Ήταν το 1995 όταν ο Τζεμέιν Κάνον δραπετεύει από το κέντρο εργασίας ενός σωφρονιστικού καταστήματος στην Οκλαχόμα, και κατευθύνεται στην πόλη Τάλσα, όπου διαμένει η 20χρονη Σαρόντα Κλάρκ.
Η νεαρή μητέρα δύο παιδιών ήταν αυτή που θα παρείχε στον Κάνον καταφύγιο. Εκείνος αποφάσισε να της ανταποδώσει τη γενναιόδωρη και γεμάτη ρίσκο πράξη της σφάζοντάς την.
Το πτώμα της Κλάρκ εντοπίστηκε αφού ένας συγγενής της δήλωσε την εξαφάνισή της όταν εκείνη δεν πήγε ποτέ να πάρει τα παιδιά της από τον παιδικό σταθμό.
Σήμερα, 28 χρόνια μετά η οικογένεια της Κλάρκ είδε μπροστά στα μάτια της να πεθαίνει ο 51χρονος σήμερα Κάνον καθώς το σωφρονιστικό κατάστημα της Οκλαχόμα εκτέλεσε την θανατική του ποινή.
Χρειάστηκαν 12 λεπτά για να πεθάνει. Μέσα σε αυτό το μικρό χρονικό διάστημα του δόθηκε η ευκαιρία να πει τις τελευταίες του κουβέντες. Όσα ακούστηκαν από το στόμα του ήταν ανατριχιαστικά.
«Ναι, ομολογώ με το στόμα μου και πιστεύω μέσα μου ότι ο Θεός ανέστησε τον Ιησού από τους νεκρούς. Επομένως, σώθηκα. Σας ευχαριστώ» είπε χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με την Mirror, κατά τη διάρκεια ακρόασης τον τελευταίο μήνα, ομολόγησε τη δολοφονία της Κλαρκ αλλά ισχυρίστηκε ότι ήταν αυτοάμυνα.
«Είμαι βαθιά απογοητευμένος από το ότι η πράξη να υπερασπιστώ τη ζωή μου και όσα έκανε εναντίον μου, συνέβησαν πραγματικά. Δεν επιθυμούσα να τερματίσω τη ζωή της, δεν το είχα σχεδιάσει» είχε πει ο Cannon.
Κατά τη διάρκεια αυτής της ακρόασης, ισχυρίστηκε, μεταξύ πολλών άλλων, ότι δεν υπόκειται στους νόμους της πολιτείας της Οκλαχόμα επειδή ήταν ιθαγενής Αμερικανός.
Κανένα ίχνος μεταμέλειας
Ωστόσο, η οικογένεια της Κλάρκ έχει αντίθετη άποψη. Οι ενήλικες πλέον κόρες της προέτρεψαν το κράτος να τον σκοτώσει, με τη μεγαλύτερη, να δηλώνει τον περασμένο μήνα ότι ο κατάδικος δεν είχε εκφράσει ποτέ μεταμέλεια στα τόσα χρόνια φυλάκισής του.
«Δεν δόθηκε ποτέ έλεος στη μητέρα μου. Ακόμη και σήμερα την κατηγορεί για τις πράξεις του» είπε χαρακτηριστικά.
Πηγή φωτογραφίας: Oklahoma Department of Corrections