Ερευνητές που εργάζονταν σε ένα σπήλαιο στη νότια Ισπανία εντόπισαν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι τα οστά αρχαίων ανθρώπων που ήταν θαμμένα εκεί, ξεθάφτηκαν, τροποποιήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν ακόμη και ως εργαλεία από τις επόμενες γενιές.
Η ομάδα, με επικεφαλής επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο της Βέρνης στην Ελβετία, εξέτασε λείψανα που βρέθηκαν στο σπήλαιο Cueva de los Marmoles, κοντά στη Γρανάδα της νότιας Ισπανίας.
Διαπίστωσαν ότι τα οστά ανήκαν σε τουλάχιστον 12 διαφορετικούς ανθρώπους που είχαν ταφεί από το 5.000 π.Χ. έως το 2.000 π.Χ. και ότι υπήρχαν «σκόπιμες μεταθανάτιες τροποποιήσεις στα οστά, συμπεριλαμβανομένων καταγμάτων και εκδορών που μπορεί να προέκυψαν από προσπάθειες εξαγωγής μυελού και άλλων ιστών», αναφέρεται σε δελτίο τύπου που δημοσιεύθηκε την Τετάρτη.
Επιπλέον, μία κνήμη – το δεύτερο μεγαλύτερο οστό του ανθρώπου – φάνηκε να έχει τροποποιηθεί προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο.
«Η κνήμη έσπασε και το ένα άκρο του θραύσματος που προέκυψε χρησιμοποιήθηκε για να ξύσει κάποιο υλικό», δήλωσε ο συγγραφέας της μελέτης Marco Milella, ανθρωπολόγος στο Πανεπιστήμιο της Βέρνης.
Ενώ ένα κρανίο είχε αποξεσθεί περιμετρικά, ίσως για να επιτρέψει κάποια διατροφική ή πρακτική χρήση, σύμφωνα με τους ερευνητές. Αν και αυτού του είδους τα οστά είναι γνωστά ως «κρανιόμορφα κύπελλα», αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι χρησιμοποιούνταν ως δοχεία, επεσήμανε ο Milella.
«Στην περίπτωσή μας, γνωρίζουμε ότι το κρανίο είχε τροποποιηθεί», είπε. «Αλλά, ως συνήθως, χωρίς γραπτά αρχεία, πρέπει να είμαστε ανοιχτοί σε ένα ολόκληρο φάσμα εξηγήσεων σχετικά με αυτή την ενέργεια».
Αυτό υποδηλώνει ότι υπήρχαν «πολύπλοκες ταφικές συμπεριφορές» στην περιοχή κατά την προϊστορία, προσθέτει η ομάδα.
Ο Milella εξήγησε ότι τα ευρήματα συνάδουν με στοιχεία που είχαν ανακαλυφθεί προηγουμένως σε άλλα σπήλαια της περιοχής. Η πρακτική της τροποποίησης των ανθρώπινων λειψάνων έγινε ιδιαίτερα διαδεδομένη γύρω στο 4.000 π.Χ. στη νότια Ιβηρική χερσόνησο, σύμφωνα με τη μελέτη, αλλά δεν είναι σαφές το γιατί.
«Έχουμε να κάνουμε με πολιτισμούς όπου η σχέση με τους νεκρούς και τα φυσικά τους λείψανα είναι ένα μέσο για τη διατήρηση και τη μετάδοση της κοινωνικής μνήμης, καθώς και για τη συνοχή της ομάδας», δήλωσε ο Milella.
Και είναι επίσης πιθανό ότι αυτοί που τροποποίησαν τα λείψανα μπορεί να γνώριζαν τους ανθρώπους στους οποίους ανήκαν όταν ήταν ζωντανοί. «Η ενέργεια που πραγματοποιήθηκε στα οστά δεν συνέβη μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τον θάνατο», δήλωσε ο Milella. «Είναι μια πιθανότητα».