Περιεχόμενα
Πέρασαν έξι χρόνια από τότε που το Παρίσι δέχτηκε συντονισμένες βομβιστικές και ένοπλες επιθέσεις από το ισλαμικό κράτος, όπου είχαν σαν αποτέλεσμα να σκοτωθούν 130 άνθρωποι και να τραυματιστούν περισσότεροι από 400. Οι μνήμες από την νύχτα της 13ης Νοεμβρίου του 2015 ξύπνησαν ξανά, κατά τη διάρκεια των ακροάσεων 350 πολιτικών εναγόντων στο ειδικό κακουργιοδικείο του Παρισίου. Μετά από πέντε εβδομάδες, ένα συνταρακτικό ηχητικό ντοκουμέντο λίγων λεπτών από το μακελειό στο Μπατακλάν, προκάλεσε ανατριχίλα και θλίψη.
«Ο πρώτος που θα σηκωθεί, πυροβολώ».
Η δημοσιοποίηση του αποσπάσματος, έπειτα από αίτημα μιας οργάνωσης των θυμάτων, επιτρέπει να «αντιληφθεί κανείς με έναν άλλον τρόπο τον τρόμο», σημείωσε ο Αρτούρ Ντενουβό, πρόεδρος της Life for Paris, ο οποίος είναι και ο ίδιος μεταξύ των επιζώντων της επίθεσης, που στοίχισε τη ζωή σε 90 ανθρώπους στον συναυλιακό χώρο του Μπατακλάν. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου Ζαν Λουίς Περιέ δέχθηκε το αίτημά του και αποφάσισε να ακουστεί ένα μικρό απόσπασμα του ντοκουμέντου που ηχογραφήθηκε από μία συσκευή υπαγόρευσης που είχε μείνει ανοικτή και κατέγραψε κάθε λεπτό της επίθεσης. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου είχε καλέσει όσους ενάγοντες το επιθυμούσαν να βγουν έξω από την αίθουσα πριν ακουστεί.
Από την αρχή του αποσπάσματος, ακούγεται η φωνή, από μακριά, ενός εκ των τριών δραστών που ανέλαβαν την ευθύνη για την επίθεση «για τη Συρία και το Ιράκ». Γίνεται ακόμη αναφορά «στον πρόεδρο της Γαλλίας Ολάντ» και σε βομβαρδισμούς που διεξήγαγαν οι «Γάλλοι και Αμερικανοί στρατιώτες».
«Μας βομβαρδίζουν εδώ. Εμείς δεν έχουμε ανάγκη τα αεροσκάφη», ακούγεται να λέει η φωνή. Αφού πέφτει ένας πυροβολισμός, συνεχίζει: «Ο πρώτος που θα σηκωθεί, πυροβολώ». «Ο πρώτος που θα κινηθεί, θα του ρίξω μια σφαίρα στο κεφάλι. Είναι σαφές; Εκείνον που θα προσπαθήσει να πάρει τον νόμο στα χέρια του, τον σκοτώνω. Είναι κατανοητό;», λέει ένας δράστης, με καθαρή φωνή.
Στη συνέχεια ένας ακόμη πυροβολισμός, κατόπιν κι άλλος. «Δεν μπορείτε να μας κατηγορήσετε, μονάχα τον πρόεδρό σας Φρανσουά Ολάντ», αναφέρει ένας τζιχαντιστής. Στην αίθουσα, ενάγοντες κατεβάζουν το κεφάλι ή το κρατούν με τα χέρια τους, ορισμένοι αγκαλιάζονται. Κάποιοι λίγοι βγαίνουν από την αίθουσα. «Μπορείτε να τα βάλετε με τον πρόεδρό σας. Εκείνος διαπράττει αυτή τη σφαγή σήμερα και να γνωρίζετε πως είναι η αρχή», ακούγεται επίσης. Πυροβολισμοί ακούγονται, ένας άνδρας που κλαίει και μια έκρηξη «Το απόσπασμα τελειώνει με την πυροδότηση των εκρηκτικών που φέρει ο Σαμί Αμινούρ», μετά την επέμβαση ενός αστυνομικού, διευκρινίζει ο πρόεδρος.
Θεατές προσποιούνταν τους νεκρούς – Συγκλονιστικές μαρτυρίες
Άνθρωποι που βρίσκοταν στο Μπατακλάν και πίστευαν ότι θα σκοτωθούν, βγήκαν ζωντανοί και περιέγραψαν τις εφιαλτικές στιγμές στο δικαστήριο. Προσποιούνταν τους νεκρούς, μέσα κυριολεκτικές λίμνες αίματος άλλων θυμάτων.
Βρετανοί και Ιρλανδοί επιζήσαντες της τραγωδίας, ταξίδεψαν πριν λίγες ημέρες στο Παρίσι για να καταθέσουν στη μεγαλύτερη δίκη και η αναβίωση της αιματοχυσίας «πάγωσε» το ακροατήριο. Κάποιοι από αυτούς σέρνονταν αθόρυβα ανάμεσα σε πτώματα, για να ξεφύγουν από τους ένοπλους εκτελεστές που περπατούσαν ατάραχοι ανάμεσα στους νεκρούς, γαζώνοντας κάθε σημείο του συναυλιακού χώρου που εντόπιζαν κίνηση.
