Θα ήταν αφελές να υποστηρίξει κάποια από τις δύο πλευρές αυτής της 8μηνης σύρραξης, πως δεν έχει δείξει σημάδια αδυναμίας, ανικανότητας ή μη επάρκειας σε εξοπλισμό και στελέχωση. Κι αν για την Ρωσία έχουν γραφτεί πολλά για την αποτυχία της να διατηρήσει ένα μομέντουμ στον πόλεμο μετά τον δεύτερο μήνα, για την Ευρώπη δεν έχουν ακουστεί ακόμα οι αδυναμίες, πέραν της ενεργειακής της εξάρτησης. Η Ε.Ε. είναι εξαρτημένη και στρατιωτικά, από τις ΗΠΑ, κι αυτό πρέπει να αλλάξει.
Στη διάρκεια αυτών των 8 μηνών, από την αρχή της εισβολής, η Ε.Ε. δεσμεύτηκε να δαπανήσει 230 δισ. ευρώ σε στρατιωτικό εξοπλισμό και γενικά στην στρατιωτική βιομηχανία της, με τα 27 κράτη-μέλη να συμφωνούν. Είναι όμως το μόνο στο οποίο συμφώνησαν. Γιατί κατά τ΄άλλα, διαφωνούν στην πλειοψηφία των ζητημάτων γύρω από την στρατιωτική αυτονομία της Ευρώπης, η οποία μπορεί να βρεθεί σε ατραπό, αν απειληθούν τα εδάφη της στην Ανατολή και την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ βρίσκονται σε άλλο μέτωπο, όπως της Ταϊβάν.
Σε μια παγκόσμια κοινότητα, όπου οι δαπάνες για αμυντικό εξοπλισμό είναι κοντά στα 2 τρισ. δολάρια, η Ευρώπη δεν θα λέγαμε πως έχει ένα ιδιαίτερα μεγάλο ποσοστό. Αυτό σε έναν ουτοπικό κόσμο δεν θα ήταν κακό, γιατί η Ε.Ε. ήταν πάντοτε φιλειρηνική και δεν επέλεγε τον πόλεμο. Όμως, αν προκληθεί σε μια πολεμική σύγκρουση, όπως τώρα με τον Putin, έχει τα εχέγγυα να σταθεί δίχως αμερικανικές πατερίτσες;
«Η Ευρώπη δεν άκουσε την Πολωνία και τις χώρες της Βαλτικής ή την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη που μας έκρουαν κώδωνα κινδύνου όλα αυτά τα χρόνια για τον Putin», είχε πει στην ομιλία της στο Ευρωκοινοβούλιο τον Σεπτέμβριο η Ursula von der Leyen.
Γιατί όμως η Ευρώπη έχει τόσο καθυστερημένη και προβληματική στελέχωση και ανάπτυξη εξοπλισμού;
«Το πρόβλημα με την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία είναι ότι έχει συνηθίσει να παράγει πολύπλοκα οπλικά συστήματα σε λίγους αριθμούς και σε μεγάλη κλίμακα χρόνου, γιατί ακολουθεί μια φιλειρηνική πορεία. Αλλά το περιβάλλον ασφάλειας έχει αλλάξει. Δισεκατομμύρια απαιτούνται πια σε επενδύσεις», εξηγεί στο Politico ο David Chour, CFO της Czechoslovak Group (CSG), της τσεχικής βιομηχανίας όπλων.
Η Γαλλία, που είδαμε ότι παρείχε στην Ελλάδα Rafale και φρεγάτες και ήταν έτοιμη να δώσει πυρηνικά υποβρύχια στην Αυστραλία (υπόθεση AUKUS) είναι η χώρα που πρωτοστατεί στη ρητορική για αύξηση του αμυντικού δικτύου της Ευρώπης και την απεξάρτηση από τις ΗΠΑ, κάνοντας λόγο για την οικονομία του πολέμου.
«Η Γαλλία έχει μια υψηλής κουλτούρας αμυντική βιομηχανία σε όλες τις περιοχές της και σε κάθε της κλάδο. Οι γαλλικές κυβερνήσεις πέτυχαν κατά καιρούς συμφωνίες αμυντικών εξοπλισμών προς άλλες χώρες για να διασφαλίσουν την στήριξή τους», λέει ο Tom Waldwyn, ερευνητής και αναλυτής του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Σπουδών.
Σε μια προσπάθεια να τονώσει την αμυντική ανάπτυξη της, η Ευρώπη, το Ευρωπαϊκό Πρακτορείο Άμυνας για την ακρίβεια, άρχισε το 2015 να προσφέρει φοροαπαλλαγές σε κράτη-μέλη για να τα ενθαρρύνει να έχουν εγχώρια παραγωγή. Πρόσφατα, η Ε.Ε. ανακοίνωσε την ύπαρξη ενός ταμείου 500 εκατομμυρίων ευρώ που θα καλύψουν τις κοινές αγορές εξοπλισμού που θα χρησιμοποιηθεί απέναντι στη Ρωσία. Είναι όμως κινήσεις με χαμηλό ταβάνι και ορίζοντα.
Το μείζον πρόβλημα στην Ε.Ε. είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης και διάθεσης για συνεργασία. Η Γερμανία για παράδειγμα, διαθέτει την τρίτη μεγαλύτερη βιομηχανία της ηπείρου, αλλά η Πολωνία προτίμησε να υπογράψει συμφωνία με τη Νότια Κορέα, ενώ άλλες χώρες διατηρούν δίαυλο αγοραπωλησιών με την Κίνα. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Οικονομικής Ανάπτυξης Ifo, σχεδόν το 50% των εξαρτημάτων για την δική της βιομηχανία, η Γερμανία το φέρνει από την Κίνα.
Κι αυτό είναι κάτι που η Ε.Ε. θέλει να το σταματήσει στα μέλη της. Η Κίνα είναι χαρακτηρισμένη ως ένας συστημικός εχθρός που «ψάχνει να υπονομεύσει την διεθνή τάξη και τους κανόνες. Στο πλαίσιο της στρατηγικής αυτονομίας, πρέπει να αποφεύγουμε την στρατηγική μας εξάρτηση σε ιδιωτικές εταιρείες ή κράτη που δεν μοιράζονται τις ίδιες αξίες με μας», αναφέρει Ευρωπαίος αξιωματούχος.
Συνολικά, η Ευρώπη κατέχει μόλις το 10% της παγκόσμιας αγοράς σε παραγωγή μικροτσίπ που τροφοδοτούν αμυντικά συστήματα. Η Ένωση έθεσε ως στόχο να διπλασιάσει την παραγωγή της, αλλά δεν επαρκούν ούτε τα αποθέματα και αυτό μάλλον προς το χειρότερο θα πάει, λόγω της ενεργειακής κρίσης, αλλά και γιατί όσο προχωράμε προς το μέλλον, δεν θα υπάρχουν κατασκευαστές αμυντικών συστημάτων αναλογικής μορφής. Οι περισσότεροι θα γνωρίζουν την κυβερνοασφάλεια, θα μπορούν να διεξάγουν κυβερνοεπιθέσεις, αλλά όχι στον πραγματικό κόσμο.
Στο τέλος της ημέρας, ακόμα κι αν η Ευρώπη διέθετε πόρους και δυναμικό, ο τρόπος λειτουργίας της είναι σαφής στα αμυντικά ζητήματα: κάθε κράτος έχει αυτονομία και επιλέγει την δική του στρατηγική και τι συμφωνίες θα κάνει.
Διαβάστε ακόμη στο intronews.gr: