Για διάφορους λόγους, μια από τις μεγαλύτερες ιστορίες στον χώρο της ψυχαγωγίας φέτος ήταν η επισφαλής κατάσταση της περιοδείας «This Is Me… Now» της Τζένιφερ Λόπεζ, η οποία κατάφερε τελικά να βγει από τη «μιζέρια» της χθες.
Η περιοδεία, που ανακοινώθηκε τον Φεβρουάριο, αποτελούσε μέρος του «This Is Me… Now», ενός τεράστιου, αυτο-εορταστικού και ειλικρινά μάλλον υβριστικού άλμπουμ/περιοδείας/πρότζεκτ δύο ταινιών που ουσιαστικά αφορούν την ίδια και τη ρομαντική επανένωσή της με τον ηθοποιό Μπεν Άφλεκ.
Οι ταινίες πήγαν αρκετά καλά, αλλά το άλμπουμ δεν είχε ανάλογη πορεία, και πριν από πολύ καιρό ακούστηκε ότι οι πωλήσεις εισιτηρίων για την περιοδεία ήταν χαμηλές, όπως επιβεβαιώθηκε από τους πίνακες θέσεων του Ticketmaster -οι οποίοι, μαζί με εμπιστευτικές αναφορές και φήμες, είναι πραγματικά ο μόνος τρόπος όπου οι περισσότεροι άνθρωποι για να δουν πώς πουλάει μια περιοδεία.
Καθώς συνεχίζονταν οι αναφορές, η Λόπεζ μετονόμασε αθόρυβα την περιοδεία για να αφορά περισσότερο τις σημαντικές επιτυχίες της καριέρας της παρά το νέο άλμπουμ, και τα εισιτήρια πουλούσαν καλά σε μερικές αγορές, αλλά τα νούμερα ήταν πολύ χαμηλά στις περισσότερες.
Και την περασμένη βδομάδα, μια όμορφη Παρασκευή της Άνοιξης -που είναι η ιδανική στιγμή για να ανακοινωθούν τα ντροπιαστικά νέα- έγινε το τελικό «χτύπημα»: Η περιοδεία ακυρώθηκε για να μπορέσει να περάσει περισσότερο χρόνο με την οικογένεια και τους φίλους της.
Δεν αναφέρθηκε επίσημα κανένας λόγος γι’ αυτήν την απόφαση («περισσότερος χρόνος με την οικογένεια» είναι συνήθως αυτό που λένε οι πολιτικοί ή οι διευθύνοντες σύμβουλοι όταν παραιτούνται από τις θέσεις τους για άλλους, πολύ πιο ενοχλητικούς λόγους), αλλά οι ταμπλόιντ έσπευσαν να το συνδέσουν με αναφορές ότι αυτή και ο Άφλεκ χωρίζουν.
Πηγές κοντά στην τραγουδίστρια έσπευσαν να επιμείνουν πόσο καλά πήγαινε η περιοδεία σε αγορές, όπως η Νέα Υόρκη και το Λος Άντζελες, ενώ απέφυγαν να αναφέρουν πόσο καταστροφική ήταν η προπώληση προφανώς στις περισσότερες άλλες.
Μόλις λίγες μέρες νωρίτερα, ανακοινώθηκε και ακόμη μία ακύρωση για μία υπερβολικά φιλόδοξη βορειοαμερικανική περιοδεία που ήταν προγραμματισμένη να «χτυπήσει» πολλές από τις ίδιες αρένες με τη J-Lo, το ανδρικό ροκ ντουέτο των Black Keys. Μετά την ανακοίνωση αυτής της είδησης, ο κόσμος ρώτησε τι επιπτώσεις θα είχε αυτό στην τουριστική κίνηση.
Αλλά όταν η J. Lo ακύρωσε την περιοδεία της λίγες μέρες αργότερα, οι ερωτήσεις έγιναν πιο προσωποκεντρικές.
«Δεν ήξερε ότι είχε οικογένεια όταν έκανε σχέδια περιοδείας;» έγραψε ένας διαδικτυακός σχολιαστής. «Είναι «αναστατωμένη» γιατί δεν μπορούσε να πουλήσει αυτά τα εισιτήρια», είπε ένας άλλος. «Η «Οικογένεια» είναι μια εύκολη επιλογή για ψεύτες»· «Περαιτέρω απόδειξη ότι ο γάμος της είναι διαφημιστικό κόλπο» κ.λπ.