Το βράδυ εκείνης της Παρασκευής, λίγο μετά τις 9, ένας βομβιστής αυτοκτονίας ανατινάχθηκε, χωρίς να καταφέρει να μπει στο γήπεδο Stade de France όπου η Γαλλία έπαιζε με την Γερμανία, παρουσία και του Γάλλου προέδρου. Ακολούθησαν επιθέσεις και εκρήξεις σε καφετέριες και εστιατόρια του Παρισίου και η πολύωρη, φονική ομηρία στον συναυλιακό χώρο του Μπατακλάν, όπου το ροκ συγκρότημα Eagles of Death Metal έπαιζε μουσική. Ενενήντα θεατές σκοτώθηκαν μέσα σε εκείνη την αίθουσα μέσα σε δύο ώρες.
Στο Μπατακλάν η σφαγή κράτησε περίπου 120 λεπτά, καθώς τρεις ένοπλοι πυροβολούσαν στο πλήθος, ξαναγέμιζαν τα όπλα τους και συνέχιζαν να πυροβολούν, βάζοντας στο στόχαστρο τρομοκρατημένους ανθρώπους που προσπαθούσαν να ξεφύγουν. Τα πτώματα έπεφταν το ένα πάνω στο άλλο.
Ο Mark Blackwell, εργαζόμενος στο βρετανικό Εθνικό Σύστημα Υγείας, περιέγραψε πώς είχε αγοράσει τα εισιτήρια για τα 50α γενέθλιά του και στεκόταν κοντά στη σκηνή μαζί με φίλους. Άκουσε τους πρώτους πυροβολισμούς και όταν άναψαν τα φώτα είδε πως άνθρωποι είχαν ήδη πέσει νεκροί. «Σκέφτηκα ότι αυτό θα είχε ιδιαίτερη κατάληξη για μένα αν με έπαιρναν όμηρο, δεν ήμουν Γάλλος, ένας ξένος στην πόλη, και κατάλαβα ότι έπρεπε να βγω έξω, αλλά τότε ένα πτώμα έπεσε στα πόδια μου, και στα δύο, ως τους αστραγάλους μου. Στην αρχή πανικοβλήθηκα και μετά μια φωνή μέσα στο κεφάλι μου μου είπε «απλά μείνε ήρεμος». Κατάφερα να κουνήσω τα πόδια μου, ένα τη φορά, και μπορούσα να δω μπροστά από εμένα όλους να έχουν ήδη πέσει με τα μούτρα στο πάτωμα. Δεν ήξερα πόσοι από αυτούς ήταν ζωντανοί και πόσοι όχι».
Αποφάσισε να συρθεί πολύ αργά ανάμεσα στα πτώματα, το πάτωμα ματωμένο, ενώ οι σφαίρες σφύριζαν πάνω από το κεφάλι του. «Η μυρωδιά ήταν φρικτή, αυτή η φρικτή μίξη μπαρουτιού και αίματος, τόσο δυνατή που μπορούσες σχεδόν να την γευτείς. Κατέλαβε όλο τον χώρο. Ξεκίνησα να σέρνομαι επειδή σκέφτηκα πως αν έτρεχα δεν θα τα κατάφερνα». Ο Blackwell ένιωσε να χτυπιέται από δύο σφαίρες. Μία τίναξε ένα κομμάτι σάρκας από το χέρι του. Σήκωσε το κεφάλι του και είδε έναν από τους ένοπλους. «Μπορούσα να κοιτάξω στα μάτια του, δεν υπήρχε τίποτα σε αυτά, καμία ανθρωπιά. Σταμάτησα μπροστά από ένα πρόσωπο, μερικά εκατοστά μακριά από το δικό μου, το πρόσωπο ενός κοριτσιού. Κοίταξα μέσα στα μάτια της και ήταν γεμάτα φόβο και πόνο. Όλα είχαν θολώσει μέσα σε αυτά τα μάτια, σταμάτησαν, έμειναν κενά. Νομίζω πέθανε».
Κοιτάζοντας προς το μπαρ, «υπήρχε αίμα παντού, κορμιά που δεν γνώριζα ποια ήταν ζωντανά και ποια νεκρά. Ένας άνδρας προς τα πίσω σηκώθηκε στα γόνατα προσπαθώντας να ξεφύγει και έπεσε ξανά στο πάτωμα. Δεν ξανασηκώθηκε. Τον είδα να πέφτει στο πάτωμα και δεν κουνήθηκε ξανά». Όταν έφτασε στην έξοδο, «υπήρχε ένας σωρός από πτώματα, τρία ή τέσσερα μπλεγμένα μεταξύ τους» σα να είχαν σκοτωθεί προσπαθώντας να τρέξουν προς τα έξω. Εκείνο το βράδυ, ο Blackwell νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο του Παρισίου. Ήθελε να επιστρέψει στο Λονδίνο.
Ένας Ιρλανδός που δεν θέλησε να κατονομαστεί δημοσίως θυμήθηκε: «Σε κάποιο σημείο, οι πυροβολισμοί από ριπές έγιναν «ατομικοί», σα να περπατούσαν γύρω γύρω εκτελώντας ανθρώπους ξεχωριστά». Ήταν εκεί μαζί με την σύζυγό του. Το ζευγάρι έμεινε ξαπλωμένο και οι δύο σύντροφοι ψιθύρισαν «αντίο» ο ένας στον άλλον. Η γυναίκα περιέγραψε: «άπλωσα το χέρι μου ώστε να μην πεθάνει μόνος». Το πέλμα του Ιρλανδού διαλύθηκε από μία σφαίρα και χρειάστηκε πολλαπλά χειρουργεία. «Ψυχολογικά είναι ακόμα εκεί, απλά και μόνο το να μιλώ για αυτό τώρα, μπορώ να δω τις εικόνες στο μυαλό μου, νεκροί που δεν μπορώ να τους βγάλω από το κεφάλι μου, θα είναι για πάντα εκεί.»