Ξεκίνησε, στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας, η κατάθεση της Ιωάννας Παλιοσπύρου, η οποία στις 20 Μαΐου του 2020 δέχθηκε επίθεση με βιτριόλι, από την 36χρονη Έφη Κακαράντζουλα. Σε αντίθεση με την αρχή της δικής, στις 15 Σεπτεμβρίου, η κατηγορούμενη ήταν παρούσα στη δικαστική αίθουσα, με πάνοπλους αστυνομικούς να τη συνοδεύουν και την Ιωάννα να την κοιτάει επίμονα.
Η κατηγορούμενη έφτασε στις 09:15, λίγα λεπτά μετά την Ιωάννα,
με αυστηρά μέτρα ασφαλείας, καθώς τα τηλεοπτικά συνεργεία βρίσκονταν σε απόσταση πίσω από κορδέλα οριοθέτησης. Μέσα στο δικαστήριο βρίσκονται ελάχιστα άτομα, συγγενείς και φίλοι της Ιωάννας Παλιοσπύρου καθώς και οι συνήγοροί της, ενώ το πλαίσιο είναι τέτοιο που στην αίθουσα επιτρέπονται μόνον τέσσερις δημοσιογράφοι και αυτοί εκ περιτροπής ανά μισή ώρα.
Φορώντας τη λευκή θεραπευτική μάσκα της, άρχισε με γενναιότητα να περιγράφει τις δύσκολες και τραγικές στιγμές που βίωσε τα πρώτα κρίσιμα λεπτά, όταν η 35χρονη της κοίταξε στα μάτια και της πέταξε το βιτριόλι, προκαλώντας της εκτεταμένα εγκαύματα στο πρόσωπο και το σώμα. Η συνέχεια ήταν να υποβληθεί σε δεκάδες χειρουργεία, έχοντας ακόμα μπροστά της δύσκολο αγώνα.
Η κατάθεση ξεκίνησε με την Ιωάννα να λέει:
«Σηκώθηκα για να πάω στη δουλειά μου και ήμουν στην είσοδο της πολυκατοικίας των γραφείων. Πάτησα το κουμπί του ασανσέρ και περίμενα να κατέβει. Κοιτούσα προς τα κάτω περιμένοντας. Άκουσα κάποιους θορύβους. Δεν έδωσα σημασία. Σκέφτηκα ότι μπορεί να είναι η καθαρίστρια ή κάποιος άστεγος. Καθώς περίμενα το ασανσέρ εμφανίστηκε μπροστά μου μια γυναίκα, σήκωσα το βλέμμα και με κοίταξε στα μάτια. Μου έριξε το βιτριόλι που εκείνη τη στιγμή δεν κατάλαβα τι ήταν και έφυγε τρέχοντας. Θέλω να σας πω ότι λούστηκα με αυτό το υγρό, το ένιωσα παντού πάνω μου. Ήμουν παντού στο σώμα μου λουσμένη και κατευθείαν μου ήρθε η μυρωδιά. Το πρώτο πράγμα ήταν να τρέξω για κάποια βοήθεια. Θυμήθηκα ότι είχε φαρμακείο δίπλα και έτρεξα προς το φαρμακείο. Οι πόνοι ήταν φρικτοί, δεν έβλεπα καθόλου από το ένα μάτι. Μπήκα μέσα στο φαρμακείο ουρλιάζοντας, οι άνθρωποι δεν καταλάβαιναν τι έλεγα, πανικοβλήθηκαν. Τους έλεγα δώστε μου λίγο νερό πεθαίνω βοήθεια φώναζα. Πήγα στο νιπτήρα έριχνα νερό. Τα μαλλιά μου πέφτανε μέσα στο νιπτήρα. Έπιανα το πρόσωπό μου και καταλάβαινα ότι καιγόμουν, λιώνω. Φώναζα για βοήθεια, οι άνθρωποι τρόμαζαν. Καταλάβαινα ότι εκείνη τη στιγμή κάτι χάνω… Κάλεσαν σε βοήθεια το 166. Μου είπανε να βγάλω τα ρούχα μου γιατί λιώνανε πάνω μου. Εγώ το μόνο που σκεφτόμουν ήταν να μη χάσω τις αισθήσεις μου. Γιατί καταλάβαινα ότι μόνο εγώ μπορούσα να σώσω τον εαυτό μου. Φώναζα Θεέ μου βοήθησε με γιατί μόνο εσύ μπορείς».
Συνεχίζοντας, με δάκρυα στα μάτια, αναφέρθηκε στα όσα έζησε στα νοσοκομεία.