Ως κοινωνία, γιατί το κάνουμε αυτό;
Σε γενικές γραμμές, οι λόγοι και για τις δύο ακυρώσεις είναι οι ίδιοι: Ένας καλλιτέχνης που έχει περάσει την εμπορική ακμή του κάνει μια υπερβολικά αισιόδοξη προβολή σχετικά με την ανταπόκριση στη νέα του δουλειά, κάνει μία λάθος εκτίμηση και πληρώνει το τίμημα -όπως και οι συνεργάτες του στην επιχείρηση, από τους προωθητές και τους χορευτές, μέχρι τους οδηγούς φορτηγών, γιατί χρειάζεται ένα χωριό για να κάνει μια περιοδεία αυτού του μεγέθους, και κυριολεκτικά οι βιοπορισμοί εκατοντάδων ανθρώπων επηρεάζονται από αυτές τις ακυρώσεις (κάτι που είναι βολικά ξεχασμένο στη μεγάλη μερίδα του κοινού όταν συμβεί κάτι τέτοιο).
Ομολογουμένως, το ποπ κοινό που στοχεύει η J-Lo είναι πολύ διαφορετικό από τους πιο πιστούς, λιγότερο ευμετάβλητους θαυμαστές της ροκ που στόχευαν οι Black Keys.
Ο κόσμος της ποπ στον οποίο κατοικεί η J-Lo έχει το εύρος προσοχής ενός έξυπνου ψαριού και δεν συγχωρεί τις παραβάσεις που γίνονται αντιληπτές, οι οποίες μπορεί να εκτείνονται από σκόπιμους παράγοντες -όπως ένας ρομαντικός σύντροφος που οι θαυμαστές αποφασίζουν ότι δεν τους αρέσει- έως πιο γενικές κριτικές, όπως ας πούμε για ένα πολύπλευρο, αυτοβιογραφικό εγχείρημα από κάποιον που δεν είναι ο πιο ευγενικός σούπερ σταρ του κόσμου.
Παρ’ όλη τη σκληρότητα και την υπεροχή της στο Μπρονξ, η J-Lo ήταν πάντα μια ποπ καλλιτέχνις και ξέρει αυτό το παιχνίδι και ό,τι το συνοδεύει.
Αλλά η φήμη και η δύναμη απομακρύνουν τους ανθρώπους από την πραγματικότητα και είναι τελικά άσχετο αν όλοι στον περίγυρό της πίστευαν ότι όλο αυτό το έργο και η περιοδεία ήταν μια υπέροχη ιδέα ή αν κανείς δεν τόλμησε να το πει…
Ας θυμηθούμε ότι η τρομερή ταινία Άφλεκ – Λόπεζ του 2003 όχι μόνο κατέστρεψε το ζευγάρι ως brand names, αλλά «βοήθησε» επίσης να τελειώσει η πρώτη εποχή της σχέσης τους -«ίσως η αναβίωση του Bennifer ως εμπορικής επιχείρησης δεν είναι καλή ιδέα;».
Το τελικό αποτέλεσμα ήταν το ίδιο: μια ακυρωμένη περιοδεία και ένα σκληρό άλμπουμ. Οι καλλιτέχνες κάνουν παρόμοιους λανθασμένους υπολογισμούς κάθε χρόνο.
Ωστόσο, το διαδικτυακό δηλητήριο και το μίσος που περιβάλλουν την αποτυχία αυτής της επιχείρησης είναι επικά σε κλίμακα.
Ο όρος schadenfreude -ένας συνδυασμός των γερμανικών ουσιαστικών Schaden, που σημαίνει «ζημία» ή «βλάβη» και Freude, που σημαίνει «χαρά»- σημαίνει απόλαυση, συχνά παράλογη ευχαρίστηση, από την ατυχία και την αποτυχία των άλλων.
Και ενώ οι άνδρες είναι σίγουρα τα θύματά του, υπάρχουν άπειρα παραδείγματα, η κοινωνία φαίνεται σίγουρα να επιφυλάσσει το χειρότερο από το δηλητήριό της για ισχυρές, επιτυχημένες, ταλαντούχες γυναίκες.
