Περιεχόμενα
Η Washington Post, μια από τις πιο εμβληματικές εφημερίδες των ΗΠΑ, έχει αναμφίβολα συνδεθεί με την ιστορία της δημοκρατίας και της ελεύθερης δημοσιογραφίας στη χώρα.
Το μότο της είναι «Democracy dies in darkness», «η Δημοκρατία πεθαίνει στο σκοτάδι», αλλά φαίνεται ότι το σκοτάδι άρχισε να πέφτει στις ΗΠΑ μετά την απόφαση του Τζεφ Μπέζος στον οποίο ανήκει η εφημερίδα, να κρατήσει η Washington Post ουδέτερη στάση στις προσεχείς εκλογές, αγνοώντας μάλιστα τη θέληση της σύνταξης να στηρίξει δημόσια την Κάμαλα Χάρις αντί για τον Ντόναλτ Τραμπ.
Για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, η Post δεν προχωρά σε ανοιχτή υποστήριξη ενός υποψηφίου, κάτι που αποτέλεσε παραδοσιακό κομμάτι του ρόλου της από την εκλογική αναμέτρηση του 1976.
Αυτή η στάση μπορεί να εκληφθεί ως προσπάθεια ουδετερότητας ή αποστασιοποίησης από την ανοιχτή πολιτική παρέμβαση, αλλά αναπόφευκτα θέτει ερωτήματα για το μέλλον και τον ρόλο των παραδοσιακών μέσων στην πολιτική συζήτηση και στην ενημέρωση του κοινού.
Όλα αυτά τα χρόνια η Washington Post ασκούσε έντονη κριτική στον Ντόναλντ Τραμπ και έχει χαρακτηριστεί από αρκετούς αρθρογράφους της ως ακατάλληλος για την προεδρία και απειλή για τη δημοκρατία.
Η απόφαση όμως του Τζεφ Μπέζος να μην υποστηρίξει δημόσια κανέναν από τους υποψήφιους για την προεδρία στις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις, τόσο από τη συντακτική ομάδα όσο και από τους αναγνώστες της Washington Post. Η επιλογή αυτή, που έρχεται σε μια κρίσιμη πολιτική συγκυρία, θεωρείται από πολλούς ως πράξη δειλίας που μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες για τη δημοκρατία, όπως επισήμανε ο πρώην διευθυντής της εφημερίδας, Μάρτιν Μπάρον.
Η αντίδραση του κοινού υπήρξε έντονη, με πολλές παραιτήσεις και ακυρώσεις συνδρομών, γεγονός που δείχνει τη δυσαρέσκεια των αναγνωστών απέναντι σε αυτές τις αλλαγές. Στην προσπάθειά του να δικαιολογήσει αυτή την απόφαση, ο Μπέζος υποστήριξε ότι η ουδετερότητα θα ενισχύσει την αξιοπιστία της εφημερίδας, ειδικά σε μια εποχή που η εμπιστοσύνη στα ΜΜΕ είναι σε χαμηλά επίπεδα.
Από την Κάμαλα στην ουδετερότητα με απαίτηση Μπέζος
Σε κάθε σοβαρή εφημερίδα λίγο πριν τις εκλογές η συντακτική ομάδα ανεβάζει ένα κείμενο στο οποίο στηρίζουν έναν από τους δύο υποψήφιους. Στην Washington Post, η συντακτική ομάδα είχε ήδη ετοιμάσει το προσχέδιο του κειμένου στήριξης της Κάμαλα Χάρις. Οι πάντες το γνώριζαν και λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου, ήταν θέμα χρόνου να δημοσιευθεί.
Τους πρόλαβε όμως το άρθρο του εκδότη και CEO της Washington Post, Ουίλιαμ Λιούις, στο οποίο ανακοίνωνε ότι η εφημερίδα δεν θα προχωρήσει σε στήριξη «σε αυτές, ούτε σε οποιεσδήποτε μελλοντικές προεδρικές εκλογές». Το βασικό επιχείρημα για να στηριχθεί η απόφαση ήταν ότι η Post επιστρέφει «στις ρίζες της».
Οπως αποδείχθηκε στην πορεία, ο Λιούις – που ανέλαβε την Post τον Νοέμβριο του 2023, ενώ προηγουμένως ήταν CEO της Dow Jones & Co. και εκδότης της Wall Street Journal – ήταν απλά ο κομιστής της πληροφορίας. Είχε δε προβλέψει ότι θα ακολουθήσει σειρά ισχυρών μετασεισμών.
«Αναγνωρίζουμε ότι η απόφαση θα διαβαστεί με διάφορους τρόπους, μεταξύ άλλων ως σιωπηρή υποστήριξη ενός υποψηφίου, ή ως καταδίκη ενός άλλου, ή ως αποποίηση ευθύνης. Αυτό είναι αναπόφευκτο», έγραψε.
