίνησαν πιο πρόσφατα τη διαδικασία ένταξης.

Άλλοι, πάλι, θεωρούν ότι δεν θα γιορτάσουν όλοι στην Ευρώπη μια ήττα του Ερντογάν. «Για ορισμένους στην ΕΕ μπορεί να είναι ευνοϊκό να έχουν ως γείτονα έναν αυταρχικό ηγέτη και μια πιο συναλλακτική σχέση με την Τουρκία, παρά να ασχολούνται σοβαρά με το θέμα της ένταξης», δήλωσε ο Galip Dalay, ειδικός στην Τουρκία, στο think tank Chatham House. «Μια δημοκρατική Τουρκία θα αποτελούσε ένα πολύ πιο θεμελιώδες ζήτημα για την Ευρώπη», κατέληξε.

Το plan B του Ερντογάν

Η δεινή κατάσταση της τουρκικής οικονομίας, η ακρίβεια, ο καλπάζων πληθωρισμός, η διάβρωση της δημοκρατίας, οι φυλακίσεις και το πογκρόμ διώξεων κατά αντιφρονούντων, η κατακραυγή για την αδράνεια του κυβερνητικού συνασπισμού μετά το διπλό φονικό χτύπημα του Εγκέλαδου τον Φεβρουάριο και αρκετοί ακόμη γνωστοί λόγοι, έφεραν τον Ερντογάν αντιμέτωπο με τη μεγαλύτερη πρόκληση στην κάλπη αφότου ανέλαβε την εξουσία το 2003 να δίνει τώρα τη μάχη για την πολιτική του επιβίωση.

Πολλοί, βέβαια, θα σπεύσουν να σημειώσουν ότι το διακύβευμα των επικείμενων εκλογών για τον Ερντογάν είναι πολύ μεγαλύτερο απ’ ό,τι στις δημοτικές προ τετραετίας, κι ότι δεν πρόκειται να αποδεχθεί αξιοπρεπώς το αποτέλεσμα.

Κι ίσως να μην έχουν εντελώς άδικο, αφού, όπως σημειώνει το Foreign Policy, «σε προσωποπαγή αυταρχικά καθεστώτα, όπως στην Τουρκία, οι ηγέτες που χάνουν την εξουσία είναι πιθανό να καταλήξουν στη φυλακή ή την εξορία, άρα διακινδυνεύουν τα πάντα για να γαντζωθούν στην εξουσία.

Μόνον που για να παραπεμφθεί ο Ερντογάν σε δίκη, βάσει της κείμενης νομοθεσίας στην Τουρκία, θα πρέπει να συναινέσουν τα δύο τρίτα των βουλευτών και μια ενισχυμένη πλειοψηφία θα είναι δύσκολο να επιτευχθεί.

Ποιες είναι, ως εκ τούτου, οι επιλογές του Ερντογάν σε περίπτωση οριακής ήττας του; Ίσως σπεύσει να μιλήσει για κλοπή της νίκης του και να καλέσει την τουρκική γραφειοκρατία να τον στηρίξει.

Ωστόσο, δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι το Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο της Τουρκίας και ο μηχανισμός ασφαλείας θα ανταποκριθούν, διακινδυνεύοντας νομικούς μπελάδες υπό τη νέα κυβέρνηση».

Μια ευφυέστερη επιλογή για τον Ερντογάν, – που τη διευκολύνει το γεγονός ότι φαντάζει απίθανο να κάτσει στο εδώλιο – όπως αναφέρει στην ανάλυσή του το FP – , θα ήταν να αποδεχθεί το αποτέλεσμα και να περιμένει να αποδειχθεί βραχύβια η ευφορία της νίκης για την αντιπολίτευση και να αποτύχει η νέα κυβέρνηση.

Κι αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί, αφού, όπως υπογραμμίζει η Washington Post, «μολονότι τα κόμματα της κατακερματισμένης αντιπολίτευσης κατάφεραν να καλύψουν τις διαφορές τους ενόψει των εκλογών, μια νίκη του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου θα τον φέρει ίσως αντιμέτωπο με αντικρουόμενα συμφέροντα εντός της συμμαχίας του, που περιλαμβάνει εθνικιστές, ισλαμιστές, υπέρμαχους του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους και φιλελεύθερους. Η συμμαχία μπορεί να μην αντέξει ή να αποδειχθεί δυσλειτουργική».

Δεδομένων δε των τεράστιων οικονομικών προβλημάτων που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η άπειρη νέα κυβέρνηση, ένα comeback του Ερντογάν διά της δημοκρατικής οδού δεν θα πρέπει να θεωρείται απίθανο – ειδικά αν τηρήσει η συμμαχία της αντιπολίτευσης τη δέσμευσή της να καταργήσει το προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης της Τουρκίας και να γυρίσει στο κοινοβουλευτικό, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την επιστροφή του νυν προέδρου ως πρωθυπουργού.

Διευρύνεται το προβάδισμα του Κιλιτσντάρογλου

Δημοσκόπηση του ινστιτούτου Konda που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα δείχνει τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να υπολείπεται σε ποσοστό αποδοχής έναντι του κυριότερου αντιπάλου του, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, κατά περισσότερες από πέντε ποσοστιαίες μονάδες ενόψει των προεδρικών εκλογών της προσεχούς Κυριακής.

Η δημοσκόπηση εμφανίζει τον Ερντογάν να εξασφαλίσει στην πρόθεση ψήφου 43,7% και τον Κιλιτσντάρογλου 49,3%, στερώντας του έτσι την απαιτούμενη πλειοψηφία που χρειάζεται για να κερδίσει από τον πρώτο γύρο και αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο επαναληπτικού γύρου μεταξύ των δύο υποψηφίων στις 28 Μαΐου.