Είναι θέμα δημόσιας καταγραφής ότι τα δικαιώματα των γυναικών δέχονται άγριες επιθέσεις, από το Ιράν, το Αφγανιστάν και τη Ρωσία μέχρι τις Ηνωμένες Πολιτείες και το αναμφισβήτητα διεφθαρμένο Ανώτατο Δικαστήριο, πολλές κυβερνήσεις πολιτειών, ακόμη και η έναρξη λειτουργίας του Κολεγίου Βενεδικτίνων. Αλλά το μίσος δεν προέρχεται αποκλειστικά από τους άνδρες.
Σε ένα ορισμένο σημείο, αποφασίζουμε ότι δεν μας αρέσει πια ένα δημόσιο πρόσωπο χωρίς να γνωρίζουμε πραγματικά -ή τουλάχιστον χωρίς να σκεφτόμαστε συνειδητά- το γιατί.
Γιατί το κάνουμε αυτό στις γυναίκες τόσο συχνά; Μήπως επειδή το πιο δίκαιο, πιο αδύναμο φύλο (ο σαρκασμός ελπίζουμε να είναι προφανής) τις κάνει ευκολότερο στόχο; Μήπως επειδή κατά κάποιο τρόπο αγανακτούμε για το γεγονός ότι οι γυναίκες έδωσαν σε όλους μας ζωή;
Μήπως επειδή η επιστήμη συνεχίζει να αποδεικνύει ότι οι γυναίκες είναι στην πραγματικότητα πιο δυνατές από τους άντρες σχεδόν σε κάθε τομέα, εκτός από (συνήθως) τη σωματική δύναμη, και υπάρχει κάποια επιθυμία για έλεγχο και τοποθέτηση ισχυρών γυναικών «στη θέση τους»;
Εκτός από υποσυνείδητα, μάλλον δεν είναι τόσο βαθιά. Μερικές φορές απλώς δεν μας αρέσει ή δεν μας κουράζει το πρόσωπο κάποιου, μερικές φορές αγανακτούμε για την επιτυχία του, μερικές φορές αγανακτούμε επίσης για την ευτυχία τους ή τουλάχιστον τη φαινομενική επίδειξή της.
Στο ευρύτερο κοινό, η J-Lo φαίνεται να έχει προσκρούσει στα δύο τελευταία και οι φήμες ότι αυτή και ο Άφλεκ μπορεί να χωρίσουν ύστερα από λιγότερο από δύο χρόνια γάμου, φαίνεται σχεδόν αναπόφευκτη τελική πράξη πριν από μια (πιθανώς εξίσου αναπόφευκτη) λύτρωση, αφού τελικά όλοι συνειδητοποιήσουν πόσο άδικοι ήταν (πρβλ. Μπρίτνεϊ Σπίαρς).
Αυτός είναι ένας δρόμος που πέρασε και η Beyonce στο απόγειο της καριέρας της. Μοιράστηκε (προφανώς) τις προκλήσεις που αντιμετώπιζε ο δικός της γάμος -ενισχύοντας την ήδη βαθιά σχέση της με το κοινό της- στους στίχους του άλμπουμ και της περιοδείας της «Lemonade»… αλλά στη συνέχεια ακολούθησε αίσιο τέλος με το άλμπουμ της ντουέτο του 2018 με τον σύζυγό της Jay-Z, «Everything Is Love», το οποίο στην αρχή είχε καλή απόδοση, αλλά εκ των υστέρων είναι απλώς δύσκολο να έχεις πολλή ενσυναίσθηση για δύο σχεδόν δισεκατομμυριούχους που τραγουδούν για το πόσο δύσκολο ήταν να περάσουν μέσα από τη φωτιά.
Αυτοί κατάφεραν να αποφύγουν τη μήνη του κοινού, η J-Lo, όπως βλέπουμε, δεν απέφυγε τα «πυρά».
Η περίπτωση Τζένιφερ Λόπεζ και το schadenfreude
Στα 54 της βρίσκεται σε ένα δύσκολο σημείο στην καριέρα της ποπ σταρ: Τα σινγκλ επιτυχιών για καλλιτέχνες σε αυτή την ηλικία είναι τόσο σπάνια όσο οι θεάσεις Bigfoot -το «Believe» της Cher και το «Padam Padam» της Kylie Minogue, τα δύο κύρια παραδείγματα που έρχονται στο μυαλό.