«Εμείς δεν το βλέπουμε έτσι. Το βλέπουμε ως σύμφωνο με τις αξίες που η Post ανέκαθεν υποστήριζε και αυτό που ελπίζουμε σε έναν ηγέτη: χαρακτήρα και θάρρος στην υπηρεσία της αμερικανικής ηθικής, σεβασμό για το κράτος δικαίου και σεβασμό για την ανθρώπινη ελευθερία σε όλες τις πτυχές της».
Η κεντρική σελίδα της Washington Post μετατράπηκε σε βήμα αντιδράσεων μετά την απόφαση του Τζεφ Μπέζος να μην υποστηρίξει κάποιον υποψήφιο στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές. Το ρεπορτάζ που αναρτήθηκε περιέγραφε την αναστάτωση από πλευράς συντακτικής ομάδας, αναγνωστών και, κυρίως, του πρώην εκτελεστικού διευθυντή, Μάρτιν Μπάρον, ο οποίος εξέφρασε σκληρή κριτική. Ο Μπάρον, που ηγήθηκε της Post κατά τη διάρκεια της προεδρίας Τραμπ, χαρακτήρισε την απόφαση ως «μια στιγμή σκοταδιού» και τη σύνδεσε με την πιθανότητα περαιτέρω εκφοβισμού του Μπέζος από τον Τραμπ και άλλους.
Τα σχόλια αναγνωστών στη σελίδα αυξάνονταν ραγδαία, με πολλούς να καταδικάζουν την κίνηση και να ανακοινώνουν ότι θα ακυρώσουν τη συνδρομή τους. Παράλληλα, άρθρο-παρέμβαση που υπέγραφαν αρχικά οκτώ και, στη συνέχεια, 21 κορυφαίοι αρθρογράφοι της εφημερίδας χαρακτήριζε την απόφαση «τρομερό λάθος» και «εγκατάλειψη των θεμελιωδών εκδοτικών πεποιθήσεων» της Post.
Δίπλα τους, το σκίτσο της Ανν Τέλνας με τον τίτλο Democracy dies in darkness απέδιδε με μαύρο φόντο και βαριές πινελιές το σκοτάδι που οι δημοσιογράφοι ένιωθαν να καλύπτει τον ρόλο της εφημερίδας.
Η ταχεία συσσώρευση αυτών των αντιδράσεων κατέστησε την κεντρική σελίδα της Post ένα φλεγόμενο πεδίο δημόσιας διαμαρτυρίας, προβάλλοντας τις εντάσεις που προκάλεσε η απόφαση του Μπέζος και θέτοντας υπό αμφισβήτηση την παραδοσιακή δέσμευση της εφημερίδας για διαφάνεια και αξιοπιστία.
Η παρέμβαση Μπέζος που έκανε τα πράγματα χειρότερα
Μετά από όλες αυτές τις εξελίξεις έμοιαζε αναπόφευκτο το ότι ο βασικός πρωταγωνιστής της υπόθεσης, ο Τζεφ Μπέζος, θα πάρει επίσης τον λόγο.
Η εξαγορά της Washington Post από τον Τζεφ Μπέζος το 2013 ήταν καθοριστική για την αναμόρφωση της εφημερίδας, τόσο από οικονομική όσο και από τεχνολογική άποψη. Με την καθοδήγηση του Μπέζος, η Post κατάφερε να αυξήσει εντυπωσιακά τους ψηφιακούς της συνδρομητές, φτάνοντας τα 2,5 εκατομμύρια, γεγονός που την τοποθετεί ανάμεσα στις μεγαλύτερες ειδησεογραφικές πλατφόρμες στις ΗΠΑ, μετά τους New York Times και τη Wall Street Journal. Παρά τις οικονομικές επιτυχίες, όμως, η διαδικασία εκσυγχρονισμού, την οποία επιδιώκει ο Μπέζος, φαίνεται να συγκρούεται με την παράδοση της εφημερίδας.
Στο άρθρο γνώμης που δημοσίευσε η Washington Post, ο Τζεφ Μπέζος παραδέχτηκε ότι η χρονική στιγμή της ανακοίνωσης για την ουδετερότητα της εφημερίδας στις προεδρικές εκλογές ήταν ατυχής, τονίζοντας πως αυτό οφείλεται σε ανεπαρκή προγραμματισμό και όχι σε κάποια στρατηγική πρόθεση. Στηρίζοντας την απόφασή του με το γνωστό γνωμικό για τη γυναίκα του Καίσαρα, ο Μπέζος υποστήριξε ότι η Post οφείλει όχι μόνο να είναι αντικειμενική, αλλά και να δείχνει αντικειμενική.
