Ήταν αρχές του 2015 όταν είχα βρεθεί στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων για να δω την παράσταση «Φαέθων» του Δημητριάδη με τον Περικλή Μουστάκη, την Εύα Σαουλίδου, τον Άρη Μπαλή, την Ανέζα Παπαδοπούλου και τη Σταυρούλα Σιάμου. Τότε ήταν η πρώτη παράσταση που είχα δει στην περίοδο της ζωής μου που αποκαλώ «μετάβαση προς την ωριμότητα» και με είχε σημαδέψει πολύ βαθιά. Με τρόπο που 7 χρόνια μετά, οι λέξεις δεν μπορούν να χωρέσουν. Κι από τότε έψαχνα αυτό το βίωμα. Και το βρήκα στο Μοτέλ.
Δεν είχε τύχει να δω πέρσι την παράσταση και το βράδυ της Δευτέρας, ένα σχετικά κρύο βράδυ, αλλά και ταυτόχρονα αρκετά γλυκό, με έβγαλε ο δρόμος στο Θέατρο Τέχνης στη Σκηνή της Φρυνίχου για να παρακολουθήσω μια παράσταση δίχως να έχω μπει στη διαδικασία να διαβάσω την υπόθεση, δίχως να γνωρίζω τίποτα για τον θίασο.
Μετά από δύο ώρες, ένιωσα πως είχα μάθει τα πάντα, πως οι ρόλοι που έβλεπα, πως το έργο συνολικά, είχε μπει, είχε αδειάσει τα πάντα μέσα μου και είχε κάνει μια αναδιακόσμηση και αναδιανομή των συναισθημάτων. Πού βρίσκεται το καθένα, ποιο συνορεύει με το άλλο, πότε βγαίνουν από τα σύνορα τους και καταπατούν το ένα το άλλο…
Το Μοτέλ με έβαλε σε σκέψεις για το κυνήγι της επίπλαστης σκληρότητας που αναζητά ο άνθρωπος συχνά πυκνά μέσα από το θέατρο, πόσο έλκεται από αυτήν, πόσο αλλαγμένος είναι αφού έχει αντιμετωπίσει μια τέτοια ιστορία. Ειδικά όταν αυτή η ιστορία δεν είναι κάτι πέρα από το υπαρκτό, δεν ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας.
Σε ένα μοτέλ, στο δωμάτιο 5, έχει γίνει μια δολοφονία. Ένα πρεζάκι σκότωσε μια νεαρή κοπέλα. Ένας μανιακός δολοφόνος, μεταφέρουν οι αστυνομικοί και ο ιδιοκτήτης με τη γυναίκα και την κόρη του. Η πραγματικότητα απέχει πολύ απ΄αυτό.
Ένας άντρας, ο Σωτήρης, μπαίνει σε αυτό το δωμάτιο για να αλλάξει την ταπετσαρία και να αφαιρέσει το αίμα από τα σημεία που πετάχτηκε. Είναι ειδικός σε αυτό και συνεργάζεται με την αστυνομία. Η κόρη του ιδιοκτήτη του μοτέλ, η Άννα, θα εντυπωσιαστεί από το επάγγελμα του και θα τον προσεγγίσει, φαινομενικά με παιδικό τρόπο, αν και 25 ετών, στην πορεία με σεξουαλικά αναίσθητο τρόπο, στο βάθος όμως, με μια ανάγκη να πει κάπου την αλήθεια της.
Η κάθε σκηνή έρχεται να δώσει ένα διαφορετικό συναίσθημα από την προηγούμενη, σαν να βρίσκεσαι στον εγκέφαλο της μικρής στο Inside Out και να βλέπεις τα 5 βασικά συναισθήματα να εναλλάσσονται στη θέση του κυβερνήτη.
Είναι τέτοιος και ο τρόπος που ορίζουν τη σκηνή οι ηθοποιοί, ιδίως η Κλέλια Ανδριολάτου και ο Άγγελος Μπούρας, που είναι και οι δύο ρόλοι με την πιο έντονη και βάναυση σύνδεση.
