Ο συγγραφέας των διάσημων βιβλίων «Οι Πιγκουίνοι δεν πεθαίνουν από το κρύο» και ο«Ο θάνατος του μακαρίτη», Andrey Turkov, περιγράφει τη φρίκη της εισβολής από την πρώτη στιγμή που αποφάσισε να μεταβεί από το Κίεβο στο χωριό του, όπου δεν θα ήταν στόχος μέχρι και τις επόμενες ημέρες που ακολούθησαν στο δρόμο, με την αυτοκινητοπομπή των ανθρώπων που έτρεχαν να ξεφύγουν από τον πόλεμο.
Ο Andrey Turkov περιγράφει σαν σε λογοτεχνικό μυθιστόρημα, πως οι σειρήνες που άρχισαν να ακούγονται στο Κίεβο του δημιούργησαν την εγρήγορση του φόβου αλλά και την παράλυση, την ακινησία και τη μη διαύγεια για απόφαση. Αναφέρει επίσης πως μια φίλη της γυναίκας του έχει γιο με αυτισμό και δυσκολία μετακίνησης και προσφέρθηκαν να τους πάρουν μαζί τους στο χωριό.
«Πέρασα το βράδυ της Πέμπτης, το τελευταίο μου στο Κίεβο, στο σπίτι της φίλης μου της Λίλι. Είχε έλθει σε εμάς το προηγουμένο βράδι – σου δίνει κάπως μια αίσθηση ασφάλειας να έχεις έναν επισκέπτη κοντά σου. Μόλις φτάσαμε με τη γυναίκα μου, η Λίλι μας έδειξε πού θα έπρεπε να πάμε αν άρχιζαν οι βομβαρδισμοί, σ’ ένα υπόγειο χώρο στάθμευσης στο διπλανό κτήριο, που θα άνοιγε ένας φύλακας αν ηχούσαν οι σειρήνες. Κάποιοι ήταν ήδη εκεί, έξω από τις πύλες περιμένοντας: μια νεαρή μητέρα με ένα κοιμισμένο μωρό στην αγκαλιά και κάποιες παρέες νεαρών με τις γάτες τους.
Ανεβήκαμε στο διαμέρισμα της Λίλι, βάλαμε να φορτίσουν τα τηλέφωνά μας και τους υπολογιστές και φτιάξαμε τσάι. Αναρωτιόμασταν κατά πόσον θα πρόσφερε το Κίεβο ασφάλεια από τυφλούς βομβαρδισμούς επειδή υπήρχαν τόσες πρεσβείες – ή αν ήταν επικίνδυνο επειδή υπήρχαν τόσα κυβερνητικά κτήρια; Μιλούσαμε για την κατάσταση, για το γεγονός ότι η φίλη μας δεν είχε κλειδαριά στην πόρτα της τουαλέτας, για τα εκατοντάδες μηνύματα που λαμβάναμε από άτομα που ήθελαν να μάθουν πώς είμαστε.
(Απάντησα “ΟΚ” πολλές φορές.) Στο μεταξύ έτεινα τα αυτιά μου μήπως ακούσω σειρήνες ή εκρήξεις, αλλά επικρατούσε ησυχία. Η Λίλι μας σέρβιρε σπιτικό τζιν και ξαφνικά αντιλήφθηκα ότι έπρεπε να κοιμηθώ. Είχα την αίσθηση ότι τίποτα δεν θα με ξυπνούσε. Ούτε καν ο Πούτιν!
Όταν μπήκαμε στο αυτοκίνητο, η γυναίκα μου τηλεφώνησε στη φίλη της, Λένα που ζει με τον 25χρονο γιο της Ντέιβιντ, που έχει αυτισμό και βαδίζει αργά, και τη ρώτησε αν ήθελαν να έρθουν μαζί μας στο χωριό. Η Λένα χρειάστηκε λίγα λεπτά για να αποφασίσει. Μέχρι να μας πάρει πίσω, είχαμε κολλήσει στην κίνηση στις δυτικές παρυφές της πόλης. Θα μπορούσαμε να την πάρουμε μαζί με τον Ντέιβιντ, ρώτησε. Όλες οι λεωφόροι που οδηγούσαν στην κύρια έξοδο ήταν μπλοκαρισμένοι από αυτοκίνητα.