Ο Μπέζος τόνισε πως το κλίμα δυσπιστίας απέναντι στα μέσα ενημέρωσης επιτάσσει την ενίσχυση της αξιοπιστίας τους και υποστήριξε ότι, επιλέγοντας την ουδετερότητα, η Post αποφεύγει να εντείνει τις υποψίες προκατάληψης. Επιπλέον, ανέφερε ότι η απόφαση πάρθηκε ανεξάρτητα από οποιονδήποτε υποψήφιο και χωρίς «κανένα αντάλλαγμα» ή προειδοποίηση προς τις εκστρατείες των υποψηφίων, διαβεβαιώνοντας ότι στόχος του ήταν η διατήρηση της αμεροληψίας της εφημερίδας.
«Οι προεδρικές στηρίξεις δεν κάνουν τίποτα για να γείρουν την πλάστιγγα των εκλογών», υποστήριξε, για να σχολιάσει: «Αυτό που κάνουν είναι να δημιουργούν μια αντίληψη προκατάληψης. Μια αντίληψη μη ανεξαρτησίας. Ο τερματισμός τους είναι μια απόφαση αρχών και είναι η σωστή».
Επισήμανε ότι δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ της απόφασης και μιας συνάντησης μεταξύ του Τραμπ και του διευθύνοντος συμβούλου της Blue Origin την ίδια ημέρα. Υπογράμμισε μάλιστα ότι –υπό μία έννοια– δεν είναι ο ιδανικός ιδιοκτήτης της Post.
«Κάθε μέρα, κάπου, κάποιο στέλεχος της Amazon ή στέλεχος της Blue Origin ή κάποιος από άλλες φιλανθρωπίες και εταιρείες στις οποίες κατέχω ή επενδύω συναντά κυβερνητικούς αξιωματούχους. Κάποτε έγραψα ότι η Post είναι για μένα μία πολύπλοκη διαδικασία. Είναι, αλλά αποδεικνύεται ότι είμαι επίσης ένας πολύπλοκος παράγοντας για την Post».
Και ήρθαν οι «μετασεισμοί» με ακυρώσεις συνδρομητών στην εφημερίδα
Οι αντιδράσεις για την απόφαση της Washington Post να παραμείνει ουδέτερη στις εκλογές ήταν έντονες και άμεσες, προκαλώντας ισχυρούς «μετασεισμούς» στον χώρο των ΜΜΕ και οδηγώντας σε χιλιάδες ακυρώσεις συνδρομών.
Οπως αποκάλυψε το NPR, το κύμα της δυσαρέσκειας έγινε εμφανές, με πάνω από 200.000 συνδρομητές (από τους περίπου 2,5 εκατ.) να ακυρώνουν τις συνδρομές τους, διαμαρτυρόμενοι για την ουδέτερη στάση της εφημερίδας.
Το NPR, επικαλούμενο ανώνυμες πηγές εντός της Post, γνωστοποίησε ότι ο αριθμός αυτός «συνέχισε να αυξάνεται» το απόγευμα της Δευτέρας.
Δημοσιογράφοι-σύμβολα, όπως οι Μπομπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπερνστάιν (που αποκάλυψαν το Γουοτεργκέιτ), εξέφρασαν ανοιχτά τη διαφωνία τους. Σε δημόσια δήλωσή τους τόνισαν πως η απόφαση είναι «απογοητευτική».
Χάνουν συνδρομητές και οι Los Angeles Times
Εκτός από τον Τζεφ Μπέζος και ο ιδιοκτήτης των Los Angeles Times, Πάτρικ Σουν-Σιονγκ, αποφάσισε επίσης ότι η εφημερίδα δεν θα δηλώσει προτεινόμενο υποψήφιο πρόεδρο, ενώ η USA Today δήλωσε τη Δευτέρα (28/10) ότι δε θα δηλώσει υποστήριξη ούτε στη Χάρις ούτε στον πρώην πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ.
Οι LA Times είχαν υποστηρίξει τους Δημοκρατικούς σε κάθε εκλογική αναμέτρηση από τότε που επανέφεραν την πολιτική της δήλωσης στήριξης το 2008, ενώ η USA Today στήριξε τον νυν πρόεδρο, Τζο Μπάιντεν, το 2020, ενώ αποκάλεσε τον Τραμπ «ακατάλληλο για την προεδρία» το 2016.
Η στάση του Πάτρικ Σουν-Σιονγκ είχε επιπτώσεις καθώς σύμφωνα με το Semafor έχασε περισσότερους από 18.000 από τους 400.000 συνδρομητές της.
Η παράδοση δήλωσης υποστήριξης σε συγκεκριμένο υποψήφιο δεν έχει ωστόσο ανατραπεί από άλλες μεγάλες αμερικανικές εφημερίδες.
Οι New York Times, η Boston Globe, οι Seattle Times, η Las Vegas Sun και η New Yorker έχουν υποστηρίξει την υποψηφιότητα της Χάρις ενώ ο Τραμπ υποστηρίζεται επί του παρόντος από τις New York Post, Washington Times και Las Vegas Review-Journal.
*Photo Credit: Shutterstock