Έχοντας αυτή την ευφυή στην πράξη κίνηση να ξεκινάει και να τελειώνει η παράσταση με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, το Μοτέλ επιθυμεί να βάλει ένα τέλος, να κλείσει έναν κύκλο, και οι κύκλοι κλείνουν μόνο με αίμα. Όμως για τον θεατή, αυτή η παράσταση, δεν αφήνει καμία τελεία. Ούτε καν θαυμαστικό. Με ερωτηματικά και άνω τελείες έρχεται για τον θεατή το τέλος της ιστορίας.
Μια ιστορία που, ακόμα κι αν έχεις διαβάσει κάπως την πλοκή, παίρνει κάποια στιγμή στροφές αστυνομικού μυθιστορήματος, έχει ψήγματα από whodunnit δομή, αλλά με το που μπαίνεις σε αυτό το mindset, γίνεται κάτι άλλο, κάτι πιο πέρα, πιο ωμό και αδυσώπητο.
Η πρόσληψη του έργου από τον θεατή δεν είναι εύκολη, επειδή η ιστορία έχει τόσο δυνατά στοιχεία. Είναι δυνητικά εύκολη. Χρειάζεται ηθοποιούς να την κουβαλήσουν και να την στριμώξουν μέσα στον θεατή. Κι αυτός ο θίασος το κάνει με τρόπο που είναι ακόμα πιο δυνατός από την ίδια την ιστορία.
Η Κλέλια Ανδριολάτου θα μπορούσε να είναι ένα εν εξελίξει σεμινάριο υποκριτικής σε αυτή την παράσταση. Ο τρόπος που μεταβαίνει από την παιδικότητα, από τη φαινομενική αφέλεια, στην ενόχληση, στην οργή, στη σιωπή, στον πόνο τον ίδιο, δεν αντέχει σε κανέναν χαρακτηρισμό. Όλη την ελληνική γλώσσα να ψάξεις και να την γυρίσεις ανάποδα μέχρι να βγάλει ό,τι έχει και δεν έχει, λέξη για να την περιγράψεις, δε θα βρεις. Αν με κάποιο τρόπο τα μάτια μπορούσαν να μιλήσουν, ίσως έβρισκαν τις λέξεις. Τα χείλη δεν το μπορούν.
Στο ίδιο επίπεδο και ο Άγγελος Μπούρας που ο ρόλος του καλείται να διαχειριστεί τον φόβο, την κτηνωδία, την πατρική φιγούρα, την επιβολή, το πατριαρχικό μοντέλο εν γένει και το άφατο. Αυτή την ισορροπία τρόμου που προκαλεί η γνώση δύο ανθρώπων, την οποία όμως δε μπορούν να εκφράσουν ανοιχτά. Κοιτιούνται και ξέρουν, αλλά κάνουν πως δεν ξέρουν. Κι αυτή η υποκρισία και το πώς τους διαλύει σιγά σιγά, είναι κάτι που το καταθέτουν στη σκηνή και ο Άγγελος και η Κλέλια και συνολικά ο θίασος, ο καθένας με μια διαφορετική προσέγγιση.
Όλοι τους όμως με αφοσίωση στον ρόλο τους και στο πώς αυτός συμβάλλει στην εξέλιξη της πλοκής. Εξίσου αξιομνημόνευτη μέσα μου, εκτός της Ανδριολάτου, είναι και η Ελευθερία Παγκάλου που έβγαζε έναν δυναμισμό και μια αντίδραση στην εκφορά των λόγων, η οποία ταίριαξε ιδανικά και στη συνδιαλλαγή της με την Κλέλια και στις υπόλοιπες σκηνές του έργου.
Για το τέλος, ο δημιουργός του έργου, ο Βασίλης Μαυρογεωργίου, δίνει ξεκάθαρες λογοτεχνικές και κινηματογραφικές πινελιές στην πορεία της αφήγησης, όπως στο τελευταίο 20λεπτο της παράστασης, όπου εναλλάσσονται η περιγραφή της σκηνής και τα διαλογικά σημεία, τοποθετημένα όμως στην ίδια γραμμή, σε μια ροή.
