Σε φυλάκιση δύο ετών καταδίκασε, την Παρασκευή, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας μία 25χρονη Λαρισαία, η οποία από κατήγορος βρέθηκε κατηγορούμενη -και μάλιστα κρίθηκε τελικά ένοχη- καθώς  φέρεται να έδωσε ψεύτικη καταγγελία σε βάρος του 53χρονου φίλου της.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με πληροφορίες της Ε, η 25χρονη μεταφέροντας όσα είπε η κόρη της στη γιαγιά της, κατήγγειλε στην Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Λάρισας ότι ο 53χρονος άνδρας, με τον οποίο η ίδια διατηρούσε απλά φιλική σχέση, ασέλγησε στην 5χρονη κόρη της στο μπάνιο του σπιτιού της, όσο εκείνη βρισκόταν στην κουζίνα.

Ο άντρας, παρά τη μεγάλη διαφορά, επιθυμούσε να παντρευτεί την 25χρονη, ενώ ο ίδιος με αφορμή τα οικονομικά της προβλήματα, φέρεται πως ενίσχυε τακτικά με μικρά χρηματικά ποσά και μάλιστα πως εξόφλησε και κάποια ενοίκια.

Η φιλία μεταξύ τους χάλασε όταν ο 53χρονος, εκτιμώντας πως η 25χρονη δεν ανταποκρίνεται θετικά στο αίτημά του, να προχωρήσει δηλαδή η σχέση τους σε γάμο, «αρνήθηκε να μπει εγγυητής» στην αγορά ηλεκτρικών ειδών, με τα οποία θα εξόπλιζε το νέο σπίτι της η νεαρή γυναίκα, όπως αναφέρθηκε στο Δικαστήριο. Έτσι, μετά από σύντομο διάστημα, ακολούθησε η καταγγελία σε βάρος του, περί αποπλάνησης ανηλίκου.

Η κατηγορία απειλούσε τον 53χρονο με κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών. Ύστερα, όμως, από διερεύνηση το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λάρισας με αμετάκλητο βούλευμά του απάλλαξε τον 53χρονο Λαρισαίο από τις κατηγορίες.

Το ενδιαφέρον της υπόθεσης έγκειται, επίσης, στο γεγονός ότι στην εισαγγελική πρόταση προς το Συμβούλιο, που ανέτρεψε την αρχική καταγγελία, με έμφαση υπογραμμιζόταν πως «τα όσα υπό τύπον πλαστού σεναρίου ισχυρίστηκε η καταγγέλλουσα και μάλιστα με όχημα-μέσο την ίδια την ανήλικη κόρη της, συνιστούν νοσηρό παράγωγο ωφελιμιστικής επιδίωξης, γεγονός που υποδεικνύει με σαφή μεθόδευση και εν τέλει υποστηρίζει τη δόλια προαίρεσή της».

Μετά την πλήρη ανατροπή, η 25χρονη Λαρισαία από κατήγορος παραπέμφθηκε η ίδια ως κατηγορούμενη σε δίκη την Παρασκευή, όπου καταδικάστηκε μαζί με τη μητέρα της σε ποινές φυλάκισης δύο και ενός έτους αντίστοιχα (με τριετή αναστολή).

Η συνήγορος υπεράσπισης της 25χρονης, σημειώνοντας πως η νεαρή μετέφερε στην ΕΛ.ΑΣ. όσα η 5χρονη εξιστόρησε στη γιαγιά της, έβαλλε κατά της διαδικασίας που ακολουθήθηκε κατά τη δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης, όταν έγινε η καταγγελία, αλλά και του βουλεύματος, κάνοντας λόγο για «ατυχή στιγμή της δικαιοσύνης». Οι εξηγήσεις ωστόσο που έδωσαν οι δύο κατηγορούμενες, μάνα και γιαγιά, δεν έπεισαν κατά πως φαίνεται το Δικαστήριο που τις κήρυξε αμφότερες ένοχες.

Κατά την ακροαματική διαδικασία προχθές, πρώτος κατέθεσε ο 53χρονος αναφερόμενος στη σχέση του με την 25χρονη για να τονίσει, μεταξύ άλλων, πως «ήμασταν φίλοι και τη βοηθούσα οικονομικά όταν μου το ζητούσε, της έχω πληρώσει και ενοίκια» και πως «πήγαινα στο σπίτι της όταν εκείνη μου τηλεφωνούσε».

Σε ερώτηση της Προέδρου γιατί η 25χρονη να τα καταγγείλει αυτά, ο 53χρονος τόνισε πως «δεν ξέρω, ποτέ δεν πείραξα το παιδί, αυτά που κατέθεσε ήταν ψέματα».

Πρόσθεσε επίσης πως «η σχέση μας χάλασε όταν μου ζήτησε να μπω εγγυητής σε κατάστημα ηλεκτρικών ειδών για να αγοράσει είδη αξίας 1.500 ευρώ και αρνήθηκα. Μου είπε “θα μου το πληρώσεις αυτό” και μετά έμαθα για την καταγγελία» στην Αστυνομία.

