Σε ηλικία 78 ετών έφυγε από τη ζωή ο Κωνσταντίνος Τζούμας, ο γνωστός ηθοποιός, συγγραφέας και ραδιοφωνικός παραγωγός.
Ο Κωνσταντίνος Τζούμας γεννήθηκε στον Πειραιά το 1944 και μεγάλωσε στο Πασαλιμάνι και στην Αθήνα. Σπούδασε υποκριτική στην Αθήνα και χορό στη Νέα Υόρκη.
Σημείωσε πολλές επιτυχίες στην επαγγελματική του καριέρα έχοντας περάσει από ελληνικές ταινίες-σταθμούς όπως: «Γλυκιά Συμμορία», «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα», «Ελευθέριος Βενιζέλος 1910 – 1927», «Ρεμπέτικο», «Happy day», «Ο δράκουλας των Εξαρχείων» κ.α.
Ακόμη, στο βιογραφικό του υπάρχει και η συμμετοχή σε σημαντικές θεατρικές παραστάσεις όπως: «Περιμένοντας τον Γκοντό», «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης», «Εγώ δεν…».
Ακόμα, θα τον θυμόμαστε και για το «πέρασμα» του από τηλεοπτικές σειρές όπως: «Οι Απαράδεκτοι», «Οι Τρεις Χάριτες», «Οι Μεν και οι Δε» και «Δύο Ξένοι».
Εκτός από ηθοποιός ήταν και ραδιοφωνικός παραγωγός, με καθημερινή εκπομπή στο «Εν Λευκώ».
Τέλος, έχει εκδώσει και τρία αυτοβιογραφικά βιβλία και έχει συμμετάσχει σε δεκάδες εκπομπές καθώς και στο TedxThessaloniki.
Η μποέμικη ζωή, η απέχθεια προς τη δέσμευση και η απώλεια που τον έκανε απόμακρο
Λίγους μήνες πριν ο Κωνσταντίνος Τζούμας συγκέντρωνε τα βέλη όλων για τις δηλώσεις του περί των γυναικοκτονιών. Είναι παράξενο πως τα social media και τα media συγχωρούν μόνο μετά θάνατον και πως μόνον ο νεκρός δεδικαίωται.
Ο Κωνσταντίνος Τζούμας υπήρξε ένα σύμβολο μιας μπαϊρονικής Αθήνας. Ήταν ένας Αθηναίος λόρδος με μποέμικη στάση ζωής και με λαϊκές πινελιές. Ένας Αριστοκράτης με τσέπες αδειανές. Όλοι του οι ρόλοι ήταν αυτός. Περισσότερο απ΄όλους, αυτός στο Γυναίκες Που Περάσατε Από Δω.
Γυναίκες. Αυτές για τις οποίες είπε όσα είπε εν είδει μαύρου χιούμορ και στήθηκε στο απόσπασμα, ήταν αυτές που αγαπούσε πολύ στη διάρκεια της ζωής του. Μέχρι μια γραμμή όμως. «Όταν αγκαλιάζεις μια γυναίκα, πάνω από τον ώμο βλέπεις μια ελκυστική γάμπα», έλεγε για να εξηγήσει πως δεν του είναι δυνατόν να μείνει δεσμευμένος με μία, πως δεν πιστεύει τα μεγάλα λόγια της στιγμής. Όχι μόνο όταν τα λέει, αλλά και όταν του τα λένε.
Η μητέρα του ήταν η γυναίκα που τον συντρόφευε σε όλη του τη ζωή κι ας πέθανε όταν ήταν 15 ετών. Ο ίδιος υποστήριζε πάντοτε πως όλη του η τέχνη πήγαζε από τη γυναικεία του πλευρά, από τα δικά της χαρίσματα.
«Αισθάνθηκα ότι χωρίς τη μητέρα μου δεν είχε κανένα νόημα πια. Μια νεαρή, πάντως, σε ένα δωμάτιο στη Στοκχόλμη, πριν χρόνια, μου είπε ότι ενώ είμαι κοινωνικός, δεν ξανοίγομαι, σαν να υπάρχει μια λεπτή γραμμή που δεν ξεπερνώ. Κι αυτό μου συμβαίνει γιατί έχασα τη μητέρα μου μικρός και δεν θέλω να πονέσω. Ξέρω όμως ότι οτιδήποτε έχω κάνει που έχει προκαλέσει εντύπωση, έχει γίνει με την γυναικεία μου πλευρά. Και τα βιβλία που έγραψα, και οι ταινίες που έπαιξα και το θέατρο, έχουν γίνει με τη δική της ευαισθησία, ματιά, κομψότητα. Ο μπαμπάς ήταν ένας άλλος τύπος, ωραία φιγούρα, αλκοολούχα αναπνοή, κομψά κοστούμια, αργά τη νύχτα».
Για τον Τζούμα η οποιαδήποτε μορφή τέχνης δεν ήταν ερμηνεία, δεν ήταν λογικές εξηγήσεις, δεν ήταν να βρεις μια αρχή και ένα τέλος. Ήταν για να αφεθείς. Αυτά έλεγε, αυτά έγραφε, αυτά υποδυόταν. Θεατρικά, κινηματογραφικά, ραδιοφωνικά στον Εν Λευκώ, στα βιβλία που έγραψε.
«Οι καλλιτέχνες παλεύουμε με τη μαγεία, δεν μας ενδιαφέρουν οι εξηγήσεις. Ο καλλιτέχνης είναι ένας ταχυδακτυλουργός, ο οποίος βγάζει κι εγώ δεν ξέρω τι μέσα απ’ τα μανίκια του. Η τέχνη δεν έχει φύλο. Μπορεί να σου έρθει από κει που δεν την περιμένεις. Δεν έχει να κάνει ούτε με διπλώματα που μπορεί να σου εξασφαλίσει η προνομιούχα οικονομική θέση της οικογένειάς σου και να σε στείλει σε ένα ακριβό κολέγιο. Αν είσαι κούτσουρο, κουτσουράκι θα παραμείνεις και κάποιο παιδί από κάποια μακρινή Φλώρινα ή Αλεξανδρούπολη, που το ’χει αυτό το θεϊκό πράγμα που λέγεται ταλέντο, θα εμφανιστεί και θα κάνει κάτι μαγικό»…
Πριν από περίπου 10 χρόνια, όταν είχε εμφανιστεί στο Βράδυ με τον Πέτρο Κωστόπουλο, είχε εκφράσει τον έρωτα του για τις λέξεις.
«Με ενδιέφεραν από μικρό οι λέξεις. Στην αρχή ήταν για να μπορώ να εκφράζομαι κάπως. Εγώ νόμιζα ότι τα κατάφερνα, αλλά τις χρησιμοποιούσα λάθος. Έλεγα για παράδειγμα στους γονείς μου όταν έκανα ζημιά “ευτυχώς…έσπασα το πιατελάκι”. “Δυστυχώς, λένε βλάκα”. Μου άρεσαν λέξεις όπως τοιουτοτρόπως, μολονότι, μου έκαναν μεγάλη εντύπωση. Και διάβαζα πολύ πριν πάω σχολείο κάτω από κουβέρτες με φακό. Διάβαζα μυθιστόρημα και μεγαλώνοντας βιογραφίες. Έχω τρέλα. Δε μου αρέσει ούτε το δοκίμιο, ούτε φιλοσοφικές αναζητήσεις. Μου κόλλησε πριν χρόνια μια φράση του Σοπενάουερ. Η ζωή είναι μια επιχείρηση που δεν σε πληρώνει καθόλου».
Αν και από το 1975 μέχρι και τις τελευταίες του ημέρες ταυτίστηκε με την Αθήνα – μόλις πριν λίγες εβδομάδες έπινε στο Φίλιον τον χυμό του – οι ιστορίες του που τον έκαναν έναν πλάνητα της λορδοσύνης συνέβησαν στη Νέα Υόρκη. Όμως η Αθήνα η άσχημη πλανεύτρα μπόρεσε να τον κρατήσει ριζωμένο εδώ. Ίσως η Αθήνα να είχε παρέα τη μητέρα του.
«Είναι πιο γοητευτικό να είσαι άγνωστος σε μια μητρόπολη που έχει να σου προσφέρει τα πάντα, παρά γνωστός σε μια πόλη που δεν έχει να σου προσφέρει κάτι», θα πει σε μια από τις φιλοσοφίες του που ο ίδιος απεχθανόταν να τις σκεφτεί δεύτερη φορά…
* Φωτογραφία: NDP
Διαβάστε ακόμη στο intronews.gr:
Όσλο: Νεκροί και τραυματίες σε gay bar, λίγο πριν το Pride – Άντρας με πυροβόλο όπλο άνοιξε πυρ
ΗΠΑ: Απόφαση «κόλαφος» – Το Ανώτατο Δικαστήριο καταργεί το συνταγματικό δικαίωμα στην άμβλωση