Η διαχείριση στον φωτισμό και η χωροταξική διάθεση της σκηνής είναι επίσης στοιχεία πολύ σημαντικά, αφού η κίνηση δίνει στον θεατή ακριβώς τον νοητό διαχωρισμό των δωματίων και του παρουσιάζει ένα μοτέλ με τα όλα του, καθώς και το ευρύτερο περιβάλλον, κι ας βλέπουν τα μάτια του δύο δωμάτια. Κι η μουσική επένδυση θέλει να λειτουργήσει ως ξαλάφρωμα και σε αντιδιαστολή με την ιστορία, το οποίο είναι ένα στοιχείο που παίρνει διαφορετικό και ρέον σχήμα στον καθένα.
Το Μοτέλ είναι το σταυροδρόμι όλων των μορφών έκφρασης και με πυρήνα του μια ιστορία που θέλει απίστευτες εσωτερικές διεργασίες από τον θεατή, αλλά και τους ίδιους τους ηθοποιούς, αποτελεί μια παράσταση που εμένα προσωπικά μου κάνει πολύ δύσκολο να εμπλακώ σύντομα ως θεατής με άλλο έργο, με άλλον θίασο, με άλλη παράσταση.
Όπως η Κλέλια Ανδριολάτου στο χειροκρότημα εξακολουθεί αν φέρει τον ρόλο και τα πεπραγμένα του έργου, όπως εξακολουθεί να διαχέεται το βλέμμα και η ψυχή της στον χώρο ακόμα και μέσα στη φασαρία των χειροκροτημάτων, έτσι και για τον θεατή, θέλω να πιστεύω.
Καταλήγω να προβάλλω τα δικά μου συναισθήματα και στους άλλους, που φαίνεται αρκετά παρεμβατικό, αλλά το θέατρο είναι μια ανάγκη του ενός να ενωθεί με άλλους και να ξέρει πως δε θα χρειαστεί να μιλήσουν για να κατανοήσουν. Θα αρκεί που θα συνυπάρχουν και θα ανταλλάξουν ματιές. Κι αυτή η συνθήκη δεν μένει μόνο στους ηθοποιούς μεταξύ τους και στους θεατές μεταξύ τους. Το χειροκρότημα είναι σαν το άπλωμα του χεριού για να ακουμπήσουν όλοι ο ένας τον άλλον και να γεννηθεί ένας οργανισμός που διασπάται άμεσα και πεθαίνει.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Κείμενο-Σκηνοθεσία: Βασίλης Μαυρογεωργίου
Μουσική: Νίκος Κυπουργός
Σκηνικά – Κοστούμια: Κωνσταντίνος Ζαμάνης
Σχεδιασμός Φωτισμών: Στέλλα Κάλτσου
Επιμέλεια Κίνησης: Πάρης Μαντόπουλος
Σκηνική Πάλη: Θάνος Δερμάτης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Καλή Βοϊκλή
Βοηθός Σκηνογράφου-Ενδυματολόγου: Μαρία Παπαδοπούλου
Κατασκευή Σκηνικού: Νίκος Δεντάκης
Φωτογραφίες: Γιώργος Καλφαμανώλης
Εκτέλεση Παραγωγής: Μαριλένα Μόσχου
Παίζουν (αλφαβητικά): Κλέλια Ανδριολάτου, Ευγενία Αποστόλου, Ιωάννα Μαυρέα, Άγγελος Μπούρας, Ελευθερία Παγκάλου, Χρήστος Σαπουντζής
Info:
Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν, Σκηνή Φρυνίχου
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Δευτέρα-Τρίτη στις 21.00
Τιμές εισιτηρίων: 17 ευρώ/ 15 ευρώ μειωμένο/ 12 ευρώ ομαδικές κρατήσεις/ 5 ευρώ ατέλεια
Διαβάστε ακόμη στο intronews.gr:
Η Στέλλα με τα Κόκκινα Γάντια είναι ένας παιάνας στην ψυχική απελευθέρωση
Μισάνθρωπος στο Θέατρο Εμπορικόν: Μια παράσταση που προκαλεί τον θεατή να ερμηνεύσει κάθε σκηνή
Παιχνιδοποιός: Το σαρωτικό θρίλερ που έγινε talk of the town της θεατρικής Αθήνας