Ουσιαστικά μόνο αστέρια που είχαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της μουσικής, με τεράστιους καταλόγους επιτυχιών, όπως ο Paul McCartney, ο Elton John, ο Stevie Wonder και ο Billy Joel μπορούν να κάνουν περιοδείες σε αρένες μέχρι την ηλικία της συνταξιοδότησης.
Τι λείπει από αυτή την κατηγορία; Γυναίκες. Οι περισσότερες από τις γυναίκες καλλιτέχνιδες με τις μεγαλύτερες εισπράξεις -Tέιλορ Σουίφτ, Beyonce, Lady Gaga, Pink- είναι κάτω των 45 ετών.
Η μόνη που δεν είναι, η Madonna, στα 65 της χρόνια, έχει ξεπεράσει όλες τις παραπάνω καταιγίδες -και ακόμη περισσότερες- και βγήκε στην κορυφή, αλλά χρειάστηκε να διαβεί μέσα από ένα τυφώνα και χρειάζεται μεγάλη αποφασιστικότητα για να το πετύχεις αυτό, και συνήθως είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που το καταφέρνουν (και πιθανότατα έχει και πολύ προσωπικό κόστος).
Μήπως επειδή έχουμε βαρεθεί την επιτυχία, αγανακτούμε για την ευτυχία των σταρ; Ή μήπως μας κάνει να νιώθουμε καλύτερα για τις δικές μας αποτυχίες -και τι λέει αυτό για εμάς;
Το Variety παρακολούθησε τις επιθέσεις για τις κακές πωλήσεις εισιτηρίων της J.-Lo, όχι για λόγους schadenfreude, αλλά επειδή τέτοιες ιστορίες είναι σημαντικές στη γωνιά μας στον κόσμο των Μέσων Ενημέρωσης και είναι θλιβερό γεγονός ότι τα κακά νέα έχουν πολύ περισσότερα κλικ, από τα καλά.
Κάθε φορά που το schadenfreude συσσωρεύεται σε ένα γυναικείο δημόσιο πρόσωπο, θυμίζει ένα γεγονός από την εποχή της ακμής της τηλεοπτικής σειράς της Λένα Ντάνχαμ «Girls», καθώς υπήρχε ένα κωμικό βίντεο με πρωταγωνίστριες νεαρές γυναίκες και μία από αυτές να λέει: «Δεν το έχω δει ποτέ… αλλά νομίζω ότι δεν μου αρέσει».
Ήταν ένα αστείο, αλλά παρόλα αυτά, αυτή η δήλωση φαίνεται σαν μια δυστυχώς τέλεια απόσταξη του όγκου της σκέψης, πόσο μάλλον της λογικής, που εντάσσεται στο είδος του μίσους που δέχεται η J.-Lo και τόσες άλλες γυναίκες δημόσια πρόσωπα αυτή τη στιγμή.
Δεν είναι επίσης δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι αυτό το σύνδρομο παίζει σημαντικό ρόλο στην πορεία πολλών άλλων επιτυχημένων γυναικών, καθώς η πλειοψηφία των ανθρώπων αποφασίζει ότι απλώς δεν τους αρέσει, αν θυμηθούμε και την ήττα της Χίλαρι Κλίντον από τον μισογύνη αντίπαλό της το 2016, που είναι μία εκδήλωση του ίδιου φαινομένου.
Η J.-Lo είναι μια σπουδαία καλλιτέχνις και θα είναι μια χαρά, και είναι σαφώς αρκετά σκληρή για να τα ξεπεράσει όλα αυτά. Αλλά γιατί πρέπει να το κάνει; Εδώ συμβαίνουν προφανώς περισσότερα από μια απλή περιοδεία που ακυρώθηκε και αναρωτιέται κανείς εάν η ένοχη ευχαρίστηση του schadenfreude και ο ρόλος μας στην προώθησή του είναι ένα πρόβλημα που ξεπερνά μερικά «ακίνδυνα» κλικ.
* Κεντρική φωτογραφία/Εικονογράφηση: Πέγκυ Δαδάκη