Διευκρίνισε μάλιστα πως «εγώ δεν της ζήτησα ποτέ να κάνουμε έρωτα. Εγώ της ζήτησα αν θέλει να γίνουμε ζευγάρι. Δεν έμεινα ποτέ με το παιδί, δεν θα τολμούσα ποτέ αυτό να το πράξω» δήλωσε ο 53χρονος προσθέτοντας πως ορκίζεται γι’ αυτό.

Στη συνέχεια κατέθεσαν μάρτυρες υπεράσπισης και κατηγορίας, με την 25χρονη στην απολογία της να σημειώνει με ένταση πως «εγώ μετέφερα αυτά που είπε το παιδί μου, αυτά που εξιστόρησε στη γιαγιά του». «Όποια και αν είναι η απόφασή σας» τόνισε προς του δικαστές «εγώ πιστεύω το παιδί μου. Ακόμη και σήμερα πιστεύω ότι ο αυτός ο άνθρωπος τα έκανε αυτά στο παιδί μου» κατέληξε ενώ, αιτιολογώντας τη σχέση της με τον μεσήλικα άνδρα, αρνήθηκε τον δόλο όπως αρνήθηκε και τις κατηγορίες σε βάρος της.

Η μητέρα της 25χρονης και δεύτερη κατηγορούμενη στην απολογία της, αναφερόμενη στα γεγονότα υπογράμμισε πως «αυτά που έγιναν μου τα είπε το παιδί. Εγώ μεγάλωσα το παιδί, η κόρη μου δούλευε συνέχεια. Από μόνο του μου τα είπε το παιδί».

Ο Εισαγγελέας της έδρας μνημονεύοντας «ως ενδιαφέρον» το σκέλος της εισαγγελικής πρότασης προς το Συμβούλιο ως προς το «νοσηρό παράγωγο ωφελιμιστικής επιδίωξης» πρότεινε να κηρυχθούν ένοχες αμφότερες οι κατηγορούμενες με τη διευκρίνιση να παυτεί η δίωξη εναντίον τους για συκοφαντική δυσφήμιση με αφορμή και την πάροδο του τριμήνου από την υποβολή της έγκλησης.

«Όσα καταγγέλθηκαν σε βάρος του 53χρονου» τονίστηκε από την Πολιτική Αγωγή «ήταν ψευδή και συκοφαντικά, πρόκειται για μια κατασκευασμένη ιστορία από τις κατηγορούμενες, όπως κρίθηκε και από το αμετάκλητο απαλλακτικό Βούλευμα».

Η συγκατηγορούμενη και γιαγιά της 5χρονης ξεσπούσε σε φωνές και διέκοπτε επί ώρα τη διαδικασία, με την Πρόεδρο να απειλεί με σχηματισμό νέας δικογραφίας. Χρειάστηκε τελικά η παρέμβαση αστυνομικών, προκειμένου η γιαγιά να απομακρυνθεί από την αίθουσα, ενώ δεν υπάκουε ούτε στις επίμονες συστάσεις της κόρης της πως «δεν θα βρούμε το δίκιο μας, αλλά, μη φωνάζεις, ησύχασε για να ολοκληρωθεί η διαδικασία».

Η υπεράσπιση της 25χρονης αναφερόμενη στη διαδικασία που ακολούθησε κατά τη δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης τα προηγούμενα χρόνια, αλλά και στο απαλλακτικό Βούλευμα έκανε λόγο για «ατυχή στιγμή της δικαιοσύνης». Τονίζοντας πως η 25χρονη «μητέρα του παιδιού έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει, κατήγγειλε αυτό που έμαθε από το παιδί της».

Η υπεράσπιση της γιαγιάς καταφέρθηκε επίσης κατά της διαδικασίας, ζητώντας από το προχθεσινό Δικαστήριο «να διερευνήσει τα στοιχεία της καταγγελίας», προσθέτοντας ότι «δεν υπήρξε ωφελιμίστικη επιδίωξη» και πως «δεν ειπώθηκαν ψέματα» ζητώντας παράλληλα την απαλλαγή της δεύτερης κατηγορουμένης.

Αργά το μεσημέρι της Παρασκευής το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας κήρυξε ένοχες τις δύο γυναίκες. Τη μεν 25χρονη για ψευδή καταμήνυση, ψευδή κατάθεση και ηθική αυτουργία σε ψευδή κατάθεση, επιβάλλοντας φυλάκιση 2 ετών και χρηματική ποινή 300 ευρώ. Στη δε μητέρα της για ψευδή κατάθεση, επιβάλλοντας φυλάκιση ενός έτους και χρηματική ποινή 200 ευρώ. Η ποινή επιβλήθηκε με ανασταλτικό χαρακτήρα.