«Θυμάμαι απλά να με βρέχουν, να ουρλιάζω, να πονάω, να ξανακοιμάμαι, να ξανά ξυπνάω, μου έκαναν τομές στο μάτι μου και στο αυτί. Αυτά, δεν θυμάμαι παραπάνω. Προσπαθούσα απλά να αντέχω για να μην πονάω. Την επόμενη μέρα με ενημέρωσαν ότι θα διακομιστώ στο Θριάσιο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τη διακομιδή μου, επειδή δεν μπορούσα να δω, μπορούσα μόνο να ακούω, θυμάμαι την ώρα που περνούσαν τα φορεία στους διαδρόμους. Μια κυρία αναφώνησε Θεέ μου και κατάλαβα ότι το είπε για μένα (κλαίει) κατάλαβα ότι η κατάσταση δεν είναι καλή. Κατάλαβα ότι έχω σοβαρά εγκαύματα κ απλά παρακαλούσα να επιβιώσω. Μέσα στο νοσοκομείο ήταν η πιο δύσκολη περίοδος της ζωής μου, έκανα επτά χειρουργεία. Θυμάμαι ότι δεν άντεχα το φως για τα μάτια μου ήταν τραυματισμένα, ακόμα και το φως του δωματίου ήταν επίπονο. Σκέφτηκα να δώσω τέλος στη ζωή μου».
Όσον αφορά τη νοσηλεία της, κατά τη διάρκεια της οποίας ο οργανισμός της κατάρρευσε και λίγο έλειψε να χάσει τη ζωή της, η Ιωάννα είπε χαρακτηριστικά:
«Για όσα διάστημα ήμουν στο νοσοκομείο έλεγα στους αστυνομικούς ότι δεν έχω πειράξει κανέναν. Προσπαθούσα να τους βοηθήσουν αλλά δε μπορούσα. Δεν πίστευα ότι κάποιος μπορεί να κάνει τέτοιο κακό. Κάποια στιγμή λοιπόν μου είπαν ότι είχαν καταλήξει ποιος έκανε την επίθεση. Μου μιλούσαν για τη κατηγορούμενη και μου έλεγαν ότι εκείνη μου επιτέθηκε. Μαζί με αυτούς προσπαθούσα να και εγώ να καταλάβω και να τους βοηθήσω. Αν ισχύει τους έλεγα αυτό που μου λέτε, ότι με παρακολουθεί εδώ και 1,5 χρόνο, άρα ξέρει ότι δεν έχω καμία σχέση με αυτόν τον σύντροφο που είχε. Δεν μπορούσαν να απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα. Δεν ήξερα αν ισχύουν όλα αυτά, γιατί το έκανε αυτή, τι μου έχει συμβεί δε καταλάβαινα και δεν μπορούσαν να μου απαντήσουν.
Μετά τη προφυλάκισή της προσπάθησα να εστιάσω στις δυνάμεις μου για να μπορέσω να βγω από το νοσοκομείο και να βγάλω σε πέρας τα χειρουργεία που έπρεπε. Στα μισά των χειρουργείων ο οργανισμός μου δεν άντεξε. Ανέβαζα πυρετό είχα πάθει λοίμωξη. Οι γιατροί μου είπαν ότι κινδύνεψε η ζωή μου. Έπαθα και δεύτερη λοίμωξη στο μάτι που κινδύνεψα για δεύτερη φορά να το χάσω. Κάποια στιγμή με την βοήθεια των γιατρών τα ξεπεράσαμε. Ήρθε η στιγμή που μου ανακοίνωσαν ότι θα πάρω εξιτήριο».
