Το «Νεκρό Τηλέφωνο» ή «The Black Phone», όπως είναι γνωστό παγκοσμίως, εκ πρώτης όψεως φαίνεται ένα θρίλερ βγαλμένο από τα παλιά. Μοιάζει να ακολουθεί το πρότυπο του «It» με την ερμηνεία του Ethan Hawke στο ρόλο του serial killer να θυμίζει κάτι από «Joker». Πρόκειται για ένα παρανοϊκή ταινία τρόμου, που παίζει με το μυαλό -αξιοποιώντας το υπερφυσικό στοιχείο- και τα συναισθήματά σου και σε βάζει στο «πετσί» του πρωταγωνιστικού ρόλου.

Θίγει πολλά θέματα, από την ενδοοικογενειακή βία μέχρι το bullying και τo τραύμα μετά την απώλεια ενός γονιού. Αν και στην αρχή σε πιάνει μια νοσταλγία για τα ξέγνοιαστα εφηβικά καλοκαίρια, η ιστορία παίρνει μια τελείως διαφορετική σκοτεινή τροπή. Όλα ξεκινούν με την εξαφάνιση ενός έφηβου, του Bruce, παίκτη του μπέιζμπολ, στο Βόρειο Ντένβερ το 1978.

Το «The Black Phone» σου θυμίζει εκείνες τις ημέρες, όταν οι γονείς σου σε προειδοποίησαν τι μπορείς να πάθεις αν απομακρυνθείς πολύ μακριά από το σπίτι, σε μια πιο αθώα εποχή. Αν και ο πατέρας του πρωταγωνιστή δεν αποδεικνύεται ιδιαίτερα προστατευτικός – κάθε άλλο- θέτει στα παιδιά του πολύ αυστηρά όρια. Ο Finney (Mason Thames), αν και ένας μελαγχολικός/ ευαίσθητος έφηβος, καλείται να ενηλικιωθεί γρηγορότερα από την ώρα του. Σε πολλά σημεία θα νιώσεις μια ταύτιση μαζί του.

Γίνεται ο πυρήνας της οικογένειας, προσπαθώντας να καλμάρει έναν βίαιο και αλκοολικό πατέρα και να προστατέψει την μικρή αδερφή του. Μέσα σε όλα πρέπει να υπερασπιστεί τον εαυτό του απέναντι στου νταήδες του σχολείου, όταν ο καλύτερος του φίλος εξαφανίζεται. Με μια vintage αισθητική φέρνει προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας ξανά στο προσκήνιο, υπενθυμίζοντας ότι τα χειρότερα «τέρατα» βρίσκονται μόλις μια πόρτα μακριά.

Σαν θεματολογία δεν είναι καινούργια. Και το Scooby-Doo το ίδιο μήνυμα περνούσε με διαφορετικό τρόπο. Η κτηνώδης φύση του ανθρώπου είναι αυτή που κάνει μπαμ σε πολλές σκηνές, με τη χρήση ωμής βίας. Τα απρόσμενα και στοχευμένα jump scares, που δεν είναι γεμάτα από ηχητικά/ οπτικά εφέ, μπορούν κι αυτά να σε ανατριχιάσουν, αν όχι να σε τρομοκρατήσουν.

Θυμίζει τα κλασικά πατροπαράδοτα θρίλερ, που ακόμα και η πιο εξελιγμένη τεχνολογία δεν μπορεί να τα φτάσει σε επίπεδο ποιότητας. Έχει όλα τα φόντα για να γίνει μια cult ταινία τρόμου σε μερικά χρόνια από τώρα. Μην ξεχνάμε ότι ο σκηνοθέτης είναι αυτός του θρυλικού «Τhe Exorcism of Emily Rose» και του «Sinister».