Αν έκανα παράκαμψη να παραλάβω τη Λένα, δεν θα βγαίναμε ποτέ από την πόλη. Εκείνοι θα έπρεπε να βρουν τρόπο να φτάσουν στο αμάξι μας πριν ανοίξει η κίνηση. Μέτρησα πέντε αμάξια εγκαταλελειμένα μετά από σύγκρουση να κείτονται στη μέση του δρόμου. Μισή ώρα αργότερα τους είδα στην άκρη του δρόμου και φώναξα από το παράθυρο. Έτρεξε μέσα από το κενό ανάμεσα σε ένα λεωφορείο κι ένα φορτηγό προς το αυτοκίνητό μας. “Που είναι ο Ντέιβιντ;”, ρώτησα. Μου έδειξε το πεζοδρόμιο, όπου στεκόταν εκείνος κρατώντας μια μεγάλη μαύρη βαλίτσα. Τον φώναξε και μπήκαν και οι δύο στο αυτοκίνητο.
Αν και διασκορπιζόμαστε σε διαφορετικές κατευθύνσεις, είναι μια καθοριστική στιγμή για την Ουκρανία. Η περηφάνια σου αυξάνεται ολοένα και περισσότερο όποτε ακούς τα νέα –την εξαιρετική στρατηγική, τη γενναιότητα– αν και φυσικά ακούμε μόνο τη μία πλευρά της ιστορίας. Δεν νομίζω ότι η Ουκρανία είναι έτοιμη να δεχθεί τους όρους της Ρωσίας για ειρήνευση – πράγμα τραγικό και συνάμα καλό.
Το σπίτι μας ήταν καταφύγιο, χώρος απόδρασης από πολλά προβλήματα όλα αυτά τα χρόνια. Ήμασταν έτοιμοι να μετακομίσουμε εκεί κατά την αντιπαράθεση με τη Ρωσία το 2014. Εκεί περάσαμε το μεγαλύτερο μέρος της πρώτης χρονιάς της πανδημίας, απολαμβάνοντας κάθε φάση της άνοιξης, φυτεύοντας πατάτες, κρεμμύδια, σκόρδα και καρότα, μαζεύοντας μήλα και φτιάχνοντας σταφυλόζουμο. Εκεί έγραψα ένα μυθιστόρημα για τον εμφύλιο πόλεμο στο Κίεβο το 1919. Κι όλο αυτό το χειμώνα κρατούσαμε σε λειτουργία τη θέρμανση αν χρειαζόταν να καταφύγουμε εκεί. Το ρωσικό αέριο είναι ακριβό (€200 το μήνα), αλλά δεν με ένοιαζαν τα χρήματα.
”Πού είστε;” ρώτησε. Του είπα και μου απάντησε: “Φύγετε αμέσως! Μου είπαν οι Αμερικανοί ότι ο ρωσικός στρατός θα καταλάβει το Κίεβο μέσα στις επόμενες 90 ώρες και μετά θα συλλάβουν όλους όσοι επέκριναν τον Πούτιν. Ήδη έχουν λίστες με όλους τους φιλοουκρανούς ακτιβιστές και διευθύνσεις!”
Δεν το πίστεψα, αλλά δεν ήθελα και να το ρισκάρω. Αποφασίσαμε να φύγουμε για το Λβιβ, όπου ήταν τα παιδιά μας. Η Λένα κι ο Ντέιβιντ δεν ήθελαν να μείνουν στο χωριό χωρίς εμάς κι έτσι ξαναμπήκαμε στο αυτοκίνητο. Χρειαστήκαμε 22 ώρες για να φθάσουμε στο Βλιβ, ένα ταξίδι που συνήθως χρειάζεται έξι ώρες.
Κατάφερα κάπως να μείνω ξάγρυπνος με τα διαλείμματα του καφέ. Δεν πήραμε πολλά μαζί μας αυτή τη φορά. Η γυναίκα μο είχε δώσει το κατεψυγμένο κρέας στη Νίνα και τον Τόλικ. Η Νίνα έκλαιγε κι αγκάλιασε τη γυναίκα μου. Ο 70χρονος Τόλικ έδειχνε χωρός και χαμένος. Αυτή τη φορά έκλεισα τη θέρμανση φεύγοντας. Κανείς δεν θα γυρίσει εδώ για πολύ καιρό».
Δείτε το online ημερολόγιο του Kurkov εδώ.