Στην συνέχεια η Ιωάννα περιέγραψε: «Μου είπαν ότι επούλωσαν τα τραύματα που είχα ότι ξεκινάει ένας μαραθώνιος και ότι χρειάζονται πολλά χειρουργεία για να είμαι λειτουργική, να κουνάω τα χέρια μου, το λαιμό μου. Μου λέγανε ότι είναι ένας μαραθώνιος με διάρκεια. Κάποια στιγμή αφού επέστρεψα στο σπίτι μου η έρευνα συνεχίζονταν. Κάποια στιγμή οι αστυνομικοί με ενημέρωσαν για κάποια στοιχεία που βρίσκονταν στο υπολογιστή της και με ρώτησαν αν γνωρίζω κάτι. Είμαστε από διπλανά χωριά αλλά ποτέ δε κάναμε παρέα με την κατηγορούμενη, γνωριστήκαμε εδώ στην Αθήνα. Βρεθήκαμε σε κάποιες γιορτές, γενέθλια στο σπίτι συγγενών μου και ανταλλάζαμε κάποιες κουβέντες. Μου είπανε για κάποιες κουβέντες που είχαν γίνει μεταξύ της ξαδέλφης μου και της κατηγορουμένης μετά την επίθεση. Οι αστυνομικοί με ρώτησαν αν γνωρίζω κάτι. Μου ζητήθηκε αν μπορώ να μάθω τι είχε ειπωθεί μεταξύ τους. Κάλεσα τη ξαδέλφη μου στο τηλέφωνο και την ρώτησα τι έχουν πει. Τη ρώτησα αν ισχύει και τι ακριβώς είχε ειπωθεί. Μου είπε ότι ισχύει ότι υπήρχε επικοινωνία μεταξύ τους, ότι δεν μου το είπε για να μη με φέρει σε δύσκολη θέση. Μου είπε ότι μεταξύ των συζητήσεων ότι είχαν μιλήσει και για μένα, όπως όλοι φίλοι και γνωστοί μιλούσαν για μένα. Τη ρωτούσε η κατηγορουμένη πως είμαι αν με είδε και πως ήταν τα μέτρα στο νοσοκομείο λόγω covid. Εκείνη της είπε ότι δε μπορούσε να μπει στο νοσοκομείο και ότι είχε δει μόνο τη μητέρα μου στο προαύλιο. Επίσης μου ανέφερε ένα συγκεκριμένο περιστατικό που της είχε κάνει εντύπωση».
Η κατάθεση συνεχίστηκε με τις ίδιες σοκαριστικές λεπτομέρειες, ενώ αναφέρθηκε και στον κυνισμό της δράστιδος αμέσως μετά την επίθεση.
«Η κατηγορούμενη, όπως της είπε (σ.σ. στην ξαδέλφη της Ιωάννας), έκανε ένα σχόλιο πολύ προσβλητικό για μένα. Της είπε η Έφη, οκ, αν δε μπορεί να δουλέψει θα πάρει την αποζημίωση και θα ζήσει. Δεν έγινε κάτι. Αυτό θύμωσε τη ξαδέλφη μου. Αυτό το περιστατικό σε συνδυασμό με τις αναζητήσεις που με ενημέρωσαν πως είχε κάνει μετά την επίθεση και σε συνδυασμό με άλλα τουλάχιστον δύο περιστατικά που έλαβαν χώρα στο νοσοκομείο -η μητέρα μου μου είπε ότι κάποιοι ήλθαν στο νοσοκομείο να με δουν αλλά δεν τους επετράπη η είσοδος- όλα αυτά με έκαναν να πιστέψω ότι ήθελε πραγματικά να με σκοτώσει και δε σταμάτησε ούτε και μετά. Όλα αυτά αν τα συνδυάσει κανείς και σύμφωνα με το συμπέρασμα των αστυνομικών ήταν να με σκοτώσει. Έμαθα εκ τω υστέρων ότι έγιναν άλλες τρεις απόπειρες. Άλλες δυο έξω από το σπίτι μου, την είδαν οι γείτονες να καβαλάει κάτι ύποπτο πάνω της. Σύμφωνα με τα στοιχεία είχε γίνει μια ακόμη απόπειρα τη προηγούμενη ημέρα, η οποία απλά απετράπη διότι δε με πρόλαβε. Δε κατάφερε να με σκοτώσει. Επίσης, θέλω να επισημάνω ότι πάλι σύμφωνα με την αστυνομική έρευνα ότι με τρομάζει το γεγονός ότι η κατηγορούμενη είχε μια συμπεριφορά ανθρώπου -είχε αναστατωθεί όλος κόσμος για το ποιος το έκανε- και αυτή έβγαινε διασκέδαζε και χόρευε πάνω στα τραπέζια. Αντί να πει τι πήγα και έκανα ενθαρρύνεται ακόμη περισσότερο και αρχίζει και αναζητά τρόπους και όπλα. Βλέπουμε έναν άνθρωπο που δεν πτοείται που γίνεται ακόμη χειρότερος. Αυτό είναι που με φοβίζει. Και δε ξέρω ακόμη ούτε τα κίνητρα ούτε ποιοι άλλοι γνώριζαν γιατί υπάρχουν και άλλοι. Σίγουρα ξέρω ότι δεν έχει μετανιώσει».
Μάλιστα, σε κάποιο σημείο της κατάθεσής της η Ιωάννα είπε με δάκρυα στα μάτια: «Για να αντέξω προσπαθούσα να κοροϊδέψω εαυτό μου. Ότι ζω ένα όνειρο. Το βράδυ μετά τις 9 αφού πέρασαν όλοι οι γιατροί έλεγα “Ιωάννα θα ξυπνήσεις”. Προσπαθούσα να με πείσω για να αντέξω ότι τα όνειρα μου είναι πραγματικά και η πραγματικότητα είναι ο εφιάλτης».