Ένα διαστημόπλοιο που άφησαν Αμερικανοί αστροναύτες πίσω τους στη Σελήνη, μπορεί να προκαλεί μικρές δονήσεις, γνωστές ως σεληνιακοούς σεισμούς, σύμφωνα με νέα μελέτη.
Πρόκειται για μία άγνωστη μέχρι πρότινος μορφή σεισμικής δραστηριότητας στο φεγγάρι, μέσω μιας ανάλυσης δεδομένων της εποχής του Apollo 17 με τη χρήση σύγχρονων αλγορίθμων.
Οι τεράστιες διακυμάνσεις θερμοκρασίας που συμβαίνουν στο φεγγάρι μπορεί να προκαλέσουν τη διαστολή και τη συστολή των ανθρώπινων κατασκευών με τρόπο που να παράγει αυτές τις δονήσεις, σύμφωνα με τη μελέτη.
Στη Σελήνη επικρατεί ένα ακραίο περιβάλλον, που διακυμαίνεται, μεταξύ μείον 133 βαθμών Κελσίου στο σκοτάδι και 121 βαθμών Κελσίου στον άμεσο ήλιο. Στην πραγματικότητα, ολόκληρη η επιφάνεια του φεγγαριού διαστέλλεται και συστέλλεται στο κρύο και στη ζέστη, σημειώνεται στη μελέτη που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο περιοδικό Journal of Geophysical Research: Planets.
Xρησιμοποιώντας μια μορφή τεχνητής νοημοσύνης για να κατανοήσουν καλύτερα τα δεδομένα της εποχής του Apollo 17, οι επιστήμονες μπόρεσαν να εντοπίσουν τις ήπιες δονήσεις που εκπέμπονταν από τη σεληνάκατο που βρισκόταν μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά από τα όργανα που κατέγραφαν τους σεληνιακούς σεισμούς.
Χρήσιμα συμπεράσματα
Η ανάλυση προσφέρει νέες γνώσεις σχετικά με το πώς ανταποκρίνεται το φεγγάρι στο περιβάλλον του και τι μπορεί να επηρεάσει τις σεισμικές του δραστηριότητες. Οι δονήσεις δεν ήταν επικίνδυνες και πιθανότατα θα ήταν ανεπαίσθητες για τους ανθρώπους που στέκονται στην επιφάνεια του φεγγαριού.
Η κατανόηση των σεληνιακών σεισμών θα μπορούσε να είναι απαραίτητη για τη μελλοντική εξερεύνηση, δήλωσαν οι ειδικοί, εάν η NASA και οι εταίροι της κατασκευάσουν μία μόνιμη βάση στην επιφάνεια της Σελήνης – αυτός άλλωστε είναι ο στόχος του Artemis, του προγράμματος σεληνιακής εξερεύνησης της υπηρεσίας.
«Πόσο ισχυρές πρέπει να κατασκευάσουμε τις δομές μας και για ποιους άλλους κινδύνους πρέπει να μεριμνήσουμε;» δήλωσε η Δρ. Angela Marusiak, καθηγήτρια στο Σεληνιακό και Πλανητικό Εργαστήριο του Πανεπιστημίου της Αριζόνα και ειδική στη σεληνιακή σεισμολογία.
Οι διαφορές της Σελήνης σε περίπτωση σεισμού
Η Marusiak σημείωσε ότι η αποστολή Apollo 17, που εκτοξεύτηκε το 1972, άφησε πίσω της μια σειρά σεισμομέτρων ικανών να ανιχνεύουν θερμικούς σεληνιακούς σεισμούς, δηλαδή τις δονήσεις που προκαλούνται από τη δραστική θέρμανση και ψύξη της σεληνιακής επιφάνειας.
«Χιλιάδες από αυτά τα σήματα καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια μιας περιόδου 8 μηνών από το 1976 έως το 1977 σε τέσσερα σεισμόμετρα που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια του Πειράματος Σεληνιακού Σεισμικού Προφίλ του Apollo 17, αλλά η κακή ποιότητα των δεδομένων καθιστά δύσκολη την ανάλυση», έγραψαν οι ερευνητές. «Αναπτύξαμε αλγόριθμους για να προσδιορίσουμε με ακρίβεια το χρόνο άφιξης των κυμάτων, να μετρήσουμε την ισχύ του σεισμικού σήματος και να βρούμε την κατεύθυνση της πηγής του σεληνιακού σεισμού».
Οι επιστήμονες επανεξέτασαν τα δεδομένα για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες. Η νέα ανάλυση επέτρεψε στην ερευνητική ομάδα να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ένας συγκεκριμένος τύπος σεληνιακού σεισμού – που ονομάζεται παρορμητικός θερμικός σεληνιακός σεισμός – δεν προήλθε από φυσικές πηγές, αλλά μάλλον από τη θέρμανση και ψύξη της κοντινής σεληνάκατου.
Αυτές οι δονήσεις διέφεραν από έναν άλλο τύπο σεληνιακού σεισμού, που ονομάζεται αναδυόμενος θερμικός σεληνιακός σεισμός, ο οποίος πιθανότατα προκαλείται από τη φυσική αντίδραση του εδάφους στην έκθεση στο ηλιακό φως, σύμφωνα με τη μελέτη.
Αξίζει να σημειωθεί μια βασική διαφορά μεταξύ της Σελήνης και της Γης: Στη σεληνιακή επιφάνεια δεν υπάρχουν μετακινούμενες τεκτονικές πλάκες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν καταστροφικά γεγονότα. Αλλά το φεγγάρι έχει μια ενεργή εσωτερική ζωή και – όπως και στη Γη – ορισμένοι τύποι σεισμικών γεγονότων μπορούν να συμβούν ανά πάσα στιγμή ή σε οποιοδήποτε σημείο της σεληνιακής επιφάνειας, δήλωσε η Marusiak.