Γιατί να δεις το The Black Phone

Διασκευασμένο από τους Scott Derrickson και Robert Cargill από το ομώνυμο διήγημα του Joe Hill, δεν προσπαθεί να καινοτομήσει, όσο να επισημάνει τι πραγματικά είναι κίνδυνος. Αν και σχετίζεται με υπερφυσικά φαινόμενα, όπως φωνές να ακούγονται από ένα χαλασμένο τηλέφωνο και την αδερφή του Finney, η Gwen (Madeleine McGraw), η οποία βλέπει προφητικά όνειρα, τα πράγματα είναι πιο απλά. Ένας άνθρωπος, όμως, είναι εκείνος που σπέρνει τον τρόμο στους δρόμους. Το σενάριο εξελίσσεται χωρίς να αφήνει κενά και με το σασπένς να κορυφώνεται συνεχώς.

Οι απότομες αλλαγές λειτουργούν υπέρ της ταινίας, που είναι τόσο ανατριχιαστική, όσο και παιχνιδιάρικη την ίδια στιγμή. Τελικά ο Finney γίνεται θύμα του και καλείται να αποδράσει από την υπόγεια φυλακή. Καλείται να παίξει το άρρωστο παιχνίδι ενός σαδιστή με συναισθηματική ανεπάρκεια, ο οποίος ευχαριστιέται με το να βάζει παιδιά σε δοκιμασίες. Το στοιχείο-κλειδί είναι το τηλέφωνο, που αν και μοιάζει άχρηστο, αποκαλύπτει μια τρομακτική αλήθεια για το μέρος στο οποίο έχει παγιδευτεί. Γενικά η πλοκή ξετυλίγεται σε μια τεταμένη ατμόσφαιρα, που σου κρατάει το ενδιαφέρον, με κάποιες σκηνές να περικλείονται από μια δόση χιούμορ.

Ο πολύπλευρος χαρακτήρας του Hawke, δηλαδή του Αρπαχτή, όπως τον αποκαλούν, που σε άλλα σημεία φαίνεται καλοπροαίρετος, αστείος και σε άλλα μοχθηρός, συμβάλλει στην ιδιαιτερότητα της ταινίας. Σε κάποια φάση θα σε κάνει να αναρωτηθείς αν όντως είναι «κακός» ή αν πρόκειται για μια ψευδαίσθηση του Finney. Φορώντας μια ποικιλία από μάσκες, μερικές εν μέρει αποκαλυπτικές, και με διαφορετική χροιά στη φωνή, σε βάζει στο τρυπάκι να βρεις ποιος μπορεί να είναι. Παράλληλα η αστυνομία προσπαθεί να βρει τον δράστη, έχοντας ως μόνο στοιχείο τα μαύρα μπαλόνια που βρέθηκαν στα σημεία, όπου αρπάχθηκαν τα παιδιά.

Αναπόφευκτα προκύπτουν άβολες και δύσκολες στιγμές για τον πρωταγωνιστή, παρά τις κάποιες ανάλαφρες σκηνές. Τα κοντινά πλάνα βοηθούν στο να περάσει τα συναισθήματα και αγωνία του πρωταγωνιστή στον θεατή. Η ιστορία, λοιπόν, είναι για τους εφήβους που μαθαίνουν να υπερασπίζονται τον εαυτό τους σε έναν άσχημο κόσμο, περνώντας έτσι στην ενηλικίωση. Η αλλαγή του ονόματος του Finnie σε Fin, η τελευταία πρόταση που ακούγεται στην ταινία, υπονοεί ακριβώς αυτό.

Διαβάστε επίσης στο intronews.gr:

Top Gun: Maverick – Γίνεται η πρώτη ταινία του Tom Cruise που «σπάει» το φράγμα του $1 δισεκατομμυρίου στο Box Office

Rise: Η βιογραφική ταινία του Disney+ για τους Αντετοκούνμπο μας απογοήτευσε

Ήταν δίκαιο και έγινε πράξη: Η πρώτη ελληνική ταινία είναι και επίσημα στο Netflix